6 Ο Θεός της Ζωής και ο Αγώνας Κατά του Θανάτου
Ο Θεός, ο Δημιουργός μας, τοποθέτησε μέσα στο σώμα μας τα λεμφοκύτταρα
και τα πολυμορφοπύρηνα, τα οποία αποτελούν ζωτικά συστατικά του ανοσοποιητικού
μας συστήματος. Αυτά τα κύτταρα φρουρούν την ζωή μας, πολεμώντας τη φθορά και
τον θάνατο. Η ισορροπία τους είναι λεπτή: υπερβολική αύξηση οδηγεί σε ασθένειες
όπως η λευχαιμία, ενώ η έλλειψή τους σε ευπάθεια σε λοιμώξεις. Ωστόσο, η
διαχείριση αυτών των παραγόντων δεν βρίσκεται στα χέρια μας.
Συνεπώς, δεν μπορεί ο άνθρωπος να χαράξει τη ζωή του αποκλειστικά με
υλικούς τρόπους, όπως η διατροφή ή οι ιατρικές εξετάσεις. Αν επιθυμούμε
πραγματική υγεία και εσωτερική ισορροπία, πρέπει να δεχθούμε τον Χριστό και να
ακολουθήσουμε τον δρόμο ζωής που Εκείνος όρισε για εμάς.
Το ανθρώπινο μυαλό, δώρο του Θεού, μας καθιστά συνειδητούς για την
παρουσία Του. Ο σκοπός του νου δεν είναι η διαρκής δράση, αλλά η πνευματική
ανάπαυση και η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του.
Ο θάνατος δεν αποτελεί θέλημα Θεού, αλλά το αποτέλεσμα της αποστροφής
του ανθρώπου από τον Δημιουργό του. Ο Απόστολος Παύλος το επισημαίνει ξεκάθαρα:
«ὁ μισθὸς τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6:23). Είναι αξιοσημείωτο πως, παρά αυτή
την αλήθεια, ο χριστιανικός κόσμος για αιώνες έχει αποδεχτεί τον θάνατο ως
αναπόφευκτο φίλο και κηρύσσει τη μεταθανάτια ζωή ως κύριο αντικείμενο ελπίδας.
Αντίθετα, ο Χριστός ήρθε να νικήσει τον θάνατο. Ο ίδιος αντιμετώπισε
τον θάνατο ως εχθρό και όχι ως θέλημα Θεού. Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί τη
νίκη επί της φθοράς και την εγγύηση της ζωής.
Ας σταματήσουμε να θεωρούμε τη μεταθανάτια ζωή ως απλή παράδοση ή
θέλημα Θεού. Αντίθετα, ας αγωνιστούμε να ζήσουμε τη ζωή που μας έχει δοθεί με
μετάνοια, αναγέννηση, ζώσα πίστη και ανυπόκριτη αγάπη.
Σήμερα, η ζωή μας συχνά μοιάζει με κόλαση, γεμάτη πόνο και απομάκρυνση
από τον Θεό. Όμως, αν δεχθούμε τον Χριστό, η Βασιλεία του Θεού θα ανατείλει
μέσα μας και γύρω μας, μεταμορφώνοντας την πραγματικότητά μας.
Ενώ ο θάνατος πλησιάζει, όλοι μας – πνευματικοί και κοσμικοί – τρέχουμε
για βοήθεια και θεραπεία. Αν πραγματικά πιστεύαμε αυτά που κηρύττουμε για τη
μεταθανάτια ζωή, τότε ο θάνατος δεν θα ήταν φόβος αλλά η μετάβαση με χαρά. Ας
αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις και ας φέρουμε την αλήθεια του Χριστού στην
καθημερινή μας ζωή. Αμήν.
Αυτό το κείμενο αναπτύσσει τρεις θεολογικούς τρόπους με τους οποίους ο
άνθρωπος μπορεί να εισέλθει στην αιώνια ζωή, μέσα από τη διδασκαλία της
Ορθόδοξης παράδοσης και τη Βίβλο. Ας το συνοψίσουμε και σχολιάσουμε πιο σύντομα
και συστηματικά, ώστε να γίνει κατανοητό σε πανεπιστημιακό θεολογικό επίπεδο:
Τρεις Τρόποι Εισόδου στην Αιώνια Ζωή
1. Ο κοινός θάνατος και η ανάσταση των νεκρών
Ο πρώτος τρόπος αφορά τη φυσιολογική ανθρώπινη ζωή που ακολουθείται από
τον βιολογικό θάνατο. Το σώμα επιστρέφει στη γη, διαλύεται, ενώ η ψυχή
συνεχίζει να υπάρχει στην «χώρα των πνευμάτων» (πρβλ. Λουκ. 16:22, Πράξεις 2:27-31).
Εκεί η ψυχή αναμένει την τελική ανάσταση, όταν ο Κύριος θα αναστήσει όλους τους
νεκρούς με σώματα, είτε αυτά προέρχονται από την ανασύνθεση της γης είτε από
«αχειροποίητα» σώματα, όπως ονομάζονται (Β' Κορ. 5:1, Α' Κορ. 15:44).
Η τελική κρίση, που συνδέεται με την ελευθερία της επιλογής, αναδεικνύει
ότι ο άνθρωπος ελεύθερα αποφασίζει αν θα ζήσει στην Βασιλεία του Θεού ή όχι (Αποκ.
3:20, Ματθ. 25:31-46). Το γεγονός ότι υπάρχει και χώρος αποστασίας, μαρτυρεί
την υπόσταση της κόλασης ως ελευθερία απόρριψης του Θεού.
