ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑ ΣΩΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Εισαγωγή - Περίληψη
Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη
317-319 μ.Χ. Σ’ αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του
άσαρκου Λόγου του Θεού, δηλ. του Υιού του Θεού, του δευτέρου
προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Στο πρώτο μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της
ενανθρωπήσεως του Λόγου: α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην
κατάσταση της αθανασίας που απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού
αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους ανθρώπους της ικανότητας να
γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.
Στο δεύτερο μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία
επιτυγχάνεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά
έργα του Χριστού, ο θάνατος και η ανάστασή του.
Στο τρίτο μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των
Ιουδαίων και των Ελλήνων (ειδωλολατρών) για την ενανθρώπηση του
Λόγου. Οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την
προφητική τους παράδοση. Οι αντιρρήσεις των ειδωλολατρών
ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει ότι το
ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να υπηρετήσει την αποκάλυψη του
Θεού. Ποιό καλύτερο σκεύος από τον άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη
του Λόγου;
Τέλος, στον επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση
της διδασκαλίας για την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δύο
πράγματα: μελέτη της Αγίας Γραφής και βίος αγνός.
Η ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την
δημιουργία, την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με
έμφαση θεολογεί ο Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να
θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως
και της ζωής μας.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ
Κείμενο – Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)
1. Αὐτάρκως ἐν τοῖς πρὸ τούτων ἐκ πολλῶν ὀλίγα διαλαβόντες, περὶ
Είναι αρκετά αυτά τα λίγα από τα πολλά που αναπτύξαμε, πρίν από τον τωρινό
τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης καὶ τῆς τούτων δεισιδαιμονίας,
μας λόγο,για την πλάνη και τη δεισιδαιμονία των εθνικών στην ειδωλολατρία·
πῶς ἐξ ἀρχῆς τούτων γέγονεν ἡ εὕρεσις, ὅτι ἐκ κακίας οἱ ἄνθρωποι
είπαμε με ποιό τρόπο από την αρχή έγινε η επινόηση των ειδώλων· από την
ἑαυτοῖς τὴν πρὸς τὰ εἴδωλα θρησκείαν ἐπενόησαν·
κακία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν αυτή τη θρησκεία.
ἀλλὰ γὰρ χάριτι Θεοῦ σημάναντες ὀλίγα καὶ περὶ τῆς θειότητος τοῦ
Με τη χάρη βέβαια του Θεού, μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε λίγα και για τη
Λόγου τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς εἰς πάντα προνοίας καὶ δυνάμεως αὐτοῦ·
θεότητα του Λόγου του Πατέρα, αλλά και τη δύναμη και πρόνοιά του γιά όλα.
καὶ ὅτι ὁ ἀγαθὸς Πατὴρ τούτῳ τὰ πάντα διακοσμεῖ καὶ τὰ πάντα
Ο πανάγαθος Πατέρας με το Λόγο του φροντίζει το σύμπαν· όλα κινούνται και
ὑπ᾿ αὐτοῦ κινεῖται καὶ ἐν αὐτῷ ζωοποιεῖται·
παίρνουν ζωή απ' αυτόν.
φέρε κατὰ ἀκολουθίαν, μακάριε καὶ ἀληθῶς φιλόχριστε, τῇ περὶ τῆς
Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ
εὐσεβείας πίστει, καὶ τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου
για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω
διηγησώμεθα, καὶ περὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας
με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).
δηλώσωμεν· ἣν ᾿Ιουδαῖοι μὲν διαβάλλουσιν, ῞Ελληνες δὲ χλευάζουσιν,
Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν·
ἡμεῖς δὲ προσκυνοῦμεν· ἵν᾿ ἔτι μᾶλλον ἐκ τῆς δοκούσης εὐτελείας τοῦ
εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές
Λόγου μείζονα καὶ πλείονα τὴν εἰς αὐτὸν εὐσέβειαν ἔχῃς.
εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και
μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του.
῞Οσῳ γὰρ παρὰ τοῖς ἀπίστοις χλευάζεται, τοσούτῳ μείζονα τὴν περὶ
Διότι, όσο οι άπιστοι Τον χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη απόδειξη της θεότητάς
τῆς θεότητος αὐτοῦ μαρτυρίαν παρέχει· ὅτι τε ἃ μὴ καταλαμβάνουσιν
Του παρέχει. Και όσα οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, επειδή τα θεωρούν
ἄνθρωποι ὡς ἀδύνατα, ταῦτα αὐτὸς ἐπιδείκνυται δυνατά· καὶ ἃ ὡς
αδιανόητα, Αυτός αποδείχνει ότι αυτά είναι κατορθωτά. Όσα ακόμη οι άνθρωποι
ἀπρεπῆ χλευάζουσιν ἄνθρωποι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ ἀγαθότητι
τα χλευάζουν ως απρεπή, Αυτός αυτά τα καθιστά ευπρεπή με την καλωσύνη
εὐπρεπῆ κατασκευάζει· καὶ ἃ σοφιζόμενοι οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀνθρώπινα
του. Όσα οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες τους τα κοροϊδεύουν ως ανθρώπινα,
γελῶσι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει θεῖα ἐπιδείκνυται, τὴν μὲν τῶν
Αυτός αυτά με τη δύναμή του τα παρουσιάζει θεϊκά. Από τη μια, διαλύει την
εἰδώλων φαντασίαν τῇ νομιζομένῃ ἑαυτοῦ εὐτελείᾳ διὰ τοῦ σταυροῦ
φαντασμαγορία των ειδώλων με την ανθρώπινη ταπείνωση του εαυτού του
καταστρέφων, τοὺς δὲ χλευάζοντας καὶ ἀπιστοῦντας μεταπείθων
πάνω στο σταυρό· κι από την άλλη, μεταστρέφει μυστικά αυτούς που χλεύαζαν
ἀφανῶς ὥστε τὴν θειότητα αὐτοῦ καὶ δύναμιν ἐπιγινώσκειν.
και απιστούσαν· τους κάνει να προσκυνούν τη θεότητα και τη δύναμή του.
Εἰς δὲ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, χρεία τῆς τῶν προειρημένων μνήμης·
Για τη διήγηση αυτή (της ενανθρωπήσεως του Λόγου), πρέπει να θυμάσαι τα
προηγούμενα (σχετικά με την ειδωλολατρία).
ἵνα καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐν σώματι φανερώσεως τοῦ τοσούτου καὶ
Έτσι, θα μπορέσεις να κατανοήσεις την αιτία της πρόσληψης του ανθρωπίνου
τηλικούτου πατρικοῦ Λόγου γνῶναι δυνηθῇς, καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι
σώματος από τόν τόσο μεγάλο και σπουδαίο Λόγο του Θεού Πατέρα· ακόμη, να
φύσεως ἀκολουθίᾳ σῶμα πεφόρεκεν ὁ Σωτήρ· ἀλλ᾿ ὅτι ἀσώματος ὢν
μη νομίσεις ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό η ενσάρκωση του Σωτήρα. Διότι,
τῇ φύσει, καὶ Λόγος ὑπάρχων, ὅμως κατὰ φιλανθρωπίαν καὶ
αυτός που είναι ασώματος και Υιός Λόγος του Πατέρα, εξαιτίας της αγάπης και
ἀγαθότητα τοῦ ἑαυτοῦ Πατρός, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ἐν
καλωσύνης του Πατέρα του σε μας, για τη σωτηρία μας, δέχεται να περιβληθεί
ἀνθρωπίνῳ σώματι ἡμῖν πεφανέρωται.
ανθρώπινο σώμα και να φανερωθεί.
Πρέπει δὲ ποιουμένους ἡμᾶς τὴν περὶ τούτου διήγησιν, πρότερον περὶ
Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε
τῆς τῶν ὅλων κτίσεως καὶ τοῦ ταύτης Δημιουργοῦ Θεοῦ εἰπεῖν, ἵνα
για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα
οὕτως καὶ τὴν ταύτης ἀνακαίνισιν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν
μπορεί κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία
δημιουργήσαντος Λόγου γεγενῆσθαι ἀξίως ἄν τις θεωρήσειεν· οὐδὲν
του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό
γὰρ ἐναντίον φανήσεται, εἰ δι᾿ οὗ ταύτην ἐδημιούργησεν ὁ Πατήρ, ἐν
δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’ Αυτόν
αὐτῷ καὶ τὴν ταύτης σωτηρίαν εἰργάσατο.
καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).
2. Τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου καὶ τὴν τῶν πάντων κτίσιν πολλοὶ
Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με
διαφόρως ἐξειλήφασι, καὶ ὡς ἕκαστος ἠθέλησεν, οὕτως καὶ ὡρίσατο.
διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε.
Οἱ μὲν γὰρ αὐτομάτως, καὶ ὡς ἔτυχε, τὰ πάντα γεγενῆσθαι λέγουσιν,
Άλλοι, όπως οι Επικούρειοι, λένε ότι όλα έγιναν από μόνα τους, στην τύχη.
ὡς οἱ ᾿Επικούρειοι, οἳ καὶ τὴν τῶν ὅλων πρόνοιαν καθ᾿ ἑαυτῶν οὐκ
Αυτοί υποστηρίζουν με μυθοπλασίες ότι δεν υπάρχει καμία πρόνοια στον κόσμο·
εἶναι μυθολογοῦντες, ἄντικρυς παρὰ τὰ ἐναργῆ καὶ φαινόμενα λέγοντες.
υποστηρίζουν τα αντίθετα στα ολοφάνερα.
Εἰ γὰρ αὐτομάτως τὰ πάντα χωρὶς προνοίας κατ᾿ αὐτοὺς γέγονεν,
Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη θεωρία τους, όλα έγιναν χωρίς φροντίδα, από μόνα
ἔδει τὰ πάντα ἁπλῶς γεγενῆσθαι καὶ ὅμοια εἶναι καὶ μὴ διάφορα. ῾Ως
τους, θα έπρεπε όλα να είναι απλά και όμοια, όχι διαφορετικά μεταξύ τους. Θα
γὰρ ἐπὶ σώματος ἑνὸς ἔδει τὰ πάντα εἶναι ἥλιον ἢ σελήνην, καὶ ἐπὶ τῶν
έπρεπε στο σύμπαν όλα ν’ αποτελούν ένα σώμα, ήλιο ή σελήνη· και οι
ἀνθρώπων ἔδει τὸ ὅλον εἶναι χεῖρα, ἢ ὀφθαλμόν, ἢ πόδα. Νῦν δὲ οὐκ
άνθρωποι να είναι όλοι ένα, ή χέρι ή μάτι ή πόδι. Στην πραγματικότητα όμως
ἔστι μὲν οὕτως· ὁρῶμεν δὲ τὸ μέν, ἥλιον· τὸ δέ, σελήνην· τὸ δέ, γῆν· καὶ
δεν είναι έτσι. Βλέπουμε το ένα άστρο να είναι ήλιος· το άλλο, σελήνη· το άλλο,
πάλιν ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τὸ μέν, πόδα· τὸ δέ, χεῖρα· τὸ
γη. Το ίδιο και στο ανθρώπινο σώμα: άλλο μέρος είναι πόδι, άλλο χέρι, άλλο
δέ, κεφαλήν. ῾Η δὲ τοιαύτη διάταξις οὐκ αὐτομάτως αὐτὰ γεγενῆσθαι
κεφάλι. Αυτή η διάκριση δείχνει ότι τα πράγματα δεν προήλθαν από μόνα τους
γνωρίζει, ἀλλ᾿ αἰτίαν τούτων προηγεῖσθαι δείκνυσιν· ἀφ᾿ ἧς καὶ τὸν
τυχαία, αλλά προηγείται η αιτία που τα δημιούργησε. Κι από την τάξη αυτή
διαταξάμενον καὶ πάντα ποιήσαντα Θεὸν ἔστι νοεῖν.
