Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΔΕΝΔΡΟΥ
Ματθαίος 7
15 Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες. 16 Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς. Μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια ή από τριβόλων σύκα; 17 ούτω παν δένδρον καλόν κάμνει καλούς καρπούς, το δε σαπρόν δένδρον κάμνει κακούς καρπούς. 18 Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς. 19 Παν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. 20 Άρα από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς.
Λουκάς 13
6 Έλεγε δε ταύτην την παραβολήν· Είχε τις συκήν πεφυτευμένην εν τω αμπελώνι αυτού, και ήλθε ζητών καρπόν εν αυτή και δεν εύρε. 7 Και είπε προς τον αμπελουργόν· Ιδού, τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκή ταύτη και δεν ευρίσκω· έκκοψον αυτήν· διά τι καταργεί και την γην; 8 Ο δε αποκριθείς λέγει προς αυτόν· Κύριε, άφες αυτήν και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κοπρίαν· 9 και εάν μεν κάμη καρπόν, καλώς· ει δε μη, θέλεις εκκόψει αυτήν μετά ταύτα.
Ματθαίος 21
18 Ότε δε το πρωΐ επέστρεφεν εις την πόλιν, επείνασε· 19 και ιδών μίαν συκήν επί της οδού, ήλθε προς αυτήν και ουδέν ηύρεν επ' αυτήν ειμή φύλλα μόνον, και λέγει προς αυτήν· Να μη γείνη πλέον από σου καρπός εις τον αιώνα. Και παρευθύς εξηράνθη η συκή. 20 Και ιδόντες οι μαθηταί, εθαύμασαν λέγοντες· Πως παρευθύς εξηράνθη συκή;
Ιωάννης 15
1 Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή, και ο Πατήρ μου είναι ο γεωργός. 2 Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, εκκόπτει αυτό, και παν το φέρον καρπόν, καθαρίζει αυτό, διά να φέρη πλειότερον καρπόν. 3 Τώρα σεις είσθε καθαροί διά τον λόγον τον οποίον ελάλησα προς εσάς. 4 Μείνατε εν εμοί, και εγώ εν υμίν. Καθώς το κλήμα δεν δύναται να φέρη καρπόν αφ' εαυτού, εάν δεν μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ σεις, εάν δεν μείνητε εν εμοί. 5 Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν. 6 Εάν τις δεν μείνη εν εμοί, ρίπτεται έξω ως το κλήμα και ξηραίνεται, και συνάγουσιν αυτά και ρίπτουσιν εις το πυρ, και καίονται. 7 Εάν μείνητε εν εμοί και οι λόγοι μου μείνωσιν εν υμίν, θέλετε ζητεί ό,τι αν θέλητε, και θέλει γείνει εις εσάς. 8 Εν τούτω δοξάζεται ο Πατήρ μου, εις το να φέρητε καρπόν πολύν· και ούτω θέλετε είσθαι μαθηταί μου.
Λουκάς 6
43 Διότι δεν είναι δένδρον καλόν, το οποίον κάμνει καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν, το οποίον κάμνει καρπόν καλόν· 44 επειδή έκαστον δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται. Διότι δεν συνάγουσιν εξ ακανθών σύκα, ουδέ τρυγώσιν εκ βάτου σταφύλια. 45 Ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας αυτού εκφέρει το αγαθόν, και ο κακός άνθρωπος εκ του κακού θησαυρού της καρδίας αυτού εκφέρει το κακόν· διότι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα αυτού.
Ματθαίος 12
33 Η κάμετε το δένδρον καλόν, και τον καρπόν αυτού καλόν, ή κάμετε το δένδρον σαπρόν, και τον καρπόν αυτού σαπρόν· διότι εκ του καρπού γνωρίζεται το δένδρον. 34 Γεννήματα εχιδνών, πως δύνασθε να λαλήτε καλά όντες πονηροί; διότι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα. 35 Ο καλός άνθρωπος εκ του καλού θησαυρού της καρδίας εκβάλλει τα καλά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά. 36 Σας λέγω δε ότι διά πάντα λόγον αργόν, τον οποίον ήθελον λαλήσει οι άνθρωποι, θέλουσιν αποδώσει λόγον δι' αυτόν εν ημέρα κρίσεως. 37 Διότι εκ των λόγων σου θέλεις δικαιωθή, και εκ των λόγων σου θέλεις καταδικασθή.
Ματθαίος 3
7 Ιδών δε πολλούς εκ των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων ερχομένους εις το βάπτισμα αυτού, είπε προς αυτούς· Γεννήματα εχιδνών, τις έδειξεν εις εσάς να φύγητε από της μελλούσης οργής; 8 Κάμετε λοιπόν καρπούς αξίους της μετανοίας, 9 και μη φαντασθήτε να λέγητε καθ' εαυτούς, Πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· διότι σας λέγω ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων να αναστήση τέκνα εις τον Αβραάμ. 10 Ήδη δε και η αξίνη κείται προς την ρίζαν των δένδρων· παν λοιπόν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται.
