«Ο δε Ιησούς εσιώπα».
Ο Χριστός είπε στον Απόστολο Παύλο : «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης διότι εγώ ειμί μετά σου». Άφοβα, του λέγει να κηρύττεις το Ευαγγέλιο και να μη σιωπάς, γιατί είμαι μαζί σου. Τον Λόγο του ενδυναμώνει η συνεχής παρουσία του Κυρίου.
Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει πως ο Λόγος του Θεού προήλθε από τη σιγή. Μετά από μακρά σιγή στην έρημο μίλησε ο Χριστός. Τα μεγάλα μυστήρια τελεσιουργούνται στην ησυχία και τα καλύπτει η ιερή σιγή. Το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Υιού και του Λόγου του Θεού κατανοείται καλύτερα σιωπηλά. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει : «ράον σιωπή». Είναι προτιμότερη εδώ η σιωπή. Ας επικρατήσει σιγή. Η σιωπή τώρα είναι πιο εύκολη και ακίνδυνη. Γιατί «ου φέρει το μυστήριον έρευναν». Η σιωπή δηλώνει την ταπείνωση του νου, την όραση της καρδιάς, την ευχαριστία της ψυχής, που μένει άφωνη κι ακούει τις δοξολογίες των αγγέλων και των θεοΰφαντων ύμνων της ιεράς υμνολογίας μας.
«Ο δε Ιησούς εσιώπα». Δεν είναι μόνο ενώπιον του αρχιερέως Πιλάτου στο πραιτώριο που σιωπά ο Χριστός. «Και ουδέν απεκρίνατο» προσθέτει ο ευαγγελιστής Μάρκος. Δεν δίνει καμιά απάντηση. Θεωρεί ότι δεν βγαίνει τίποτε με τα λόγια. Ότι θα μιλούσε και δεν θα τον άκουγαν. Ότι θα έπεφταν οι λόγοι του στο κενό. Δεν είναι ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντες, αλλά έβλεπε την ηθελημένη κώφευση των ανθρώπων, είχαν αυτιά και δεν τα χρησιμοποιούσαν. Ο Χριστός δεν χάιδευε ακοές. Δεν έλεγε αυτά που ήθελαν ν΄ακούσουν. Έτσι με νόημα σιωπά. Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει «επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς». Δεν απαντούσε τίποτε στις πολλές ερωτήσεις. Σαν να έλεγε από τότε τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έβλεπε ότι δεν έβγαινε τίποτε με τη συζήτηση. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τονίζει την άφοβη σιωπή του Ιησού παρά τις απειλές της εξουσίας. Στο πρόσωπο του Χριστού επιβεβαιώνεται ο αρχαίος προφητικός λόγος. Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας λέγει: Δεν άνοιξε το στόμα του καθόλου κι έμεινε άφωνος μπροστά στους διώκτες του.
Όταν στην πρόκληση απαντά κανείς με τη σιωπή, χαμηλώνει την ένταση, διακόπτει τη συνέχεια, ταπεινώνει την οργή, σβήνει τον θυμό και σιγάζει δύσκολες καταστάσεις.
Η σιωπή όπως ήδη είπαμε δεν είναι για όλους, για παντού και για πάντοτε. Οι Άγιοι πατέρες καλλιέργησαν επισταμένως την εύλογη σιωπή και είχαν ένθεο λόγο. Είναι πολύ σπουδαίο και σημαντικό πράγμα οι άνθρωποι να γνωρίζουν καλά πότε να μιλήσουν, τί να πουν, σε ποιόν θα το πουν, γιατί θα το πουν, πόσο θα πουν και πότε θα πρέπει να σιωπήσουν, ν΄αποσυρθούν, να κρυφτούν. Όπως ωραία ειπώθηκε, «ο προφορικός λόγος περιορίζει τον ενδιάθετο λόγο που περιέχεται στη σιωπή. Ποτέ δεν μπορεί να τον περιλάβει και να τον εκφράσει απόλυτα. Γι ‘ αυτό η σιωπή είναι συχνά σε θέση να εκφράσει περισσότερα από όσα ο λόγος». Η πολυλογία, η φλυαρία, η κενολογία, η περιττολογία, η αργολογία, η φαιδρολογία δηλώνει κενοδοξία, αδιακρισία κι εσωτερική ανησυχία. Η ησυχία γεννά την ωραία σιωπή κι αυτή εξυφαίνει τον λόγο. Λέγει ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Απόκτησε την εσωτερική σου γαλήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα σωθούν γύρω σου, χωρίς εσύ να το ξέρεις». Δεν χρειάζεται συνέχεια να μιλάμε. Ο κόσμος κουράστηκε από τα πολλά, τα παχιά, τ’ αδιαφανή, τα υποκριτικά, τα ξύλινα λόγια. Οι άλλοι δεν βρίσκονται πάντοτε πλάι μας για να μας ακούνε, αλλά και για να τους ακούμε. Λέγει ένας σοφός «ο Θεός μας έδωσε δύο αυτιά και ένα στόμα- περισσότερο ν΄ακούμε και λιγότερο να μιλάμε». Εμείς κυκλοφορούμε σαν να έχουμε δέκα στόματα και κανένα αυτί. Μιλά ο άλλος και δεν τον ακούμε και σκεφτόμαστε τί θα πούμε εμείς. Έτσι, όπως λέγει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχουμε παράλληλους μονολόγους. Δεν διαλεγόμαστε και δεν επικοινωνούμε.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος δεν κήρυττε ποτέ. Ήταν ειρηνικός, φωτεινός, χαρούμενος πάντοτε. Τον ρωτούσαν : «Πώς είσαι έτσι Γεώργιε;». «Είμαι χριστιανός» απαντούσε. Και γίνονταν κι εκείνοι χριστιανοί για να ομορφύνει η ζωή τους. Ο Άγιος Αρσένιος ο Μέγας έλεγε : «Μετάνιωσα που μίλησα, όχι γιατί σιώπησα». Η πολυλογία θα φέρει αμαρτία. Ο λόγος δεν είναι πάντοτε ουσιαστικός κρίκος των ανθρώπων. Η έλλειψη πνευματικότητος κάνει τον λόγο να διαχωρίζει κι όχι να ενώνει τους ανθρώπους. Δύο άνθρωποι που ταξιδεύουν μαζί δεν χρειάζεται συνέχεια να συνομιλούν.