εύκολα οδηγούμαστε στο Θεό, ο οποίος δημιούργησε και τακτοποίησε τα πάντα.
῎Αλλοι δέ, ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ μέγας παρ᾿ ῞Ελλησι Πλάτων, ἐκ
Άλλοι πάλι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε
προϋποκειμένης καὶ ἀγενήτου ὕλης πεποιηκέναι τὸν Θεὸν τὰ ὅλα
ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα από προϋπάρχουσα και αιώνια ύλη. Διότι
διηγοῦνται· μὴ ἂν γὰρ δύνασθαί τι ποιῆσαι τὸν Θεὸν εἰ μὴ προϋπέκειτο
(λένε), δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι ο Θεός, αν δεν προϋπήρχε η ύλη
ἡ ὕλη· ὥσπερ καὶ τῷ τέκτονι προϋποκεῖσθαι δεῖ τὸ ξύλον, ἵνα καὶ
(το υλικό κατασκευής). Όπως ο ξυλουργός πρέπει να έχει ξύλα, για να
ἐργάσασθαι δυνηθῇ.
μπορέσει να τα επεξεργαστεί.
Οὐκ ἴσασι δὲ τοῦτο λέγοντες ὅτι ἀσθένειαν περιτιθέασι τῷ Θεῷ· εἰ γὰρ
Δεν καταλαβαίνουν ότι, λέγοντας κάτι τέτοιο, αποδίδουν αδυναμία στο Θεό.
οὐκ ἔστι τῆς ὕλης αὐτὸς αἴτιος, ἀλλ᾿ ὅλως ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ποιεῖ
Διότι, αν δεν είναι Αυτός αίτιος υπάρξεως της ύλης και υποχρεωτικά όλα τα
τὰ ὄντα, ἀσθενὴς εὑρίσκεται, μὴ δυνάμενος ἄνευ τῆς ὕλης ἐργάσασθαί
κατασκευάζει από προϋπάρχουσα ύλη, τότε είναι αδύναμος· διότι δεν μπορεί
τι τῶν γενομένων· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τοῦ τέκτονος ἀσθένειά ἐστι τὸ μὴ
χωρίς ύλη να κάμει κάποιο κτίσμα. Όπως ακριβώς ο ξυλουργός, αδυνατεί να
δύνασθαι χωρὶς τῶν ξύλων ἐργάσασθαί τι τῶν ἀναγκαίων.
κάνει κάποιο χρήσιμο αντικείμενο χωρίς ξύλα.
Καὶ καθ᾿ ὑπόθεσιν γάρ, εἰ μὴ ἦν ἡ ὕλη, οὐκ ἂν εἰργάσατό τι ὁ Θεός. Καὶ
Να το πούμε υποθετικά: αν δεν υπήρχε ύλη, τίποτε δεν θα δημιουργούσε ο
πῶς ἔτι ποιητὴς καὶ δημιουργὸς ἂν λεχθείη ἐξ ἑτέρου τὸ ποιεῖν ἐσχηκώς,
Θεός. Και πώς θα τον ονομάζαμε τεχνίτη και δημιουργό, εφόσον άλλος –εννοώ
λέγω δὴ ἐκ τῆς ὕλης; ῎Εσται δέ, εἰ οὕτως ἔχει, κατ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς
η ύλη– θα του έδινε το δικαίωμα κατασκευής; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο
τεχνίτης μόνον καὶ οὐ κτίστης εἰς τὸ εἶναι, εἴ γε τὴν ὑποκειμένην ὕλην
Θεός θα ήταν γι’ αυτούς όχι δημιουργός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά
μόνον τεχνίτης· διότι θα επεξεργαζόταν
ἐργάζεται, τῆς δὲ ὕλης οὐκ ἔστιν αὐτὸς αἴτιος. Καθόλου γὰρ οὐδὲ
προϋπάρχουσα ύλη, χωρίς να είναι αυτός ο δημιουργός της. Δεν θα θεωρούνταν
κτίστης ἂν λεχθείη, εἴ γε μὴ κτίζει τὴν ὕλην, ἐξ ἧς καὶ τὰ κτισθέντα
δημιουργός, επειδή δεν φτιάχνει το υλικό (ύλη) από το οποίο να προέρχονται
γέγονεν.
τα δημιουργήματα.
Οἱ δὲ ἀπὸ τῶν αἱρέσεων ἄλλον ἑαυτοῖς ἀναπλάττονται δημιουργὸν
Οι αιρετικοί πάλι επινοούν άλλο δημιουργό των κτισμάτων
τῶν πάντων παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
και όχι τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
τυφλώττοντες μέγα καὶ περὶ ἃ φθέγγονται.
Αποδείχνονται πωρωμένοι σε όσα λένε.
Τοῦ γὰρ Κυρίου λέγοντος πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους· "Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι
Διότι ο Κύριος είπε στους Ιουδαίους: «Δεν γνωρίζετε ότι από την αρχή, που ο
ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ κτίσας ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς; καὶ εἶπεν· ἕνεκεν
Θεός έπλασε τους ανθρώπους, τους ξεχώρισε σε άνδρα και γυναίκα; Και έδωσε
τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ
την εντολή· λόγω της φυσικής έλξης προς τη γυναίκα, θ’ αφήσει ο άνδρας τους
προσκολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
γονείς του και θα συζευχθεί τη γυναίκα του· έτσι οι δύο θα γίνουν ένα σώμα».
μίαν"· εἶτα σημαίνων τὸν κτίσαντά φησιν· "῝Ο οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν,
Και αλλού, δείχνοντας τον δημιουργό, λέει: «Αυτούς που ο Θεός ένωσε με γάμο,
ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω", πῶς οὗτοι ξένην τοῦ Πατρὸς τὴν κτίσιν
να μην τους χωρίζει ο άνθρωπος». Πώς, μετά απ' αυτά, θεωρούν ότι η
εἰσάγουσιν; εἰ δὲ κατὰ τὸν ᾿Ιωάννην πάντα περιλαβόντα καὶ λέγοντα
δημιουργία δεν έχει καμία σχέση με τον Πατέρα; Αφού ο ευαγγελιστής Ιωάννης,
"πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν", πῶς ἂν
που τα διηγείται όλα με ακρίβεια, μας λέει: «όλα αυτός τα έκαμε· και τίποτε δεν
ἄλλος εἴη ὁ δημιουργός, παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ;
υπάρχει που να μην το έκαμε»· πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να είναι άλλος ο
δημιουργός και όχι ο Πατέρας του Χριστού;
3. Ταῦτα μὲν οὗτοι μυθολογοῦσιν. ῾Η δὲ ἔνθεος διδασκαλία καὶ ἡ
Αυτούς τους μύθους λοιπόν λένε αυτοί. Η θεία όμως διδασκαλία και η πίστη
κατὰ Χριστὸν πίστις τὴν μὲν τούτων ματαιολογίαν ὡς ἀθεότητα
στο Χριστό αποδείχνει ότι αποτελούν αθεΐα τα φληναφήματα όλων αυτών.
διαβάλλει. Οὔτε γὰρ αὐτομάτως, διὰ τὸ μὴ ἀπρονόητα εἶναι, οὔτε ἐκ
Τα κτίσματα δεν προήλθαν από μόνα τους, επειδή δεν έγιναν χωρίς πρόνοια·
προϋποκειμένης ὕλης, διὰ τὸ μὴ ἀσθενῆ εἶναι τὸν Θεόν· ἀλλ᾿ ἐξ οὐκ
ούτε έγιναν από προϋπάρχουσα ύλη, επειδή ο Θεός δεν είναι ανίκανος να κάνει
ὄντων καὶ μηδαμῆ μηδαμῶς ὑπάρχοντα τὰ ὅλα εἰς τὸ εἶναι
κάτι τέτοιο. Γνωρίζει καλά (η θεία διδασκαλία) ότι όλα δημιουργήθηκαν από το
πεποιηκέναι τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Λόγου οἶδεν, ᾗ φησὶ διὰ μὲν Μωϋσέως·
μηδέν· τα έφερε ο Θεός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με το Λόγο του. Τό
"᾿Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν"· διὰ δὲ τῆς
λέει ο Μωϋσής: «Στην αρχή, δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη». Μας
ὠφελιμωτάτης βίβλου τοῦ Ποιμένος· "Πρῶτον πάντων πίστευσον,
το διηγείται και το πολύ ωφέλιμο βιβλίο του Ποιμένα: «Πάνω απ’ όλα πίστεψε
ὅτι εἷς ἐστὶν ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα κτίσας καὶ καταρτίσας, καὶ ποιήσας
ότι ο Θεός είναι ένας· είναι Αυτός που όλα τα δημιούργησε και τα έβαλε σε
ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι". ῞Οπερ καὶ ὁ Παῦλος σημαίνων φησί·
τάξη· Αυτός που τα έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν». Αυτό το επισημαίνει και
"Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ
ο Παύλος λέγοντας: «Με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες δημιουργήθηκαν
φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι."
με το λόγο του Θεού, ώστε όσα βλέπουμε να μην έχουν γίνει απ’ αυτά που
φαίνονται».
῾Ο Θεὸς γὰρ ἀγαθός ἐστι, μᾶλλον δὲ πηγὴ τῆς ἀγαθότητος ὑπάρχει·
Ο Θεός λοιπόν είναι αγαθός ή καλύτερα η πηγή της αγαθωσύνης· στον αγαθό
ἀγαθῷ δὲ περὶ οὐδενὸς ἂν γένοιτο φθόνος· ὅθεν οὐδενὶ τοῦ εἶναι
μάλιστα δεν δημιουργείται φθόνος για τίποτε. Γι’ αυτό το λόγο, χωρίς να φθονεί
φθονήσας, ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποίηκε διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ
την ύπαρξη κανενός, δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν (ανυπαρξία) με το
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ·
δικό του Λόγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
ἐν οἷς πρὸ πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τὸ ἀνθρώπων γένος ἐλεήσας, καὶ
Περισσότερο απ’ όλα τα δημιουργήματα ο Θεός ελέησε το ανθρώπινο γένος·
θεωρήσας ὡς οὐχ ἱκανὸν εἴη κατὰ τὸν τῆς ἰδίας γενέσεως λόγον
επειδή είδε ότι δεν μπορεί να μένει για πάντα σύμφωνα με τις ικανότητες που
διαμένειν ἀεί, πλέον τι χαριζόμενος αὐτοῖς, οὐχ ἁπλῶς, ὥσπερ πάντα
πλάστηκε, χάρισε στους ανθρώπους περισσότερα χαρίσματα. Τους έπλασε όχι
τὰ ἐπὶ γῆς ἄλογα ζῷα, ἔκτισε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ
με απλό τρόπο, όπως τα άλογα ζώα, αλλά ν’ αποτελούν δική Του εικόνα·
εἰκόνα ἐποίησεν αὐτούς, μεταδοὺς αὐτοῖς καὶ τῆς τοῦ ἰδίου Λόγου
τους μετέδωσε τη δύναμη του δικού του Λόγου.