Ματθαίος 13
3 Και ελάλησε προς αυτούς πολλά διά παραβολών, λέγων· Ιδού, εξήλθεν ο σπείρων διά να σπείρη. 4 Και ενώ έσπειρεν, άλλα μεν έπεσον παρά την οδόν, και ήλθον τα πετεινά και κατέφαγον αυτά· 5 άλλα δε έπεσον επί τα πετρώδη, όπου δεν είχον γην πολλήν, και ευθύς ανεφύησαν, επειδή δεν είχον βάθος γης, 6 και ότε ανέτειλεν ο ήλιος εκαυματίσθησαν και επειδή δεν είχον ρίζαν εξηράνθησαν· 7 άλλα δε έπεσον επί τας ακάνθας, και ανέβησαν αι άκανθαι και απέπνιξαν αυτά· 8 άλλα δε έπεσον επί την γην την καλήν και έδιδον καρπόν το μεν εκατόν, το δε εξήκοντα, το δε τριάκοντα. 9 Ο έχων ώτα διά να ακούη, ας ακούη.
10 Και προσελθόντες οι μαθηταί, είπον προς αυτόν· Διά τι λαλείς προς αυτούς διά παραβολών;
Ματθαίος 13
24 Άλλην παραβολήν παρέθηκεν εις αυτούς, λέγων· Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον, όστις έσπειρε καλόν σπόρον εν τω αγρώ αυτού· 25 αλλ' ενώ εκοιμώντο οι άνθρωποι, ήλθεν ο εχθρός αυτού και έσπειρε ζιζάνια ανά μέσον του σίτου και ανεχώρησεν. 26 Ότε δε εβλάστησεν ο χόρτος και έκαμε καρπόν, τότε εφάνησαν και τα ζιζάνια. 27 Προσελθόντες δε οι δούλοι του οικοδεσπότου είπον προς αυτόν· Κύριε, καλόν σπόρον δεν έσπειρας εν τω αγρώ σου; πόθεν λοιπόν έχει τα ζιζάνια; 28 Ο δε είπε προς αυτούς· Εχθρός άνθρωπος έκαμε τούτο· οι δε δούλοι είπον προς αυτόν· Θέλεις λοιπόν να υπάγωμεν και να συλλέξωμεν αυτά; 29 Ο δε είπεν· Ουχί, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε μετ' αυτών τον σίτον· 30 αφήσατε να συναυξάνωσιν αμφότερα μέχρι του θερισμού, και εν τω καιρώ του θερισμού θέλω ειπεί προς τους θεριστάς· Συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δέσατε αυτά εις δέσμας διά να κατακαύσητε αυτά, τον δε σίτον συνάξατε εις την αποθήκην μου.
Μάρκος 8
22 Και έρχεται εις Βηθσαϊδάν. Και φέρουσι προς αυτόν τυφλόν και παρακαλούσιν αυτόν να εγγίση αυτόν. 23 Και πιάσας την χείρα του τυφλού, έφερεν αυτόν έξω της κώμης και πτύσας εις τα όμματα αυτού, επέθεσεν επ' αυτόν τας χείρας και ηρώτα αυτόν αν βλέπη τι. 24 Και αναβλέψας έλεγε· Βλέπω τους ανθρώπους, ό,τι ως δένδρα βλέπω περιπατούντας.
Ιούδα 1
12 Ούτοι είναι κηλίδες εις τας αγάπας σας, συμποσιάζοντες αφόβως, βόσκοντες εαυτούς, νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων περιφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά άκαρπα, δις αποθανόντα, εκριζωθέντα, 13 κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας ιδίας αυτών αισχύνας, αστέρες πλανήται, δια τους οποίους το ζοφερόν σκότος είναι τετηρημένον εις τον αιώνα.
Κριταί 9
9 Αλλ' η ελαία είπε προς αυτά, Να αφήσω εγώ το πάχος μου, διά της οποίας τιμώνται Θεός και άνθρωποι, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων; 10 Και είπον τα δένδρα προς την συκήν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών. 11 Αλλ' η συκή είπε προς αυτά, Να αφήσω την γλυκύτητά μου και τον καρπόν μου τον καλόν, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων; 12 Και είπον τα δένδρα προς την άμπελον, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών. 13 Και είπεν η άμπελος προς αυτά, Να αφήσω τον οίνόν μου, όστις ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους, και να υπάγω να άρχω επί των δένδρων; 14 Τότε είπον πάντα τα δένδρα προς την άκανθαν, Ελθέ συ, βασίλευσον εφ' ημών. 15 Και είπεν η άκανθα προς τα δένδρα, Εάν αληθώς σεις με χρίητε βασιλέα υμών, έλθετε, καταφύγετε υπό την σκιάν μου· ει δε μη, πυρ να εξέλθη εκ της ακάνθης και να καταφάγη τας κέδρους του Λιβάνου.