Όταν βλέπουμε με το πνεύμα του κόσμου τα λάθη τότε αυτά μας δένουν και
παίρνουν τον λογισμό μας από τον Θεό, από την αποστολή της ανυπόκριτης αγάπης.
Θα φέρω ένα παράδειγμα. Κάποτε δύο μοναχοί κατέβαιναν από το βουνό που μένανε.
Στο δρόμο τους υπήρχε ένα ποτάμι το οποίο έπρεπε να περάσουν. Εκεί συνάντησαν
μια κοπέλα η οποία έκλεγε. Την ρώτησαν γιατί κλαίει, αυτή απάντησε, θέλω να
περάσω το ποτάμι για να πάω στο σπίτι μου αλλά είναι πολύ ορμητικό. Τότε ο
γεροντότερος καλόγερος την πήρε στον ώμο του και την πέρασε απέναντι. Ο
νεότερος μοναχός ήταν σοκαρισμένος όμως δεν τολμούσε να κάνει ερώτηση. Έτσι
συνέχισαν τον δρόμο τους. Μετά από τρεις ώρες δεν άντεξε άλλο και ρώτησε τον γέροντα
μοναχό, δάσκαλε εμείς είμεθα αφιερωμένοι στον Θεό, πώς μπόρεσες να διασχίσεις
το ποτάμι μεταφέροντας μια κοπέλα στην πλάτη σου; Το θεωρούσε αμαρτία, δεν το
έβλεπε σαν έργο αγάπης. Ο γέροντας ψύχραιμος απάντησε, είδες ότι την πέρασα από
το ποτάμι, έκανα τρία λεπτά, μετά την άφησα αμέσως κάτω. Εσύ, πώς μεταφέρεις
αυτή τη σκέψη για τρεις ώρες στο μυαλό σου και ακόμα δεν την αφήνεις κάτω; Έτσι
και εμείς, δεν μπορούμε να μεγαλώσουμε στην αγάπη όταν κάτι αρνητικό το κρατάμε
μέσα μας χρόνια ολόκληρα. Αν θέλουμε να ανυψώσουμε τον εαυτό μας, να εργαστούμε
ώστε να ανυψώσουμε τους άλλους που είναι γύρω μας. Αυτό είναι αγάπη.
Θα φέρω άλλο ένα παράδειγμα για το πως εκδηλώνεται η αγάπη στην
καθημερινότητά μας. Κάποτε ένας βασιλιάς είχε τρία ερωτήματα. Ποιος είναι ο πιο
σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο, ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα, πότε είναι ο
πιο κατάλληλος χρόνος για έναν άνθρωπο να κάνει κάτι αξιόλογο στη ζωή του. Αφού
ρωτούσε τους συμβούλους του και δεν μπορούσε να πάρει καμιά ικανοποιητική
απάντηση, έβαλε ρούχα απλού ανθρώπου και βγήκε στην χώρα του για να δει, αν
μπορεί να λάβει μια απάντηση που να τον ικανοποιεί. Όταν βράδιασε, κάποιος
χωρίς να ξέρει ότι είναι ο βασιλιάς προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Αφού
έφαγαν, έπεσαν για ύπνο. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε επίμονα η πόρτα. Σηκώνεται ο
οικοδεσπότης, ανοίγει και βλέπει κάποιον αιμόφυρτο. Αυτός που χτυπούσε την
πόρτα του λέει, μου επιτέθηκαν κάποιοι άνθρωποι, με χτύπησαν, ξέφυγα αλλά με
ψάχνουν για να με σκοτώσουν, κρύψε με σε παρακαλώ στο σπίτι σου. Ο οικοδεσπότης
τον έβαλε μέσα. Μετά από λίγο χτυπά πάλι η πόρτα. Ήταν αυτοί που τον
κυνηγούσαν. Ρώτησαν τον οικοδεσπότη, μήπως πέρασε κάποιος από εδώ; Ο
οικοδεσπότης απάντησε, όχι. Ο βασιλιάς γεμάτος απορία τον ρώτησε, για ποιον
λόγο έβαλες σε κίνδυνο τη ζωή σου για έναν ξένο; Ο οικοδεσπότης του απάντησε,
το πιο σπουδαίο πρόσωπο για μένα στον κόσμο είναι αυτό που σου ζητάει βοήθεια,
το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να του την προσφέρεις, και ο πιο κατάλληλος χρόνος
είναι η στιγμή που σου ζητά την βοήθεια. Αυτή είναι αγάπη. Το ίδιο έκανε και ο
καλός Σαμαρείτης στην παραβολή που φανέρωσε ο Κύριος.