δυνάμεως, ἵνα ὥσπερ σκιάς τινας ἔχοντες τοῦ Λόγου καὶ γενόμενοι
Έτσι, να έχουν πάνω τους σαν σκιές εκτυπώματα του Λόγου και να γίνουν
λογικοὶ διαμένειν ἐν μακαριότητι δυνηθῶσι, ζῶντες τὸν ἀληθινὸν καὶ
λογικοί· να μπορούν να φτάσουν στην ευτυχία, ζώντας την αληθινό και όντως
ὄντως τῶν ἁγίων ἐν παραδείσῳ βίον.
παραδεισένια ζωή των Αγίων.
Εἰδὼς δὲ πάλιν τὴν ἀνθρώπων εἰς ἀμφότερα νεύειν δυναμένην
Επειδή πάλι ο Θεός γνώριζε ότι η θέληση των ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να
προαίρεσιν, προλαβὼν ἠσφαλίσατο νόμῳ καὶ τόπῳ τὴν δοθεῖσαν
κλίνει και προς τα δύο, πρόλαβε και εξασφάλισε με νόμο και τόπο τη χάρη που
αὐτοῖς χάριν. Εἰς τὸν ἑαυτοῦ γὰρ παράδεισον αὐτοὺς εἰσαγαγών,
τους έδωσε. Τους έβαλε δηλαδή στον παράδεισο και τους έδωσε νόμο να τηρούν.
ἔδωκεν αὐτοῖς νόμον· ἵνα εἰ μὲν φυλάξαιεν τὴν χάριν καὶ μένοιεν καλοί,
Ώστε, αν φυλάξουν τη χάρη και παραμείνουν καλοί, θ’ απολαμβάνουν
ἔχωσι τὴν ἐν παραδείσῳ ἄλυπον καὶ ἀνώδυνον καὶ ἀμέριμνον ζωήν,
στον παράδεισο αμέριμνη ζωή χωρίς λύπες και πόνους· και επιπλέον θα έχουν
πρὸς τῷ καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίας αὐτοὺς τὴν ἐπαγγελίαν ἔχειν·
και την υπόσχεση ότι θα γευτούν την ουράνια αφθαρσία. Εάν όμως παραβούν
εἰ δὲ παραβαῖεν καὶ στραφέντες γένοιντο φαῦλοι, γινώσκοιεν ἑαυτοὺς
το νόμο και γίνουν κακοί με την απομάκρυνση από το Θεό, να γνωρίζουν ότι
τὴν ἐν θανάτῳ κατὰ φύσιν φθορὰν ὑπομένειν, καὶ μηκέτι μὲν ἐν
θα υποστούν τη φυσική φθορά του θανάτου· δεν θα ζουν πλέον στον
παραδείσῳ ζῆν, ἔξω δὲ τούτου λοιπὸν ἀποθνῄσκοντας μένειν ἐν τῷ
παράδεισο· θα πεθαίνουν έξω απ’ αυτόν και θα παραμένουν στο θάνατο και
θανάτῳ καὶ ἐν τῇ φθορᾷ.
τη φθορά.
Τοῦτο δὲ καὶ ἡ θεία γραφὴ προσημαίνει λέγουσα ἐκ προσώπου τοῦ
Αυτό το επισήμανε εκ των προτέρων και η Αγία Γραφή (στους πρωτοπλάστους),
Θεοῦ· "᾿Απὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ·
αναφέροντας τα λόγια του Θεού: «Έχετε άδεια να τρώτε από τους καρπούς
ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
κάθε δέντρου στον παράδεισο· δεν θα φάτε μόνον από το δέντρο της γνώσεως
αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε." Τὸ δὲ θανάτῳ
του καλού και του κακού· την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα πεθάνετε». Η
ἀποθανεῖσθε", τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ τὸ μὴ μόνον ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ καὶ ἐν
φράση "θα πεθάνετε" δεν δηλώνει μόνο το θάνατο αλλά και την αιώνια
τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν;
παραμονή στη φθορά του θανάτου.
4. ῎Ισως θαυμάζεις τί δήποτε περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου
Ίσως ν’ απορείς γιατί τέλος πάντων ενώ έχω την πρόθεση να μιλήσω για την
προθέμενοι λέγειν, νῦν περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν ἀνθρώπων διηγούμεθα.
ενανθρώπηση του Λόγου, εγώ τώρα διηγούμαι για την πλάση των ανθρώπων.
᾿Αλλὰ καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριόν ἐστι τοῦ σκοποῦ τῆς διηγήσεως.
Αλλά κι αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το σκοπό της πραγματείας μου.
᾿Ανάγκη γὰρ ἡμᾶς λέγοντας περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιφανείας τοῦ Σωτῆρος,
Διότι είναι ανάγκη, εφόσον μιλούμε για την εμφάνιση του Σωτήρα στη γη, να
λέγειν καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀρχῆς, ἵνα γινώσκῃς ὅτι ἡ ἡμῶν
πούμε και για δημιουργία των ανθρώπων· έτσι ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας
αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ
αιτία έγινε η αφορμή για να κατέβει στη γη· η δική μας παράβαση προκάλεσε
Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ
τη φιλευσπλαχνία του Λόγου για μας, ώστε να έλθει κοντά μας ο Κύριος και
φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις. Τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως
να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Για δική μας υπόθεση Εκείνος σαρκώθηκε·
ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν
και για τη δική μας σωτηρία, από υπερβολική αγάπη για μας,
ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι σώματι.
καταδέχτηκε να ντυθεί και εμφανιστεί με ανθρώπινο σώμα.
Οὕτως μὲν οὖν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον πεποίηκε, καὶ μένειν ἠθέλησεν ἐν
Έτσι, λοιπόν, έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και θέλησε να μείνει στην
ἀφθαρσίᾳ· ἄνθρωποι δὲ κατολιγωρήσαντες καὶ ἀποστραφέντες τὴν
κατάσταση της αφθαρσίας. Οι άνθρωποι όμως αδιαφόρησαν και
πρὸς τὸν Θεὸν κατανόησιν, λογισάμενοι δὲ καὶ ἐπινοήσαντες ἑαυτοῖς
απομακρύνθηκαν από το Θεό. Σκέφτηκαν και επινόησαν για τον εαυτό τους
τὴν κακίαν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, ἔσχον τὴν προαπειληθεῖσαν
την κακία. Και όπως είπαμε προηγουμένως, καταδικάστηκαν στην ποινή του
τοῦ θανάτου κατάκρισιν, καὶ λοιπὸν οὐκ ἔτι ὡς γεγόνασι διέμενον· ἀλλ᾿
θανάτου, με την οποία τους είχε προειδοποιήσει ο Θεός· στο εξής δεν ζούσαν
ὡς ἐλογίζοντο διεφθείροντο· καὶ ὁ θάνατος αὐτῶν ἐκράτει βασιλεύων.
στην κατάσταση για την οποία είχαν πλαστεί. Οι λογισμοί τους έφερναν τη
῾Η γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν,
φθορά και ο θάνατος κυρίευε. Μάλιστα, η παράβαση της εντολής τους
ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτως καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν
επανέφερε στη φυσική τους κατάσταση ώστε, όπως ήταν πριν υπάρξουν, έτσι
ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως.
και τώρα με την πάροδο του χρόνου να υφίστανται τη φθορά που οδηγεί στην
ανυπαρξία (και πάλι).
Εἰ γὰρ φύσιν ἔχοντες τὸ μὴ εἶναί ποτε, τῇ τοῦ Λόγου παρουσίᾳ καὶ
Διότι, αν η φύση τους ήταν τέτοια ώστε να μην υπάρχουν κάποτε, και τους
φιλανθρωπίᾳ εἰς τὸ εἶναι ἐκλήθησαν, ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τοὺς
κάλεσε στην ύπαρξη η ενέργεια και αγάπη του Λόγου, ήταν επόμενο ότι, όταν
ἀνθρώπους τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας καὶ εἰς τὰ οὐκ ὄντα ἀποστραφέντας,
οι άνθρωποι αρνήθηκαν το Θεό, να καταντήσουν στην κατάσταση των μη όντων
οὐκ ὄντα γάρ ἐστι τὰ κακά, ὄντα δὲ τὰ καλά, ἐπειδήπερ ἀπὸ τοῦ ὄντος
(ανυπαρξία)· διότι τα κακά είναι μη όντα (ανύπαρκτα), ενώ όντα (υπαρκτά)
Θεοῦ γεγόνασι, κενωθῆναι καὶ τοῦ εἶναι ἀεί. Τοῦτο δέ ἐστι τὸ
είναι τα καλά, εφόσον προέρχονται από τον όντα (υπάρχοντα) Θεό. Έτσι,
έχασαν τη δυνατότητα να υπάρχουν αιώνια. Αυτό σημαίνει ότι,
διαλυθέντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ τῇ φθορᾷ.
όταν διαλύονται, μένουν στο θάνατο και τη φθορά.
῎Εστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος θνητός, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων
Από τη φύση του λοιπόν ο άνθρωπος είναι θνητός, επειδή προήλθε από την
γεγονώς. Διὰ δὲ τὴν πρὸς τὸν ὄντα ὁμοιότητα, ἣν εἰ ἐφύλαττε διὰ τῆς
ανυπαρξία. Θα μπορούσε βέβαια, λόγω της ομοιότητάς του με τον όντα Θεό,
πρὸς αὐτὸν κατανοήσεως, ἤμβλυνεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν φθοράν, καὶ
αν έμενε πιστός στη σχέση μαζί του, να καταργούσε αυτή τη φθορά της φύσεώς
ἔμεινεν ἄφθαρτος· καθάπερ ἡ σοφία φησίν· "Προσοχὴ νόμων, βεβαίωσις
του και να γινόταν άφθαρτος. Το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Η τήρηση
ἀφθαρσίας"· ἄφθαρτος δὲ ὤν, ἔζη λοιπὸν ὡς Θεός, ὥς που καὶ ἡ θεία
των εντολών φέρνει την αφθαρσία». Όντας λοιπόν άφθαρτοςο άνθρωπος, θα
γραφὴ τοῦτο σημαίνει λέγουσα· "᾿Εγὼ εἶπα θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ ὑψίστου
ζούσε όπως ο Θεός· κι αυτό το λέει η Αγία Γραφή: «Εγώ είπα ότι μπορείτε να
πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων
γίνετε όλοι θεοί και παιδιά του ύψιστου Θεού· αλλά σεις πεθαίνετε ως φθαρτοί
πίπτετε."
άνθρωποι και πέφτετε όπως πέφτουν από την εξουσία οι άρχοντες».
5. ῾Ο μὲν γὰρ Θεὸς οὐ μόνον ἐξ οὐκ ὄντων ἡμᾶς πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ
Ο Θεός δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρησε με τη χάρη του
τὸ κατὰ Θεὸν ζῆν ἡμῖν ἐχαρίσατο τῇ τοῦ Λόγου χάριτι. Οἱ δὲ
Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του. Οι
ἄνθρωποι, ἀποστραφέντες τὰ αἰώνια, καὶ συμβουλίᾳ τοῦ διαβόλου εἰς
άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια· με συμβουλή του διαβόλου επέστρεψαν
τὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες, ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτῳ
στη φθορά της φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους
φθορᾶς γεγόνασιν, ὄντες μὲν ὡς προεῖπον κατὰ φύσιν φθαρτοί, χάριτι
εισάγοντας στη ζωή τους το θάνατο. Ενώ είχαν, όπως είπα παραπάνω, φθαρτή
δὲ τῆς τοῦ Λόγου μετουσίας τοῦ κατὰ φύσιν ἐκφυγόντες, εἰ
φύση, μπορούσαν, αν έμεναν σταθεροί στην καλωσύνη, να ξεπεράσουν τη
μεμενήκεισαν καλοί.
