«Ἔσχατος
ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15,26)
Η
θεολογική ανατροπή της φυσιοκρατικής θέασης του θανάτου
Ο
Κύριος Ιησούς Χριστός, κατά την αφήγηση του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Ἰω. 11,35),
στέκεται μπροστά στο μνήμα του φίλου Του, του Λαζάρου, και δακρύζει. Το πλέον
σύντομο χωρίο της Καινής Διαθήκης, «ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς», αποκαλύπτει με
δραματικό αλλά και βαθιά θεολογικό τρόπο τη στάση του Θεανθρώπου έναντι του
θανάτου. Δεν δακρύζει από αδυναμία· δεν υποκύπτει στην κοινή μοιρολατρική
αποδοχή του θανάτου ως φυσικής κατάληξης, αλλά εκφράζει τη θεϊκή Του συμπάθεια
και την υπαρξιακή Του απόρριψη του θανάτου ως αφύσικης εισβολής στην κτίση.
Η
εικόνα του Χριστού που δακρύζει αποκαλύπτει μια ριζική αλλαγή στη θεολογική
θεώρηση του θανάτου. Ενώ προγενέστερες κοσμοθεωρίες και μυστηριακές λατρείες
(όπως ο ορφισμός ή ο πλατωνισμός) αντιλαμβάνονταν τον θάνατο ως απελευθέρωση
της ψυχής από την ύλη ή ως μετάβαση στην αθανασία, η χριστιανική αποκάλυψη τον
αντιμετωπίζει ως εχθρό της ζωής, μια τραγική αλλοίωση της δημιουργικής πρόθεσης
του Θεού.
Ο
Απόστολος Παύλος είναι σαφής: «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ.
15,26). Ο θάνατος δεν είναι ούτε ευλογία ούτε φυσιολογική κατάληξη· είναι ο
έσχατος εχθρός που θα καταργηθεί οριστικά κατά τη τελική Ανάσταση. Ο θάνατος
εισήλθε στον κόσμο «διὰ τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. 5,12), ως συνέπεια της αποστασίας
του ανθρώπου από τον Θεό, δηλαδή της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου να ζήσει
αυτονομημένα, εαυτοκεντρικά, αντί εν κοινωνία με τον Δημιουργό του.
Η
Παλαιά Διαθήκη ήδη μαρτυρεί ότι «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾽
ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1,13). Ο Θεός είναι «Ζωή» (Ἰω. 14,6), και η ζωή
είναι το φυσικό περιβάλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Μέγας Αθανάσιος, στην
πραγματεία του «Περί της ενανθρωπήσεως», επισημαίνει ότι ο άνθρωπος, με το να
αποστραφεί την πηγή της ζωής (τον Θεό), περιέπεσε στη φθορά και τον θάνατο,
διότι «καθάπερ ἐκτός τοῦ φωτός ἡ σκότος, οὕτως ἐκτός τοῦ Θεοῦ ἡ φθορά καὶ ὁ
θάνατος» (§5).
Η
ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, η σταυρική Του θυσία και η Ανάστασή Του
συγκροτούν την τελεσίδικη απόρριψη του θανάτου ως φυσικής κατάστασης. Ο Χριστός
δεν αποδέχεται τον θάνατο· τον εισέρχεται, τον «γεύεται» (Ἑβρ. 2,9) και τον
καταργεί εκ των έσω, αναδεικνύοντας την Ανάσταση όχι ως επιστροφή σε μια
προηγούμενη κατάσταση, αλλά ως νέα, αφθαρτοποιημένη ζωή, εν Αγίῳ Πνεύματι.
Ο
θάνατος δεν είναι πλέον φυσικός, αλλά αντιφυσικός· δεν ανήκει στη δημιουργική
πρόθεση του Θεού, αλλά αποτελεί διαστρέβλωση της ζωής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία
δεν συμβιβάζεται με τον θάνατο· τον πολεμά εν αγάπῃ και πίστει, με την ελπίδα
της Αναστάσεως. Όπως γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
«Πενθοῦμεν
ἐπὶ τῷ θανάτῳ, ἀλλ’ ἐν ἐλπίδι ἀναστάσεως. Ἡμῖν γὰρ ἐστὶν ὁ θάνατος οὐ θάνατος, ἀλλὰ
κοίμησις» (Λόγος ἐπιτάφιος).
Η
απολυτρωτική δύναμη του Χριστού αποκαθιστά την αυθεντική κλήση του ανθρώπου: να
ζήσει εν κοινωνία ζωής με τον Θεό, διά της Εκκλησίας, μέσα στην προοπτική της
αναστάσεως και της αφθαρσίας (Α΄ Κορ. 15,53-54). Ο θάνατος καταργείται όχι
θεωρητικά αλλά οντολογικά, μέσα στο σώμα του Αναστημένου Χριστού, που γίνεται «ἀπαρχὴ
τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. 15,20).
Κατά
συνέπεια, η ορθόδοξη θεολογία δεν ερμηνεύει τον θάνατο ως λύση, ούτε ως πύλη σε
μια αφηρημένη μεταθανάτια ύπαρξη, αλλά ως τραυματισμό της σχέσης του ανθρώπου
με τον Θεό, που θεραπεύεται μόνο εν Χριστῷ. Η νίκη επί του θανάτου δεν είναι
αφηρημένη ιδέα αλλά εμπειρία κοινωνίας, η οποία ξεκινά ήδη από αυτή τη ζωή, με
τη βίωση της ζωής του Αναστημένου Κυρίου στην Εκκλησία, η οποία είναι «τόπος
ζωής και όχι θανάτου».