Όταν αποκτήσουμε δια της ατομικής κρίσης την αγάπη, θα είμεθα έτοιμοι να
χρησιμοποιηθούμε άνωθεν για να γίνουμε ιδρυτές της βασιλείας του Θεού, διότι ο
Θεός μόνο τότε θα την ιδρύσει εν δυνάμει ώστε να επικρατήσει στον κόσμο.
Για να κάνουμε καλούς αδελφούς χρειάζονται δύο στοιχεία πνευματικά. Το
πρώτο, να έχουμε την επιθυμία μέσω της αδιάλειπτης προσευχής να στείλει ο Θεός
καλούς εργάτες και όρεξη να τους υπηρετήσουμε. Και το δεύτερο, η ικανότητα να
τους αναγεννήσουμε. Τα δύο στοιχεία είναι, το πρώτο «το επιθυμώ» και το δεύτερο
«η ικανότητα». Το επιθυμώ κρύβει αγαθό, το οποίο πρέπει να είμαι και να το
εκπέμπω. Και η ικανότητα προέρχεται από την σοφία που με διακατέχει πάνω στο θέλημα
του Θεού, στην δημιουργία του κόσμου και στην αναγέννηση αυτού, με στόχο και
σκοπό να φτάσει στη θέωση.
Η ενότητα, η εξάπλωση ομοιάζει με δέκα σκαντζόχοιρους που θέλησαν να
ταξιδέψουν μαζί Φθινόπωρο μια μακρινή απόσταση που θα διαρκούσε ένα μήνα. Στην
αρχή, επειδή έκανε κρύο πήγαιναν πολύ κοντά, έτσι ο ένας κάρφωνε τον άλλον. Στη
συνέχεια απομακρύνθηκαν πολύ και κρύωναν. Προσπάθησαν πολύ και τελικά βρήκαν
τον τρόπο. Έτσι και εμείς μέχρι ο Θεός να μας δείξει τον τρόπο, θα κρατάμε τις
σωστές αποστάσεις μεταξύ μας. Η εξάπλωση θα δημιουργήσει τον λαό του Θεού και
χρειάζεται πολύ θετική σκέψη και ζώσα πίστη την οποίαν, ο άνθρωπος που
εργάζεται να δημιουργηθεί το στράτευμα του Θεού, την αντλεί (αφού θα μείνει
χρόνια στο αγιαστήριο), από την προσευχή.
Αν θέλουμε να είμεθα λαός του Θεού ο οποίος θα συμβάλει καθοριστικά στην
ίδρυση της βασιλείας του Θεού, του Παλαιού των ημερών θα πρέπει να
αδειάσουμε ώστε να χωρέσει μέσα μας ο Χριστός.
Πρέπει να εννοήσουμε άπαξ δια παντός ότι οι μόνοι εχθροί που πρέπει να
νικήσουμε είναι οι φόβοι του αύριο, οι αγωνίες στο να εξασφαλίσουμε ή να
πετύχουμε πολλά αγαθά. Η ζωή, τόνισε ο Κύριος, δεν συνίσταται εκ των
υπαρχόντων. Ακόμη η ζήλια, ο εγωισμός και τα παρόμοια αυτών μας καθιστούν
αδύναμους στο να εντάξουμε το θέλημα του Θεού στη ζωή μας. Ο ψαλμωδός
αναφέρει, οι εχθροί του ανθρώπου είναι οι συνοικούντες μετ’ αυτού, αυτοί
δηλαδή που συγκατοικούν μέσα του. Αν θέλουμε να νικήσουμε τον εχθρό, θα πρέπει
να στρέψουμε την πλάτη μας σε αυτόν και την προσοχή μας στον Θεό.
Είναι λοιπόν προτιμότερο ένα έργο αγάπης παρά χίλια λόγια που κουράζουν.
Ο Θεός όπου δει αγάπη εκεί κατεβαίνει και συναντά τον άνθρωπο που εκδηλώνει
αυτή με έργα και με λόγια. Μην περιμένουμε να μας δώσουν αγάπη και μην την
ζητιανεύουμε. Όταν ζητάς ή όταν ζητιανεύεις αγάπη δεν θα την χορτάσεις ποτέ
διότι η αποστολή σου δεν είναι να ζητάς αλλά να δίνεις. Αν δώσουμε, να είμεθα
σίγουροι ότι θα χορτάσουμε αγάπη.
Εάν λοιπόν θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος μπορούμε να το κάνουμε ξεκινώντας
από σήμερα να μεγαλώνουμε στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον αδελφό ή
συνάνθρωπο.