θνητότητα της φύσης μετέχοντας στη χάρη του Λόγου.
Διὰ γὰρ τὸν συνόντα τούτοις Λόγον, καὶ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ τούτων
Επειδή συνυπήρχε μέσα τους ο Λόγος, δεν θα τους επηρέαζε η φυσική φθορά
οὐκ ἤγγιζε, καθὼς καὶ ἡ σοφία φησίν· "῾Ο Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον
καθώς το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να
ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ, καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου
μένει άφθαρτος και ν’ αποτελεί εικόνα της δικής Του αΐδιας φύσεως. Από
θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον"·
φθόνο όμως του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος».
τούτου δὲ γενομένου οἱ μὲν ἄνθρωποι ἀπέθνῃσκον, ἡ δὲ φθορὰ λοιπὸν
Μετά το γεγονός αυτό, οι άνθρωποι πέθαιναν και η φθορά βασίλευε στη ζωή
κατ᾿ αὐτῶν ἤκμαζε, καὶ πλεῖον τοῦ κατὰ φύσιν ἰσχύουσα καθ᾿ ὅλου
τους και ξεπερνούσε τη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους. Διότι η
τοῦ γένους, ὅσῳ καὶ τὴν ἀπειλὴν τοῦ θείου διὰ τὴν παράβασιν τῆς
φθορά είχε λάβει την απειλή του Θεού εναντίον των ανθρώπων σε περίπτωση
ἐντολῆς κατ᾿ αὐτῶν προειλήφει.
παράβασης της εντολής.
Καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς πλημμελήμασιν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ἄχρις ὅρων
Επιπλέον, και στη διάπραξη των αμαρτημάτων τους οι άνθρωποι δεν είχαν
ὡρισμένων εἱστήκεισαν, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ἐπεκτεινόμενοι λοιπὸν καὶ εἰς
κάποιο όριο· επεκτείνονταν σιγά σιγά και έφτασαν τέλος στην ασυδοσία.
ἄμετρον ἐληλύθασιν, ἐξ ἀρχῆς μὲν εὑρεταὶ τῆς κακίας γενόμενοι, καὶ
Στην αρχή, ανακάλυψαν την κακία και προκάλεσαν σε βάρος του εαυτού τους
καθ᾿ ἑαυτῶν τὸν θάνατον προκαλεσάμενοι καὶ τὴν φθοράν· ὕστερον δὲ
το θάνατο και τη φθορά. Στη συνέχεια, παρεκτράπησαν σε αδικίες και
εἰς ἀδικίαν ἐκτραπέντες καὶ παρανομίαν πᾶσαν ὑπερβαλόντες, καὶ μὴ
ξεπέρασαν κάθε είδος παρανομίας. Δεν σταμάτησαν σ’ ένα κακό, αλλά
ἑνὶ κακῷ ἱστάμενοι, ἀλλὰ πάντα καινὰ καινοῖς ἐπινοοῦντες, ἀκόρεστοι
συνεχώς επινοούσαν νεότερα κακά· έτσι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν
περὶ τὸ ἁμαρτάνειν γεγόνασι.
αχόρταγοι στις αμαρτίες.
Μοιχεῖαι μὲν γὰρ ἦσαν καὶ κλοπαὶ πανταχοῦ, φόνων δὲ καὶ ἁρπαγῶν
Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές· όλη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και
πλήρης ἦν ἡ σύμπασα γῆ. Καὶ νόμου μὲν οὐκ ἦν φροντὶς περὶ φθορᾶς
αρπαγές. Κανένας νόμος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη φθορά και αδικία.
καὶ ἀδικίας· πάντα δὲ τὰ κακὰ καθ᾿ ἕνα καὶ κοινῇ παρὰ πᾶσιν
Όλα τα κακά, καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα έκαναν όλοι.
ἐπράττετο. Πόλεις μὲν κατὰ πόλεων ἐπολέμουν, καὶ ἔθνη κατὰ ἐθνῶν
Πολεμούσαν πόλεις εναντίον πόλεων· επαναστατούσαν έθνη εναντίον άλλων
ἠγείρετο· διῄρητο δὲ πᾶσα ἡ οἰκουμένη στάσεσι καὶ μάχαις, ἑκάστου
εθνών. Όλη η οικουμένη είχε διαιρεθεί από επαναστάσεις και μάχες· καθένας
φιλονεικοῦντος ἐν τῷ παρανομεῖν.
συναγωνίζονταν τον άλλον σε παρανομίες.
Οὐκ ἦν δὲ τούτων μακρὰν οὐδὲ τὰ παρὰ φύσιν, ἀλλ᾿ ὡς εἶπεν ὁ τοῦ
Δεν τους ήταν άγνωστες ούτε οι παρά φύσιν καταστάσεις, όπως το είπε
Χριστοῦ μάρτυς ᾿Απόστολος· "Αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν
και ο μάρτυρας του Χριστού Απόστολος (Παύλος): «Οι γυναίκες άλλαξαν τη
τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρρενες,
φυσική χρήση του σώματός τους σε παρά φύσιν· το ίδιο και οι άνδρες: άφησαν
ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει
τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και στράφηκαν με πάθος να επιθυμούν τους
αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην
ομοφύλους τους· άνδρες με άνδρες διαπράττουν διαστροφικές ασχήμιες.
κατεργαζόμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν
Πληρώνονται όμως στον ίδιο τους τον εαυτό το αντίτιμο της διαστροφικής
ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες".
ζωής τους».
6. Διὰ δὴ ταῦτα πλεῖον τοῦ θανάτου κρατήσαντος, καὶ τῆς φθορᾶς
Επειδή λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος και η φθορά παρέμενε στη ζωή των
παραμενούσης κατὰ τῶν ἀνθρώπων, τὸ μὲν τῶν ἀνθρώπων γένος
ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος χανόταν· ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού
ἐφθείρετο, ὁ δὲ λογικὸς καὶ κατ᾿ εἰκόνα γενόμενος ἄνθρωπος ἠφανίζετο·
πλασμένος άνθρωπος καταστραφόταν.
καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γενόμενον ἔργον παραπώλλυτο. Καὶ γὰρ καὶ ὁ
Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο
θάνατος, ὡς προεῖπον, νόμῳ λοιπὸν ἴσχυε καθ᾿ ἡμῶν· καὶ οὐχ οἷόν τε
θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε
ἦν τὸν νόμον ἐκφυγεῖν, διὰ τὸ ὑπὸ Θεοῦ τεθεῖσθαι τοῦτον τῆς
κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της
παραβάσεως χάριν· καὶ ἦν ἄτοπον ὁμοῦ καὶ ἀπρεπὲς τὸ γινόμενον
παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο
ἀληθῶς.
στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.
῎Ατοπον μὲν γὰρ ἦν εἰπόντα τὸν Θεὸν ψεύσασθαι, ὥστε
Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια
νομοθετήσαντος αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν τὸν ἄνθρωπον, εἰ
αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν
παραβαίη τὴν ἐντολήν, μετὰ τὴν παράβασιν μὴ ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ
παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει·
λύεσθαι τὸν τούτου λόγον. Οὐκ ἀληθὴς γὰρ ἦν ὁ Θεός, εἰ εἰπόντος
έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε
αὐτοῦ ἀποθνῄσκειν ἡμᾶς, μὴ ἀπέθνῃσκεν ὁ ἄνθρωπος. ᾿Απρεπὲς δὲ ἦν
ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε. Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού·
πάλιν τὰ ἅπαξ γενόμενα λογικὰ καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ μετασχόντα
διότι, τα λογικά όντα που μία φορά τα δημιούργησε ο Λόγος και μετείχαν σ’
παραπόλλυσθαι, καὶ πάλιν εἰς τὸ μὴ εἶναι διὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστρέφειν.
Αυτόν, να χάνονται και να επιστρέφουν πάλι μέσω της φθοράς στην ανυπαρξία.
Οὐκ ἄξιον γὰρ ἦν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα
Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του,
διαφθείρεσθαι, διὰ τὴν παρὰ τοῦ διαβόλου γενομένην τοῖς ἀνθρώποις
εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων.
ἀπάτην. ῎Αλλως τε καὶ τῶν ἀπρεπεστάτων ἦν τὴν τοῦ Θεοῦ τέχνην
Εξάλλου, θά ήταν ό,τι πιο ανάξιο να καταστρέφεται η δημιουργική τέχνη
ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἀφανίζεσθαι ἢ διὰ τὴν αὐτῶν ἀμέλειαν, ἢ διὰ τὴν
του Θεού στους ανθρώπους ή εξαιτίας της αμέλειάς τους ή εξαιτίας της απάτης
τῶν δαιμόνων ἀπάτην.
των δαιμόνων.
Φθειρομένων τοίνυν τῶν λογικῶν καὶ παραπολλυμένων τῶν
Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα καί χάνονταν τέτοια
τοιούτων ἔργων, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν ἀγαθὸν ὄντα; ἀφεῖναι τὴν
δημιουργήματα, τί έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός; Να επιτρέψει να τους
φθορὰν κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύειν, καὶ τὸν θάνατον αὐτῶν κρατεῖν; καὶ τίς ἡ
νικά η φθορά και ο θάνατος να τους κυριεύει; Αλλά τότε, ποιά ήταν η ανάγκη
χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ γενέσθαι; ἔδει γὰρ μὴ γενέσθαι, ἢ γενόμενα
να δημιουργηθούν από την αρχή; Έπρεπε καθόλου να μη δημιουργηθούν παρά
παραμεληθῆναι καὶ ἀπολέσθαι.
να δημιουργηθούν κι έπειτα να παραμεληθούν και χαθούν.
᾿Ασθένεια γὰρ μᾶλλον καὶ οὐκ ἀγαθότης ἐκ τῆς ἀμελείας γινώσκεται
Διότι είναι μεγαλύτερη η αδυναμία του Θεού και η έλλειψη αγαθωσύνης, αν
τοῦ Θεοῦ, εἰ ποιήσας παρορᾷ φθαρῆναι τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἤπερ εἰ μὴ
δημιουργεί πρώτα ένα έργο και το αφήνει μετά από αμέλεια να καταστραφεί,
πεποιήκει κατὰ τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον. Μὴ ποιήσαντος μὲν γὰρ οὐκ
παρά αν εξαρχής δεν τον δημιουργούσε. Αν δεν το δημιουργούσε, δεν θα του
ἦν ὁ λογιζόμενος τὴν ἀσθένειαν, ποιήσαντος δὲ καὶ εἰς τὸ εἶναι
καταλόγιζε κανείς αδυναμία· αφού όμως το δημιούργησε και το έφερε στην
κτίσαντος, ἀτοπώτατον ἦν ἀπόλλυσθαι τὰ ἔργα, καὶ μάλιστα ἐπ᾿ ὄψει
ύπαρξη, είναι υπερβολικά παράλογο να καταστρέφεται, και μάλιστα μπροστά
τοῦ πεποιηκότος. Οὐκοῦν ἔδει τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἀφιέναι φέρεσθαι
στα μάτια του. Έπρεπε λοιπόν να μην αφήσει τους ανθρώπους να βαδίζουν
τῇ φθορᾷ, διὰ τὸ ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον εἶναι τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ
στην απώλεια, επειδή κάτι τέτοιο είναι απρεπές και ανάξιο στην αγαθωσύνη
ἀγαθότητος.
