Η διάκριση και η τακτική του τον έκαναν Γέροντα του Γέροντά του!


 



Η διάκριση και η τακτική του τον έκαναν Γέροντα του Γέροντά του!

 

Ήταν κάποιος αναχωρητής που είχε πολλή διάκριση και ήθελε να μείνει στα Κελλία, αλλά για την ώρα δεν έβρισκε κελλί. Κάποιος άλλος γέροντας, όταν το έμαθε, επειδή είχε εκεί ένα παράμερο κελλί άδειο, τον παρακάλεσε να καθίσει εκεί, ώσπου να βρεθεί άλλο.

Πράγματι, ο αναχωρητής πήγε εκεί και κάθισε. Μερικοί από εκείνο το μέρος πήγαιναν σε αυτόν, μια και ήταν ξένος, και του έφερναν ό,τι μπορούσε ο καθένας, και αυτός τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε.

 

Ο γέροντας όμως που του έδωσε το κελλί άρχισε να τον ζηλεύει και να τον κακολογεί λέγοντας:

– Εγώ έχω τόσα χρόνια εδώ με πολλή άσκηση, και κανένας δεν έρχεται σ’ εμένα, ενώ αυτός ο απατεώνας έχει λίγες μέρες, και πόσοι πηγαίνουν σε αυτόν!

Και πρόσταξε τον μαθητή του:

– Πήγαινε και πες του· Φύγε από εδώ, γιατί το χρειάζομαι το κελλί.

Ο μαθητής πήγε στον αναχωρητή και του είπε:

– Ρωτά ο αββάς μου, πώς είσαι;

Εκείνος απάντησε:

– Ας προσευχηθεί για εμένα, γιατί υποφέρω από το στομάχι

μου.

 

Γυρίζοντας στον γέροντα που τον έστειλε, είπε:

– Ο γέροντας συμφώνησε να κοιτάξει για άλλο κελλί και να φύγει.

Μετά από δυο μέρες ο γέροντας ξαναείπε στον μαθητή του:

– Πήγαινε και πες του· Αν δεν φύγεις, θα έρθω εγώ να σε βγάλω με το ξύλο.

 

Πήγε ο αδελφός και είπε πάλι στον αναχωρητή:

– Έμαθε ο αββάς μου ότι είσαι άρρωστος και λυπήθηκε και με έστειλε να σε επισκεφτώ.

Εκείνος του αποκρίθηκε:

– Πες του ότι με τις ευχές του έγινα καλά.

Γύρισε λοιπόν στον γέροντά του λέγοντας:

– Είπε ότι ως την Κυριακή, αν θέλει ο Θεός, θα φύγει.

 

Όταν έφτασε η Κυριακή και δεν έφυγε από το κελλί ο αναχωρητής, πήρε ο γέροντας ένα ραβδί και πήγε να τον δείρει και να τον διώξει.

Καθώς ξεκινούσε, του είπε ο μαθητής του:

– Ας πάω εγώ πρώτα, μην τυχόν βρίσκονται κάποιοι εκεί και σκανδαλιστούν.

Ο γέροντας τον άφησε, και πηγαίνοντας πρώτος ο αδελφός είπε στον αναχωρητή:

– Ο αββάς μου έρχεται να σε παρακαλέσει και να σε πάρει στο κελλί του.

Εκείνος, μόλις άκουσε για την αγάπη του γέροντα, βγήκε να τον προϋπαντήσει, του έβαλε μετάνοια από μακριά και του φώναξε:

– Έρχομαι εγώ στην αγιοσύνη σου, πάτερ, μην κουράζεσαι εσύ.

 

Τότε ο Θεός, βλέποντας την τακτική του νέου μοναχού, έφερε σε κατάνυξη τον αββά του, που πέταξε το ραβδί και έτρεξε να ασπαστεί τον αναχωρητή.

Τον ασπάστηκε και τον πήρε στο κελλί του, σαν να μην είχε ακούσει τίποτε από όσα αυτός είπε.

 

Εκεί ρώτησε τον μαθητή του:

– Τίποτε δεν του είπες από όσα σου είπα;

– Όχι, αποκρίθηκε.

Όταν το άκουσε ο γέροντας, χάρηκε πολύ και κατάλαβε ότι η ζήλεια του προερχόταν από τον εχθρό.

Και την ώρα εκείνη περιποιήθηκε τον γέροντα, ενώ μετά έπεσε στα πόδια του μαθητή του, λέγοντας:

– Εσύ θα είσαι γέροντάς μου, και εγώ μαθητής σου, γιατί με την τακτική σου σώθηκαν οι ψυχές και των δυο μας.

 

Από τον «Ευεργετινό», τ. Α’, σ. 347-348, των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας.




