Ο Θεός δεν μας έπλασε από το μηδέν αλλά μας δώρησε με τη χάρη του Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του. Οι άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια· με συμβουλή του διαβόλου επέστρεψαν στη φθορά της φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν, όπως είπα παραπάνω, φθαρτή φύση, μπορούσαν, αν έμεναν σταθεροί στην καλωσύνη, να ξεπεράσουν τη θνητότητα της φύσης μετέχοντας στη χάρη του Λόγου. Επειδή συνυπήρχε μέσα τους ο Λόγος, δεν θα τους επηρέαζε η φυσική φθορά καθώς το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να μένει άφθαρτος και να αποτελεί εικόνα της δικής Του αΐδιας φύσεως. Από φθόνο όμως του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος». Μετά το γεγονός αυτό, οι άνθρωποι πέθαιναν και η φθορά βασίλευε στη ζωή τους και ξεπερνούσε τη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους. Διότι η φθορά είχε λάβει την απειλή του Θεού εναντίον των ανθρώπων σε περίπτωση παράβασης της εντολής. Επιπλέον, και στη διάπραξη των αμαρτημάτων τους οι άνθρωποι δεν είχαν κάποιο όριο· επεκτείνονταν σιγά σιγά και έφτασαν τέλος στην ασυδοσία. Στην αρχή, ανακάλυψαν την κακία και προκάλεσαν σε βάρος του εαυτού τους το θάνατο και τη φθορά. Στη συνέχεια, παρεκτράπησαν σε αδικίες και ξεπέρασαν κάθε είδος παρανομίας. Δεν σταμάτησαν σ’ ένα κακό, αλλά συνεχώς επινοούσαν νεότερα κακά· έτσι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν αχόρταγοι στις αμαρτίες. Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές· όλη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και αρπαγές. Κανένας νόμος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη φθορά και αδικία. Όλα τα κακά, καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα έκαναν όλοι. Πολεμούσαν πόλεις εναντίον πόλεων· επαναστατούσαν έθνη εναντίον άλλων εθνών. Όλη η οικουμένη είχε διαιρεθεί από επαναστάσεις και μάχες· καθένας συναγωνίζονταν τον άλλον σε παρανομίες. Δεν τους ήταν άγνωστες ούτε οι παρά φύσιν καταστάσεις, όπως το είπε και ο μάρτυρας του Χριστού Απόστολος (Παύλος): «Οι γυναίκες άλλαξαν τη φυσική χρήση του σώματός τους σε παρά φύσιν· το ίδιο και οι άνδρες: άφησαν τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και στράφηκαν με πάθος να επιθυμούν τους ομοφύλους τους· άνδρες με άνδρες διαπράττουν διαστροφικές ασχήμιες. Πληρώνονται όμως στον ίδιο τους τον εαυτό το αντίτιμο της διαστροφικής ζωής τους». Επειδή λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος και η φθορά παρέμενε στη ζωή των ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος χανόταν· ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος καταστραφόταν. Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της παραβάσεως (των πρωτοπλάστων).
Αγίου Αθανασίου