του Θεού.
7. ᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ἔδει τοῦτο γενέσθαι, οὕτως καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων πάλιν
Αλλά, όπως έπρεπε αυτό να γίνει, έτσι κι από την άλλη πλευρά στέκεται
ἀντίκειται τὸ πρὸς τὸν Θεὸν εὔλογον, ὥστε ἀληθῆ φανῆναι τὸν Θεὸν
αντίθετη η δικαιοσύνη του Θεού, για ν’ αποδειχθεί αξιόπιστη η νομοθεσία του
ἐν τῇ περὶ τοῦ θανάτου νομοθεσίᾳ· ἄτοπον γὰρ ἦν διὰ τὴν ἡμῶν
σχετικά με την ποινή του θανάτου· θα ήταν σκάνδαλο, εξαιτίας της δικής μας
ὠφέλειαν καὶ διαμονὴν ψεύστην φανῆναι τὸν τῆς ἀληθείας πατέρα Θεόν.
ωφέλειας και αφθαρσίας να φανεί ψεύτης ο Πατέρας, ο Θεός της αλήθειας.
Τί οὖν ἔδει καὶ περὶ τούτου γενέσθαι ἢ ποιῆσαι τὸν Θεόν; μετάνοιαν ἐπὶ
Τί λοιπόν έπρεπε να γίνει σχετικά μ’ αυτό; Τί να κάνει ο Θεός; Να ζητήσει από
τῇ παραβάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπαιτῆσαι; τοῦτο γὰρ ἄν τις ἄξιον
τους ανθρώπους μετάνοια για το σφάλμα τους; Γιατί κάτι τέτοιο θα έλεγε κανείς
φήσειε Θεοῦ, λέγων ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παραβάσεως εἰς φθορὰν
ότι είναι αντάξιο του Θεού· διότι, όπως η παράβαση οδήγησε τους ανθρώπους
γεγόνασιν, οὕτως ἐκ τῆς μετανοίας γένοιντο πάλιν ἂν εἰς ἀφθαρσίαν.
στη φθορά, έτσι και η μετάνοια θα τους οδηγούσε πάλι στην αφθαρσία.
᾿Αλλ᾿ ἡ μετάνοια οὔτε τὸ εὔλογον τὸ πρὸς τὸν Θεὸν ἐφύλαττεν· ἔμενε
Η μετάνοια όμως δεν θα δικαιολογούσε την αξιοπιστία του Θεού. Θα φαινόταν
γὰρ πάλιν οὐκ ἀληθής, μὴ κρατουμένων ἐν τῷ θανάτῳ τῶν
και πάλι ψεύτης, επειδή δεν θα καταδικάζονταν σε θάνατο οι άνθρωποι.
ἀνθρώπων· οὔτε δὲ ἡ μετάνοια ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν ἀνακαλεῖται,
Άλλωστε η μετάνοια δεν επαναφέρει τη φύση στην πρότερη κατάστασή της,
ἀλλὰ μόνον παύει τῶν ἁμαρτημάτων.
αλλά μόνον σταματά τις αμαρτίες.
Εἰ μὲν οὖν μόνον ἦν πλημμέλημα καὶ μὴ φθορᾶς ἐπακολούθησις, καλῶς
Εάν λοιπόν ήταν μόνον αμάρτημα και όχι και επιπλέον φθορά της φύσεως,
ἂν ἦν ἡ μετάνοια. Εἰ δὲ ἅπαξ προλαβούσης τῆς παραβάσεως, εἰς τὴν
αρκούσε η μετάνοια. Εφόσον όμως, μετά την πρώτη παράβαση, αμέσως οι
κατὰ φύσιν φθορὰν ἐκρατοῦντο οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὴν τοῦ κατ᾿ εἰκόνα
άνθρωποι υποδουλώθηκαν στη φθορά της φύσεως και τους αφαιρέθηκε το
χάριν ἀφαιρεθέντες ἦσαν, τί ἄλλο ἔδει γενέσθαι; ἢ τίνος ἦν χρεία πρὸς
χάρισμα του κατ’ εικόνα, τότε τί άλλο έπρεπε να γίνει; Ή, ποιός άλλος θα
τὴν τοιαύτην χάριν καὶ ἀνάκλησιν, ἢ τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ
μπορούσε να τους επαναφέρει σ’ αυτό τό χάρισμα παρά ο Θεός Λόγος που
ὄντος πεποιηκότος τὰ ὅλα τοῦ Θεοῦ Λόγου;
έπλασε εξαρχής τα πάντα από το μηδέν;
Αὐτοῦ γὰρ ἦν πάλιν καὶ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν ἐνεγκεῖν, καὶ τὸ
Αυτός ήταν ο μόνος ικανός και το φθαρτό να το οδηγήσει πάλι στην αφθαρσία
ὑπὲρ πάντων εὔλογον ἀποσῶσαι πρὸς τὸν Πατέρα. Λόγος γὰρ ὢν
και ν’ αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Πατέρα. Διότι είναι ο Λόγος του
τοῦ Πατρὸς καὶ ὑπὲρ πάντας ὤν, ἀκολούθως καὶ ἀνακτίσαι τὰ ὅλα
Πατέρα και όλους τους ξεπερνά· επομένως, μόνον Αυτός μπορεί να τα
μόνος ἦν δυνατὸς καὶ ὑπὲρ πάντων παθεῖν καὶ πρεσβεῦσαι περὶ
ξαναδημιουργήσει όλα, να θυσιαστεί καί να μεσιτεύσει στον Πατέρα
πάντων ἱκανὸς πρὸς τὸν Πατέρα.
γιά όλους.
8. Τούτου δὴ ἕνεκεν ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄϋλος τοῦ Θεοῦ
Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού
Λόγος παραγίνεται εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν, οὔτι γε μακρὰν ὢν
έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας.
πρότερον. Οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κενὸν ὑπολέλειπται τῆς κτίσεως μέρος·
Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος
πάντα δὲ διὰ πάντων πεπλήρωκεν αὐτὸς συνὼν τῷ ἑαυτοῦ Πατρί.
με τον Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα,
᾿Αλλὰ παραγίνεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ
έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του
καὶ ἐπιφανείᾳ.
για τους ανθρώπους.
Καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸν ἀπολλύμενον γένος, καὶ τὸν θάνατον κατ᾿ αὐτῶν
Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί
βασιλεύοντα τῇ φθορᾷ· ὁρῶν δὲ καὶ τὴν ἀπειλὴν τῆς παραβάσεως
πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε
διακρατοῦσαν τὴν καθ᾿ ἡμῶν φθοράν· καὶ ὅτι ἄτοπον ἦν πρὸ τοῦ
τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο
πληρωθῆναι τὸν νόμον λυθῆναι· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ἀπρεπὲς ἐν τῷ
θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το
συμβεβηκότι, ὅτι ὧν αὐτὸς ἦν δημιουργός, ταῦτα παρηφανίζετο·
ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα,ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε,
ὁρῶν δὲ καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων ὑπερβάλλουσαν κακίαν, ὅτι κατ᾿
τα πλάσματα καταστρέφονταν.Είδε όμως και την υπερβολική κακία των
ὀλίγον καὶ ἀφόρητον αὐτὴν ηὔξησαν καθ᾿ ἑαυτῶν· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ
ανθρώπων, ότι σιγά σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε
ὑπεύθυνον πάντων ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, ἐλεήσας τὸ γένος
τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου. (Βλέποντας
ἡμῶν, καὶ τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν οἰκτειρήσας, καὶ τῇ φθορᾷ ἡμῶν
όλα αυτά), σπλαγχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία
συγκαταβάς, καὶ τὴν τοῦ θανάτου κράτησιν οὐκ ἐνέγκας, ἵνα μὴ τὸ
μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του
γενόμενον ἀπόληται καὶ εἰς ἀργὸν τοῦ Πατρὸς τὸ εἰς ἀνθρώπους
θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι
ἔργον αὐτοῦ γένηται, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο οὐκ
διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του
ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου.
Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους.
Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠθέλησεν ἐν σώματι γενέσθαι, οὐδὲ μόνον ἤθελε
Δεν θέλησε να προσλάβει απλά ανθρώπινο σώμα, ούτε μόνο να εμφανιστεί.
φανῆναι· ἐδύνατο γάρ, εἰ μόνον ἤθελε φανῆναι, καὶ δι᾿ ἑτέρου
Θα μπορούσε, αν ήθελε απλή εμφάνιση, να κάνει τη θεία εμφάνισή του
κρείττονος τὴν θεοφάνειαν αὐτοῦ ποιήσασθαι· ἀλλὰ λαμβάνει τὸ
με πολύ καλύτερο σώμα. Προσλαμβάνει όμως το δικό μας σώμα, και αυτό όχι
ἡμέτερον, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξ ἀχράντου καὶ ἀμιάντου
με φυσικό τρόπο, αλλά από το σώμα της αμόλυντης και ακηλίδωτης παρθένου
ἀνδρὸς ἀπείρου παρθένου, καθαρὸν καὶ ὄντως ἀμιγὲς τῆς ἀνδρῶν
κόρης, που δεν γνώρισε σύζυγο· διότι ήταν καθαρή και απείραχτη από τη σχέση
συνουσίας. Αὐτὸς γὰρ δυνατὸς ὢν καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐν τῇ
με άνδρα. Επειδή αυτός είναι παντοδύναμος δημιουργός των πάντων, μέσα
παρθένῳ κατασκευάζει ἑαυτῷ ναὸν τὸ σῶμα, καὶ ἰδιοποιεῖται τοῦτο
στο σώμα της παρθένου φτιάχνει ως ναό το δικό του σώμα· κάνει δικό του
ὥσπερ ὄργανον, ἐν αὐτῷ γνωριζόμενος καὶ ἐνοικῶν.
όργανο το σώμα της παρθένου, το οποίο το γνωρίζει καλά και κατοικεί σ’ αυτό.
Καὶ οὕτως ἀπὸ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅμοιον λαβών, διὰ τὸ πάντας
Κι έτσι, αφού πήρε σώμα όμοιο με τα δικά μας και επειδή όλοι ευθύνονται
ὑπευθύνους εἶναι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ, ἀντὶ πάντων αὐτὸ θανάτῳ
για τη φθορά του θανάτου, παρέδωσε το σώμα του να θανατωθεί για χάρη
παραδιδούς, προσῆγε τῷ Πατρί, καὶ τοῦτο φιλανθρώπως ποιῶν, ἵνα
όλων. Το πρόσφερε στον Πατέρα του· και αυτό το έκανε από αγάπη για τους
ὡς μὲν πάντων ἀποθανόντων ἐν αὐτῷ λυθῇ ὁ κατὰ τῆς φθορᾶς τῶν
ανθρώπους ώστε, σαν να πέθαναν όλοι μαζί του, να καταργηθεί η ποινή της
ἀνθρώπων νόμος ἅτε δὴ πληρωθείσης τῆς ἐξουσίας ἐν τῷ κυριακῷ
φθοράς τους. Επειδή ικανοποιήθηκε η εξουσία του θανάτου στο σώμα του
σώματι, καὶ μηκέτι χώραν ἔχοντος κατὰ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων· ὡς
Κυρίου, δεν έχει πλέον εξουσία ο θάνατος στους όμοιους ανθρώπους· (πέτυχε
δὲ εἰς φθορὰν ἀναστρέψαντας τοὺς ἀνθρώπους πάλιν εἰς τὴν
με τη θυσία του) τους ανθρώπους που έπεσαν στη φθορά να τους επαναφέρει
ἀφθαρσίαν ἐπιστρέψῃ, καὶ ζωοποιήσῃ τούτους ἀπὸ τοῦ θανάτου, τῇ
στην αφθαρσία και να τους δώσει ζωή νικώντας το θάνατο. Οικειοποιήθηκε
τοῦ σώματος ἰδιοποιήσει, καὶ τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, τὸν θάνατον
το ανθρώπινο σώμα και με τη χάρη της αναστάσεως κατάφερε να εξαφανίσει
ἀπ᾿ αὐτῶν ὡς καλάμην ἀπὸ πυρὸς ἐξαφανίζων.