Ήτανε δύο ασκητές λέει το γεροντικό οι οποίοι είχαν ξεχάσει να μαλώνουν...

Κάποια στιγμή ρωτάει ο ένας τον άλλον.

Πώς μαλώνουν οι άνθρωποι;

Ε λεει ο άλλος, να πως μαλώνουν οι άνθρωποι...

Θα βάλουμε μία κανάτα στη μέση, εγώ θα πω ότι είναι δική μου, εσύ θα πεις ότι είναι δική σου, θα επιμείνουμε και θα μαλώσουμε...

Βάζουνε μία κανάτα στη μέση. Λέει ο ένας... Αυτή είναι δική μου. Λέει ο άλλος… Ε πάρτην. Όχι λέει ο πρώτος δεν το είπες καλά... Θα πεις εσύ ότι είναι δική μου. Ασε θα το κάνουμε ανάποδα.

Βάζουν την κανάτα στη μέση… Λέει ο δεύτερος. Αυτή η κανάτα ειναι δική μου.. Λέει ο άλλος... ε αφού είναι δική σου, δεν μπορώ να μην στη δώσω πάρτη... Και τελικά δεν κατάφεραν να μαλώσουν.

Ο τσακωμός αρχίζει από τη φιλαυτία... Μόλις πω αυτή η κανάτα είναι δική μου.



Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:

«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:

Νὰ μὴν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του σὲ καμιὰ περίπτωση ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ βάζει ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του χαμηλότερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, νὰ μὴν κρίνει διόλου κάποιον, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει τὴν καταφρόνια καὶ νὰ ἀποστρέφεται ὁλόψυχα κάθε κακία.

Νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του να᾿ ναι μακρόθυμος, ἀγαθός, ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς, νὰ εἶναι σώφρων, νὰ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του, γιατὶ λέει ἡ ἁγία Γραφὴ «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν βία στὸν ἑαυτό τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν κερδίζουν».

Νὰ βλέπει ἴσια μὲ τὰ μάτια, νὰ φρουρεῖ τὴ γλῶσσα καὶ ν᾿ ἀποφεύγει ν᾿ ἀκούει μάταια πράγματα ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή.

Τὰ χέρια νὰ κινοῦνται γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι καθαρὴ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σῶμα ἀμόλυντο, νὰ ἔχει τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καθημερινά, ν᾿ ἀποκηρύσσει τὴν ἐσωτερικὴ ὀργὴ καὶ κακία.

Νὰ ἀποτάσσεται τὰ ὑλικὰ καὶ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νὰ ἀποτάσσεται τὸ διάβολο καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ νὰ συντάσσεται σταθερὰ μὲ τὸν Βασιλιὰ τῶν πάντων Θεὸ καὶ μ᾿ ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα καὶ νὰ παραμένει κοντὰ στὸν Θεὸ πάντοτε, σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ κάθε ἐργασία


Περὶ ἀγάπης...


Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.

- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.

Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.

- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.

Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.

- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.

- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.

Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:

- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Μηνύματά από το γεροντικό


Κάποιος αγράμματος μοναχός δεν ήξερε καμμία προσευχή να πει. Του λέει ο γέροντας:

- Αφού δεν μπορείς να μάθεις κάποια προσευχή να λες το: "Θεοτόκε Παρθένε Χαίρε"

- Γέροντα, ούτε αυτό μπορώ να το πω...

- Ε, τότε λέγε μόνο το: "Χαίρε Μαρία"...

- Αυτό μπορώ να πω! Αυτό μπορώ να το μάθω, είπε ο μοναχός.

''Χαίρε Μαρία'' έλεγε ο μοναχός καθημερινά, χιλιάδες φορές.


Ο διάβολος του παρουσιάστηκε μια μέρα και του είπε:

- Σταμάτα να λες αυτήν την προσευχή, γιατί δεν μπορώ να σε πλησιάσω..


Κοιμήθηκε ο γέροντας και το θάψανε. Στο τάφο του μετά από καιρό άνθισε μόνο του ένα λουλούδι. Ανοίξανε τον τάφο να δούνε και είδαν παραδόξως, ότι είχε ρίζα την καρδιά του μοναχού, η οποία δεν είχε λιώσει και έγραφε πάνω σε αυτήν: "Χαίρε Μαρία" με χρυσά γράμματα!

Έμεινε στην ιστορία ο μοναχός αυτός ως ο "Χαίρε Μαρίας".


Εκείνος που εγκωμιάζει την Παναγία χαριτώνεται και κάθε φορά που την εγκωμιάζει, κάθε φορά προβιβάζεται.


Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα

Νεότερη Παλαιότερη