Ένα πρόσωπο σιωπηλό, σημαντικό, ιερό, ωραίο είναι της Παναγίας. Όλος ο βίος της είναι μια απέραντη σιωπή. Ελάχιστοι λόγοι της Θεοτόκου διασώθηκαν. Πρόκειται για τη σεμνή, καθαρή, ταπεινή και σιωπηλή κόρη της Ναζαρέτ. Η Παναγία μας είναι βίωση της σιγής, η προσωποποίηση της σιωπής, η ερωτευμένη της ησυχίας. Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφροσύνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια, πώς να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες; Ο Απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέγει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι άγιοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει : Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα· στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει.
Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα: «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.
O Όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε: «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα. Ο Αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα. Ο μέγας της διακρίσεως πατήρ, ο Αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο. Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».
Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους. Κατά τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Κατά τον Αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει, και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει. Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει: «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».
Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας. Ο Αββάς Αμμωνάς αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση. Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας γέροντας κι όχι με τα λόγια σου. Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα. Ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει: «Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».
Ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία : «Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. Καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».
Αντίθετα ο μεγάλος Όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ’ επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».
Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν. Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό.
Δικαιολογημένα θ’ απορήσετε και θα μου πείτε: «Μα πάτερ μου, πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς μέσα στον κόσμο αυτό, είναι ποτέ δυνατόν να ησυχάσουμε και να σωπάσουμε;». Η απάντηση είναι καταφατική. Ναι μπορείτε, αν θέλετε, αν κατά βάθος το επιθυμείτε. Μπορεί κανείς να περιορίσει την κοινωνικότητα, τη δραστηριότητα, την ενημέρωση, την πληροφόρηση, τις μέριμνες, τις λεπτομέρειες, τους σχολαστικισμούς. Ν’ αυξήσει τη μελέτη, την προσευχή, τον εκκλησιασμό, την περισυλλογή και την αυτοεξέταση. Η ζωή των μοναχών δεν είναι ως εξωγήινων, και το ησυχαστικό πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας δεν είναι διόλου προς περιφρόνηση. Στη μακραίωνη παράδοση μας, Ορθοδοξία και ησυχασμός ταυτίζονται. Είναι άρνηση του εαυτού της όταν η Ορθοδοξία αστοχεί από την πλούσια ησυχαστική της παράδοση υιοθετώντας νέους τρόπους ζωής προφασιζόμενη σύγχρονες ανάγκες. Είναι λυπηρό, ακόμη κι άνθρωποι της Εκκλησίας να λένε σήμερα πως ο ησυχασμός ήταν για κάποτε κι όχι για τώρα.
Ο πιστός τελικά δεν ρωτά, δεν μιλά, μόνο ακούει. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται αλλά αποκαλύπτεται.