από τους ανθρώπους το θάνατο, όπως η φωτιά κατατρώει την καλαμιά.
9. Συνιδὼν γὰρ ὁ Λόγος ὅτι ἄλλως οὐκ ἂν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ
Γνώριζε λοιπόν ο Λόγος ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν θα καταλύονταν η
φθορὰ εἰ μὴ διὰ τοῦ πάντως ἀποθανεῖν, οὐχ οἷόν τε δὲ ἦν τὸν Λόγον
φθορά των ανθρώπων παρά μόνον αν ο ίδιος πέθαινε· αλλά, δεν ήταν δυνατό
ἀποθανεῖν ἀθάνατον ὄντα καὶ τοῦ Πατρὸς Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τὸ
να πεθάνει ο Λόγος, ο Υιός του Πατέρα, διότι ήταν αθάνατος. Εξαιτίας αυτού,
δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπὶ
προσλαμβάνει για τον εαυτό του θνητό σώμα ώστε, αφού αυτό γίνει μέτοχο του
πάντων Λόγου μεταλαβὸν ἀντὶ πάντων ἱκανὸν γένηται τῷ θανάτῳ,
Λόγου που εξουσιάζει τα πάντα, να γίνει ικανό να πεθάνει για χάρη όλων· και
καὶ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμείνῃ, καὶ λοιπὸν ἀπὸ
χάρη στο Λόγο που το κατοικεί, να παραμείνει άφθαρτο. Έτσι, η φθορά που
πάντων ἡ φθορὰ παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι. ῞Οθεν ὡς
βασανίζει όλους, θα σταματήσει εξαιτίας της αναστάσεως (του σώματος). Γι’
ἱερεῖον καὶ θῦμα παντὸς ἐλεύθερον σπίλου, ὃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔλαβε σῶμα
αυτό, ο Λόγος το σώμα που σαρκώθηκε, το πρόσφερε σε θάνατο σαν ιερό
προσάγων εἰς θάνατον, ἀπὸ πάντων εὐθὺς τῶν ὁμοίων ἠφάνιζε τὸν
σφάγιο, ελεύθερο από κάθε κηλίδα. Κι έτσι, με τη δική του κατάλληλη
θάνατον τῇ προσφορᾷ τοῦ καταλλήλου.
προσφορά, εξάλειψε το θάνατο απ’ όλους τους ομοίους του (ανθρώπους).
῾Υπὲρ πάντας γὰρ ὢν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰκότως τὸν ἑαυτοῦ ναὸν καὶ
Επειδή ο Λόγος του Θεού είναι πάνω απ’ όλους, δικαιολογημένα πρόσφερε
τὸ σωματικὸν ὄργανον προσάγων ἀντίψυχον ὑπὲρ πάντων ἐπλήρου
το δικό του σώμα ως ναό και όργανο, αντίλυτρο για τη σωτηρία όλων·
τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῷ θανάτῳ· καὶ ὡς συνὼν δὲ διὰ τοῦ ὁμοίου τοῖς
ξεπλήρωσε το χρέος προς το θάνατο. Και επειδή ο άφθαρτος Υιός του Θεού
πᾶσιν ὁ ἄφθαρτος τοῦ Θεοῦ Υἱὸς εἰκότως τοὺς πάντας ἐνέδυσεν
συνυπάρχει με όλους τους ανθρώπους χάρη στο όμοιο σώμα, τους προίκισε
ἀφθαρσίαν ἐν τῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπαγγελίᾳ. Καὶ αὐτὴ γὰρ ἡ ἐν
με την αφθαρσία υποσχόμενος την ανάσταση όλων. Ακόμη και η ίδια η φθορά
τῷ θανάτῳ φθορὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων οὐκέτι χώραν ἔχει διὰ τὸν
του θανάτου δεν απειλεί πλέον τους ανθρώπους, επειδή ενοίκησε μέσα τους
ἐνοικήσαντα Λόγον ἐν τούτοις διὰ τοῦ ἑνὸς σώματος.
ο Λόγος με ένα και ίδιο σώμα.
Καὶ ὥσπερ μεγάλου βασιλέως εἰσελθόντος εἴς τινα πόλιν μεγάλην
Όπως ακριβώς ένας μεγάλος βασιλιάς εισέρχεται σε μια μεγάλη πόλη και
καὶ οἰκήσαντος εἰς μίαν τῶν ἐν αὐτῇ οἰκιῶν, πάντως ἡ τοιαύτη πόλις
βρίσκει κατάλυμμα σ’ ένα από τα σπίτια της· τότε, όλη αυτή η πόλη αξιώνεται
τιμῆς πολλῆς καταξιοῦται, καὶ οὐκέτι τις ἐχθρὸς αὐτὴν οὔτε λῃστὴς
μεγάλης τιμής. Κανένας εχθρός πλέον ή ληστής δεν κάνει επιδρομή εναντίον
ἐπιβαίνων καταστρέφει, πάσης δὲ μᾶλλον ἐπιμελείας ἀξιοῦται διὰ τὸν
της να την καταστρέψει· απολαμβάνει κάθε φροντίδα, διότι σε μια κατοικία
εἰς μίαν αὐτῆς οἰκίαν οἰκήσαντα βασιλέα· οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ πάντων
της έμεινε ο βασιλιάς. Έτσι παρόμοια συνέβη με το βασιλέα όλου του
βασιλέως γέγονεν.
κόσμου (το Θεό).
᾿Ελθόντος γὰρ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν, καὶ οἰκήσαντος εἰς ἓν
Διότι, όταν ο Υιός ήλθε στο δικό μας κόσμο και ενοίκησε σ’ ένα σώμα όμοιο
τῶν ὁμοίων σῶμα, λοιπὸν πᾶσα ἡ κατὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ τῶν
με τα δικά μας, στο εξής έπαψε κάθε επιβουλή των εχθρών εναντίον των
ἐχθρῶν ἐπιβουλὴ πέπαυται, καὶ ἡ τοῦ θανάτου ἠφάνισται φθορὰ ἡ
ανθρώπων και εξαφανίστηκε η φθορά του θανάτου, που είχε ισχύ εναντίον τους
πάλαι κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύουσα. Παραπωλώλει γὰρ ἂν τὸ τῶν
από τον παλιό καιρό. Διότι, θα πήγαινε σίγουρα χαμένο το ανθρώπινο γένος,
ἀνθρώπων γένος, εἰ μὴ ὁ πάντων Δεσπότης καὶ Σωτὴρ τοῦ Θεοῦ
αν δεν ερχόταν ο Κύριος και Σωτήρας Ιησούς, ο Υιός του Θεού,
Υἱὸς παρεγεγόνει πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τέλος.
με σκοπό να πεθάνει.
10. Πρέπον δὲ καὶ μάλιστα τῇ ἀγαθότητι τοῦ Θεοῦ ἀληθῶς τὸ μέγα
Αυτό το μεγάλο έργο άρμοζε πράγματι και στην αγαθωσύνη του Θεού.
τοῦτο ἔργον. Εἰ γὰρ βασιλεὺς κατασκευάσας οἰκίαν ἢ πόλιν, καὶ
Διότι, αν, για παράδειγμα, ένας βασιλιάς κατασκευάσει μια οικία ή πόλη,
ταύτην ἐξ ἀμελείας τῶν ἐνοικούντων πολεμουμένην ὑπὸ λῃστῶν τὸ
αυτήν δεν την εγκαταλείπει όταν, εξαιτίας της αμέλειας των κατοίκων της, την
σύνολον οὐ παρορᾷ, ἀλλ᾿ ὡς ἴδιον ἔργον ἐκδικεῖ καὶ περισῴζει, οὐκ εἰς
πολιορκούν ληστές· τη διεκδικεί και τη σώζει σαν δικό του έργο, χωρίς να
τὴν τῶν ἐνοικούντων ἀμέλειαν ἀφορῶν, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἑαυτοῦ πρέπον·
κοιτάζει την αδιαφορία των κατοίκων αλλά μόνο το δικό του καθήκον.
πολλῷ πλέον ὁ τοῦ παναγάθου Θεὸς Λόγος Πατρὸς εἰς φθορὰν
Πολύ περισσότερο, ο Θεός Λόγος του πανάγαθου Πατέρα δεν εγκατέλειψε το
κατερχόμενον τὸ δι᾿ αὐτοῦ γενόμενον τῶν ἀνθρώπων γένος οὐ
δημιούργημά του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε προς τη φθορά.
παρεῖδεν· ἀλλὰ τὸν μὲν συμβεβηκότα θάνατον ἀπήλειψε διὰ τῆς
Αλλά, με την προσφορά του δικού του σώματος, εξαφάνισε τον επερχόμενο
προσφορᾶς τοῦ ἰδίου σώματος, τὴν δὲ ἀμέλειαν αὐτῶν διωρθώσατο
θάνατο· διόρθωσε με τη διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων
τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ, πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς ἑαυτοῦ
και κατάφερε με τη δύναμή του να επιτελέσει
δυνάμεως κατορθώσας.
όλα τα ανθρώπινα.
Ταῦτα δὲ καὶ παρὰ τῶν αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος θεολόγων ἀνδρῶν
Αυτά μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει και από τη μελέτη των γραπτών
πιστοῦσθαί τις δύναται ἐντυγχάνων τοῖς ἐκείνων γράμμασιν, ᾗ φασιν·
κειμένων των θεολόγων μαθητών του Σωτήρα Χριστού, όπου λένε:
"῾Η γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς
«Γιατί η αγάπη του Χριστού μας συγκλονίζει, επειδή διαπιστώσαμε ότι, εάν
ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων
ένας πέθανε για όλους, άρα όλοι πέθαναν· πέθανε για χάρη όλων μας, ώστε
ἀπέθανεν, ἵνα ἡμεῖς μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν
να μη ζούμε πλέον για τον εαυτό μας, αλλά για κείνον που πέθανε και
ἀποθανόντι καὶ ἀναστάντι" ἐκ νεκρῶν, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ·
αναστήθηκε για χάρη μας», εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Και αλλού
καὶ πάλιν· "Τὸν δὲ βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν
λένε: «Βλέπουμε τον Ιησού, που ήταν ελαττωμένος λίγο πιο κάτω από τους
᾿Ιησοῦν, διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον,
αγγέλους, για να γευθεί θάνατο για κάθε άνθρωπο με τη χάρη του Θεού, εξαιτίας
ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου".
αυτού του παθήματος του θανάτου να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή».
Εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ μὴ ἄλλον δεῖν ἢ αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον
Έπειτα, δηλώνει και την αιτία για την οποία όχι άλλος αλλά αυτός ο Θεός
ἐνανθρωπῆσαι σημαίνει λέγων· "῎Επρεπε γὰρ αὐτῷ δι᾿ ὃν τὰ πάντα,
Λόγος έπρεπε να γίνει άνθρωπος: «Γιατί έπρεπε αυτός, για τον οποίο τα πάντα
καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα τὸν ἀρχηγὸν
και μέσω του οποίου τα πάντα υπάρχουν, να τελειοποιήσει με τα πάθη τον
τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι." Τοῦτο δὲ σημαίνει
αρχηγό της σωτηρίας τους, ώστε να οδηγήσει πολλά παιδιά του στη δόξα».
λέγων, ὡς οὐκ ἄλλου ἦν ἀπὸ τῆς γενομένης φθορᾶς τοὺς ἀνθρώπους
Λέγοντας αυτό ο απόστολος δηλώνει ότι δεν μπορούσε άλλος ν’ αποσπάσει
ἀνενεγκεῖν, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν πεποιηκότος
τους ανθρώπους από τη φθορά, παρά μόνον ο Θεός Λόγος ο οποίος και από την
αὐτούς.
αρχή τους δημιούργησε.
῞Οτι δὲ διὰ τὴν περὶ τῶν ὁμοίων σωμάτων θυσίαν σῶμα καὶ αὐτὸς ὁ
Και το ότι έλαβε για τον εαυτό του σώμα ο Λόγος, για να το θυσιάσει για τα
Λόγος ἔλαβεν ἑαυτῷ, καὶ τοῦτο σημαίνουσι λέγοντες· "᾿Επεὶ οὖν τὰ
σώματα των ομοίων του, και αυτό το διδάσκουν λέγοντας: «Επειδή τα παιδιά
παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς παραπλησίως
έχουν σάρκα και αίμα, και αυτός παραπλήσια μετείχε από τα ίδια,
μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος
ώστε με το θάνατό του να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιφέρει
ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,
το θάνατο, δηλαδή το διάβολο· και ν’ απαλλάξει αυτούς που, από το φόβο του
ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."
θανάτου, ήταν υποδουλωμένοι σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους».
Τῇ γὰρ τοῦ ἰδίου σώματος θυσίᾳ καὶ τέλος ἐπέθηκε τῷ καθ᾿ ἡμᾶς νόμῳ,
Διότι, με τη θυσία του σώματός του κατάργησε τον εναντίον μας νόμο· αφού
καὶ ἀρχὴν ζωῆς ἡμῖν ἐκαίνισεν, ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως δεδωκώς·
μας έδωσε την ελπίδα της αναστάσεως, εγκαινίασε για μας αρχή νέας ζωής.
ἐπειδὴ γὰρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διὰ
Επειδή εξαιτίας ανθρώπων ο θάνατος επικράτησε στους ανθρώπους, γι’ αυτό
τοῦτο πάλιν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου
πάλι με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου καταργήθηκε ο θάνατος και ήλθε
κατάλυσις γέγονε καὶ ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις, λέγοντος τοῦ
η ανάσταση της ζωής, όπως το λέει ο θεοφόρος απόστολος:
χριστοφόρου ἀνδρός· "᾿Επειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου θάνατος, καὶ δι᾿
«Γιατί, όπως με τον άνθρωπο ήλθε ο θάνατος, και πάλι με άνθρωπο ήρθε η
ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ῞Ωσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες
ανάσταση των νεκρών· όπως ακριβώς έχοντας σχέση με τον Αδάμ όλοι
ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται",
πεθαίνουν, έτσι και με το Χριστό όλοι θα λάβουν τη ζωή»,
καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα.
και τα εξής.
Οὐκέτι γὰρ νῦν ὡς κατακρινόμενοι ἀποθνῄσκομεν, ἀλλ᾿ ὡς ἐγειρόμενοι
Τώρα πλέον δεν πεθαίνουμε ως κατάδικοι, αλλά, με την ελπίδα ότι θ’
περιμένομεν τὴν κοινὴν πάντων ἀνάστασιν, "ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει"
αναστηθούμε, περιμένουμε την κοινή ανάσταση όλων· αυτήν ο Θεός την
ὁ καὶ ταύτην ἐργασάμενος καὶ χαρισάμενος Θεός. Αἰτία μὲν δὴ πρώτη
έκανε και μας τη χάρισε και «θα τη φανερώσει στον καιρό που όρισε». Αυτή
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος αὕτη. Γνοίη δ᾿ ἄν τις αὐτοῦ τὴν
είναι λοιπόν η πρώτη αιτία της ενανθρωπήσεως. Όμως, και από τα επόμενα
ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς παρουσίαν εὐλόγως γεγενῆσθαι καὶ ἐκ τούτων.
μπορεί κάποιος να εννοήσει ότι δικαιολογημένα έγινε η ευλογημένη φανέρωσή
του σε μας.
11. ῾Ο Θεός, ὁ πάντων ἔχων τὸ κράτος, ὅτε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος
Ο Παντοκράτωρ Θεός, όταν δημιουργούσε το ανθρώπινο γένος με το Λόγο του,
διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ἐποίει, κατιδὼν πάλιν τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως
διέκρινε την αδυναμία της φύσεως των ανθρώπων: δεν θα μπορούσε η
αὐτῶν, ὡς οὐχ ἱκανὴ εἴη ἐξ ἑαυτῆς γνῶναι τὸν δημιουργόν, οὐδ᾿ ὅλως
ανθρώπινη φύση από μόνη της να γνωρίσει το δημιουργό της· ούτε πάλι να
ἔννοιαν λαβεῖν Θεοῦ, τῷ τὸν μὲν εἶναι ἀγέννητον, τὰ δὲ ἐξ οὐκ ὄντων
συλλάβει την έννοια του Θεού. Διότι, Αυτός είναι άκτιστος, ενώ αυτοί
γεγενῆσθαι, καὶ τὸν μὲν ἀσώματον εἶναι, τοὺς δὲ ἀνθρώπους κάτω που
δημιουργήθηκαν από το μηδέν· Αυτός είναι ασώματος, ενώ οι άνθρωποι
σώματι πεπλάσθαι, καὶ ὅλως πολλὴν εἶναι τὴν τῶν γενητῶν ἔλλειψιν
πλάστηκαν με σώμα κάτω στη γη· και γενικά, πολλές είναι οι ελλείψεις των
πρὸς τὴν τοῦ πεποιηκότος κατάληψιν καὶ γνῶσιν·
δημιουργημάτων, για να κατανοήσουν και γνωρίσουν το Δημιουργό τους.
ἐλεήσας πάλιν τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, ἅτε δὴ ἀγαθὸς ὤν, οὐκ ἀφῆκεν
Και πάλι όμως ο Θεός, επειδή είναι πανάγαθος, ελέησε τους ανθρώπους· δεν
αὐτοὺς ἐρήμους τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως, ἵνα μὴ ἀνόνητον ἔχωσι καὶ τὸ
τους στέρησε τη δυνατότητα να Τον γνωρίσουν, ώστε να έχει νόημα και η
εἶναι. Ποία γὰρ ὄνησις τοῖς πεποιημένοις μὴ γινώσκουσι τὸν ἑαυτῶν
ύπαρξή τους. Διότι, ποιά είναι η ωφέλεια των δημιουργημάτων, αν δεν
ποιητήν; ῍Η πῶς ἂν εἶεν λογικοὶ μὴ γινώσκοντες τὸν τοῦ Πατρὸς
γνωρίζουν τον πλάστη τους; Ή, πώς θα ήταν λογικά όντα, αν δεν γνώριζαν το
Λόγον, ἐν ᾧ καὶ γεγόνασιν; Οὐδὲν γὰρ οὐδὲ ἀλόγων διαφέρειν
Λόγο του Πατέρα, ο οποίος τα δημιούργησε; Δεν θα διέφεραν καθόλου από τα
ἔμελλον, εἰ πλέον οὐδὲν τῶν περιγείων ἐπεγίνωσκον. Τί δὲ καὶ ὁ Θεὸς
άλογα όντα, εφόσον δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε περισσότερο από τα επίγεια.
ἐποίει τούτους, ἀφ᾿ ὧν οὐκ ἠθέλησε γινώσκεσθαι;
Και γιατί να τους έπλασε ο Θεός, αν δεν ήθελε να Τον γνωρίζουν;
῞Οθεν, ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἀγαθὸς ὢν τῆς ἰδίας εἰκόνος αὐτοῖς τοῦ
Γι’ αυτό το λόγο, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, όντας ο Θεός καλός μετάδωσε
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μεταδίδωσι, καὶ ποιεῖ τούτους κατὰ τὴν
σ’ αυτούς από την ίδια την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· τους έκαμε
ἑαυτοῦ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν· ἵνα διὰ τῆς τοιαύτης χάριτος τὴν
σύμφωνα με τη δική του εικόνα και την ομοίωσή του. Έτσι, με το χάρισμα αυτό,
εἰκόνα νοοῦντες, λέγω δὴ τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, δυνηθῶσιν ἔννοιαν
βλέποντας την εικόνα –εννοώ το Λόγο του Πατέρα– να μπορούν να έχουν μέσω
δι᾿ αὐτοῦ τοῦ Πατρὸς λαβεῖν, καὶ γινώσκοντες τὸν ποιητὴν ζῶσι τὸν
αυτού και την έννοια του Πατέρα. Γνωρίζοντας λοιπόν τον πλάστη τους, να
εὐδαίμονα καὶ μακάριον ὄντως βίον.
ζουν αληθινά ευτυχισμένη και ευλογημένη ζωή.
᾿Αλλ᾿ ἄνθρωποι πάλιν παράφρονες, κατολιγωρήσαντες καὶ οὕτως τῆς
Οι άνθρωποι όμως πάλι ξέφυγαν και παραμέλησαν το χάρισμα που μ’ αυτό τον
δοθείσης αὐτοῖς χάριτος, τοσοῦτον ἀπεστράφησαν τὸν Θεόν, καὶ
τρόπο τους δόθηκε· τόσο πολύ απομακρύνθηκαν από το Θεό και τόσο μαύρισαν
τοσοῦτον ἐθόλωσαν ἑαυτῶν τὴν ψυχὴν ὡς μὴ μόνον ἐπιλαθέσθαι τῆς
με κακίες την ψυχή τους, ώστε όχι μόνο λησμόνησαν την έννοια του Θεού
περὶ Θεοῦ ἐννοίας, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἀνθ᾿ ἑτέρων ἑαυτοῖς ἀναπλάσασθαι.
αλλά άλλα αντί άλλων επινόησαν για τον εαυτό τους.
Εἴδωλά τε γὰρ ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἑαυτοῖς ἀνετυπώσαντο, καὶ τὰ οὐκ
Διότι, έφτιαξαν είδωλα για τον εαυτό τους στη θέση του αληθινού Θεού·
ὄντα τοῦ ὄντος Θεοῦ προετίμησαν, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα
προτίμησαν τα ανύπαρκτα από τον πραγματικό Θεό· λάτρεψαν την κτίση
λατρεύοντες, καὶ τό γε χείριστον, ὅτι καὶ εἰς ξύλα καὶ εἰς λίθους καὶ εἰς
και όχι τον κτίστη· και το χειρότερο, την τιμή που αρμόζει στο Θεό την
πᾶσαν ὕλην καὶ ἀνθρώπους τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν μετετίθουν, καὶ
απόδωσαν σε ξύλα, πέτρες, σε κάθε υλικό και σε ανθρώπους. Κι ακόμη
πλείονα τούτων ποιοῦντες, ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴρηται.
περισσότερα απ’ αυτά έκαναν, όπως τα διηγηθήκαμε προηγουμένως.
Τοσοῦτον δὲ ἠσέβουν, ὅτι καὶ δαίμονας ἐθρήσκευον λοιπὸν καὶ θεοὺς
Τόσο πολύ ασέβησαν ώστε στο εξής και δαιμόνια λάτρευαν και τα
ἀνηγόρευον, τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν ἀποπληροῦντες. Θυσίας τε γὰρ
αναγόρευαν θεούς· έτσι ικανοποιούσαν τις κακές επιθυμίες τους. Θυσίαζαν
ζῴων ἀλόγων, καὶ ἀνθρώπων σφαγάς, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, εἰς
ζώα, έκαναν και ανθρωποθυσίες για τη λατρεία εκείνων των θεών, όπως τα
τὸ ἐκείνων καθῆκον ἐπετέλουν, πλεῖον ἑαυτοὺς τοῖς ἐκείνων
προείπαμε· έτσι, υποδουλώνονταν ακόμη περισσότερο στην
οἰστρήμασι καταδεσμεύοντες.
ακόλαστη μανία εκείνων.
Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ μαγεῖαι παρ᾿ αὐτοῖς ἐδιδάσκοντο, καὶ μαντεῖα
Γι’ αυτό, λοιπόν, δίδασκαν αυτοί ακόμη και μαγικές τελετές· τα κατά τόπους
κατὰ τόπον τοὺς ἀνθρώπους ἐπλάνα, καὶ πάντες τὰ γενέσεως καὶ τοῦ
μαντεία πλάνευαν τους ανθρώπους. Όλοι απέδιδαν την αιτία της γεννήσεώς
εἶναι ἑαυτῶν τὰ αἴτια τοῖς ἄστροις καὶ τοῖς κατ᾿ οὐρανὸν πᾶσιν
τους και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους στα άστρα και στα
ἀνετίθουν, μηδὲν πλέον τῶν φαινομένων λογιζόμενοι.
ουράνια σώματα· δεν σκέφτονταν τίποτε περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν.
Καὶ ὅλως πάντα ἦν ἀσεβείας καὶ παρανομίας μεστά, καὶ μόνος ὁ Θεὸς
Γενικά, όλα ήταν γεμάτα από ασέβειες και παρανομίες· μόνον ο Θεός και ο
οὐδὲ ὁ τούτου Λόγος ἐπεγινώσκετο, καίτοι οὐκ ἀφανῆ ἑαυτὸν τοῖς
Λόγος του δεν αναγνωριζόταν, παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του αφανή
ἀνθρώποις ἐπικρύψας, οὐδὲ ἁπλῆν τὴν περὶ ἑαυτοῦ γνῶσιν αὐτοῖς
στους ανθρώπους και δεν έδωσε μια αμυδρή γνώση του εαυτού του σ’ αυτούς·
δεδωκώς, ἀλλὰ καὶ ποικίλως καὶ διὰ πολλῶν αὐτὴν αὐτοῖς ἐφαπλώσας.
αλλά, με πολλούς και ποικίλους τρόπους τους φανέρωσε τη μαρτυρία του
εαυτού του.
12. Αὐτάρκης μὲν γὰρ ἦν ἡ κατ᾿ εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν
Το χάρισμα του κατ’ εικόνα θα ήταν μόνο του αρκετό να γνωρίζει ο άνθρωπος
Λόγον, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα· εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν
το Θεό Λόγο, και μέσω αυτού τον Πατέρα. Επειδή όμως ο Θεός γνώριζε την
ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν᾿ ἐὰν ἀμελήσαιεν
αδυναμία των ανθρώπων, προνόησε για την αμέλειά τους· ώστε, αν αμελούσαν
δι᾿ ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν
να γνωρίσουν με τον εαυτό τους το Θεό, να μπορούν με τα δημιουργήματα να
δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν.
μη ξεχνούν το Δημιουργό τους.
᾿Επειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ᾿ ὀλίγον
Η αμέλεια όμως των ανθρώπων προχωρούσε σιγά σιγά στα χειρότερα.
ἐπικαταβαίνει· προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν
Έτσι πάλι φρόντισε ο Θεός να καλύψει κι αυτή τους την αδυναμία·
ἀσθενείας, νόμον καὶ προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας,
έδωσε το Νόμο και έστειλε τους προφήτες που ήταν γνώριμοι σ’ αυτούς, ώστε,
ἵνα ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν
ακόμη κι αν βαρεθούν να κοιτάξουν τον ουρανό και να γνωρίσουν το
ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. ῎Ανθρωποι γὰρ παρὰ
δημιουργό, να έχουν κοντά τους τη διδασκαλία του. Διότι οι άνθρωποι μπορεί
ἀνθρώπων ἐγγυτέρω δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων.
από ανθρώπους να μάθουν καλύτερα για τα σπουδαιότερα πράγματα.
᾿Εξὸν οὖν ἦν ἀναβλέψαντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
Ήταν δυνατό σ’ αυτούς να προσέξουν το μέγεθος του ουρανού και να
κατανοήσαντας τὴν τῆς κτίσεως ἁρμονίαν, γνῶναι τὸν ταύτης
εννοήσουν την αρμονία του σύμπαντος, για να γνωρίσουν τον κυβερνήτη του,
ἡγεμόνα τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν τῇ ἑαυτοῦ εἰς πάντα προνοίᾳ
το Λόγο του Πατέρα. Αυτός, με την πρόνοιά του για όλα, γνωρίζει σε όλους
γνωρίζοντα πᾶσι τὸν Πατέρα, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὅλα κινοῦντα, ἵνα δι᾿
τον Πατέρα του· Αυτός τα κινεί τα πάντα, ώστε απ’ αυτόν
αὐτοῦ πάντες γινώσκωσι τὸν Θεόν.
όλοι να γνωρίζουν το Θεό.
῍Η εἰ τοῦτο αὐτοῖς ἦν ὀκνηρόν, κἂν τοῖς ἁγίοις δυνατὸν ἦν αὐτοὺς
Ή, κι αν αυτό τους ήταν βαρετό (η θεώρηση της κτίσεως), μπορούσαν να
συντυγχάνειν, καὶ δι᾿ αὐτῶν μαθεῖν τὸν τῶν πάντων δημιουργὸν
συναναστρέφονται με τους Αγίους· κι απ’ αυτούς να γνωρίσουν το Θεό
Θεόν, τὸν τοῦ Χριστοῦ Πατέρα· καὶ ὅτι τῶν εἰδώλων ἡ θρησκεία
δημιουργό των πάντων, τον Πατέρα του Χριστού· να μάθουν ακόμη ότι η
ἀθεότης ἐστὶ καὶ πάσης ἀσεβείας μεστή.
ειδωλολατρία είναι αθεΐα και η πιο μεγάλη ασέβεια.
᾿Εξὸν δὲ ἦν αὐτοὺς καὶ τὸν νόμον ἐγνωκότας, παύσασθαι πάσης
Μπορούσαν ακόμη να μάθουν το Νόμο, να σταματήσουν κάθε κακία
παρανομίας καὶ τὸν κατ᾿ ἀρετὴν ζῆσαι βίον. Οὐδὲ γὰρ διὰ ᾿Ιουδαίους
και να ζήσουν ενάρετη ζωή. Ο Νόμος βέβαια δεν αφορούσε μόνο τους
μόνους ὁ νόμος ἦν οὐδὲ δι᾿ αὐτοὺς μόνους οἱ προφῆται ἐπέμποντο,
Ιουδαίους· ούτε έστελνε τους προφήτες μόνο γι’ αυτούς·
ἀλλὰ πρὸς ᾿Ιουδαίους μὲν ἐπέμποντο, καὶ παρὰ ᾿Ιουδαίων ἐδιώκοντο·
το αντίθετο: έρχονταν στους Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι τους καταδίωκαν.
πάσης δὲ τῆς οἰκουμένης ἦσαν διδασκάλιον ἱερὸν τῆς περὶ Θεοῦ
Αποτελούσαν βέβαια (οι Ιουδαίοι ως "εκλεκτός λαός") ιερό σχολείο όλης της
γνώσεως, καὶ τῆς κατὰ ψυχὴν πολιτείας.
οικουμένης, για να γνωρίσουν και οι άλλοι το Θεό και να ζήσουν ενάρετα.
Τοσαύτης οὖν οὔσης τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας,
Τόσο μεγάλη, λοιπόν, ήταν η αγαθωσύνη και η φιλανθρωπία του Θεού!
ὅμως οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ
Οι άνθρωποι όμως, νικημένοι από τις πρόσκαιρες ηδονές και τις δαιμονικές
δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
φαντασιώσεις και πλεκτάνες, δεν παραδέχτηκαν την αλήθεια.
ἀλλ᾿ ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι
Γέμισαν την ψυχή τους με χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες, ώστε από τη
δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι.
συμπεριφορά τους να μη θεωρούνται πλέον λογικοί αλλά ανόητοι.
13. Οὕτω τοίνυν ἀλογωθέντων τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὕτως τῆς
Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι έχασαν το λογικό τους· η πλάνη των δαιμόνων
δαιμονικῆς πλάνης ἐπισκιαζούσης τὰ πανταχοῦ καὶ κρυπτούσης τὴν
επισκίαζε τα πάντα και έκρυβε τη γνώση του αληθινού Θεού.
περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ γνῶσιν, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν; σιωπῆσαι τὸ
Τί έπρεπε ο Θεός να κάνει; Να σιωπά για μια τόσο μεγάλη πλάνη,
τηλικοῦτον, καὶ ἀφεῖναι τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ δαιμόνων πλανᾶσθαι,
ν’ αφήνει τους ανθρώπους να πλανώνται από τους δαίμονες
καὶ μὴ γινώσκειν αὐτοὺς τὸν Θεόν;
και ν’ αγνοούν τον αληθινό Θεό;
Καὶ τίς ἡ χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γενέσθαι τὸν
Και τότε ποιός ήταν ο λόγος εξαρχής να δημιουργηθεί ο άνθρωπος κατ’ εικόνα
ἄνθρωπον; ἔδει γὰρ αὐτὸν ἁπλῶς ὡς ἄλογον γενέσθαι, ἢ γενόμενον
του Θεού; Έπρεπε αυτός ή να δημιουργηθεί χωρίς λογική ή, αν πλαστεί λογικός,
λογικὸν τὴν τῶν ἀλόγων ζωὴν μὴ βιοῦν. Τίς δὲ ὅλως ἦν χρεία ἐννοίας
να μη ζει τη ζωή των αλόγων ζώων. Ποιά ανάγκη υπήρχε αυτός εξαρχής να
αὐτὸν λαβεῖν περὶ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς; Εἰ γὰρ οὐδὲ νῦν ἄξιός ἐστι λαβεῖν,
προικιστεί με την έννοια του Θεού; Εφόσον ούτε τώρα αξίζει να την έχει,
ἔδει μηδὲ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτῷ δοθῆναι.
δεν έπρεπε να του είχε δοθεί από την αρχή.