2. Η αναστάσιμη ζωή χωρίς το διαμελισμό του σώματος
Ο δεύτερος τρόπος είναι η περίπτωση του Χριστού και ομοίων Αγίων, οι
οποίοι μετά το θάνατο αναστήθηκαν με το ίδιο σώμα, αλλά μεταστοιχειωμένο σε
σώμα δόξης και αφθαρσίας (Φιλ. 3:20-21, Α' Κορ. 15:42-44). Ο άνθρωπος αυτός δεν χάνει το σώμα του, αλλά το
μεταμορφώνει για να ζήσει αιώνια με τον Θεό στην «χώρα των ζώντων», όπως
περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη (Ησ. 57:1) και στο Ευαγγέλιο (Ιω. 14:1-3).
Αυτή η πραγματικότητα, που βιώνεται ιστορικά από ορισμένους Αγίους, όπως
ο Ενώχ, ο Ηλίας, η Αγία Ευθυμία κ.ά., μαρτυρεί την υπερφυσική δυνατότητα της
θείας χάρης να μεταστοιχειώνει το σώμα πριν από την τελική ανάσταση.
3. Η ζώσα πίστη και η πνευματική αναγέννηση
Ο τρίτος τρόπος αφορά τον αγώνα του ανθρώπου που ζει με πίστη, προχωρά
στην αναγέννηση και στον αγιασμό, αποκτώντας ζώσα πίστη και θεία κοινωνία. Η
πνευματική ζωή έχει άμεση επίδραση στο σώμα και στον εγκέφαλο μέσω βιοχημικών
διεργασιών, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις βιολογικές επιστήμες.
Ο άνθρωπος, μέσω της υπακοής στις εντολές του Θεού (Δευτ. 30:15-20) και
με τη χάρη, μπορεί να μεταστοιχειωθεί πνευματικά και σωματικά, να ενδυθεί το
σώμα δόξης και να ζήσει «εν Χριστώ» την αιώνια ζωή (Ιω. 11:25-27, Α' Κορ. 15:53). Η
ελεύθερη επιλογή της ζωής και η συνεργασία με τον Θεό είναι καθοριστικές.
Ο Σολομών επιβεβαιώνει ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο ως
οριστική κατάσταση, αλλά την ζωή (Σοφ. Σολομ. 1:13-14), δείχνοντας τη
σωτηριολογική προοπτική της αναστάσεως.
Θεολογικό Συμπέρασμα
Η αιώνια ζωή προσεγγίζεται μέσα από διαφορετικές, αλλά συμπληρωματικές
οδούς:
Η φυσική ζωή και ο θάνατος
ως προετοιμασία για την ανάσταση,
Η υπερφυσική αναστάσιμη
ζωή με σώμα δόξης,
Η πνευματική ζωή και αναγέννηση ως προϋπόθεση της μετάληψης της ζωής
αυτής εδώ και τώρα.
Κάθε τρόπος συνδέεται με την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Χριστού, τη
θεία χάρη και την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Η πίστη και η υπακοή αποτελούν
την οδό για τη μεταμόρφωση και ένωση με τον Θεό, η οποία είναι η αληθινή ζωή.
Η φανέρωση της αιωνίου ζωής εν Χριστῷ και η κατάργηση του θανάτου
Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού αποτελεί την κορωνίδα της
θείας Οικονομίας και τη σαφή αποκάλυψη ότι η ασθένεια, ο θάνατος, η αμαρτία και
η μεταθανάτια ζωή δεν ανήκουν στη βούληση του Θεού, αλλά είναι συνέπειες της
πτώσεως και αποτελούν εχθρούς της θείας ζωής. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εισερχόμενος
στον κόσμο, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και, δια της παρουσίας και του λόγου
του, ανήγγειλε και πραγματοποίησε την κατάργηση αυτών των υπαρξιακών τραυμάτων
της ανθρωπότητας.
Ο τρόπος της αποκαταστάσεως και της σωτηρίας ήταν η πρόσκληση: «ἀκολούθει
μοι» (Μαρκ. 2:14). Ο λόγος του Χριστού απευθύνεται στην ελευθερία του ανθρώπου
και τον καλεί να εξέλθει από την κατάσταση της φθοράς και να εισέλθει στον χώρο
της αφθαρσίας, δια της μετανοίας και της αφιερώσεως. Ο άνθρωπος, ο οποίος
υπήρξε δέσμιος των συνεπειών της αμαρτίας, ελευθερώνεται δια του Χριστού και
λαμβάνει την εξουσία να ενδυθεί τη ζωή του Χριστού, μεταμορφούμενος εσωτερικά
και εξωτερικά. Το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου καθίστανται "σώμα Χριστού", δηλαδή
ναός του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Α΄ Κορ. 6:19), και ο νους φωτίζεται από τη
Σοφία του Θεού, καθιστώντας τον άνθρωπο «μέτοχο θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1:4).
Η ζωή την οποία προσφέρει ο Χριστός είναι ζωή απεριόριστη, δηλαδή
αιώνια. Πρόκειται όχι μόνον για διάρκεια, αλλά και για ποιότητα ζωής, διότι ο
Λόγος του Θεού είναι «ζωή» και «φως των ανθρώπων» (Ιω. 1:4). Ο απόστολος Παύλος
διακηρύσσει ότι η χάρις εδόθη «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων» και
εφανερώθη «διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν
τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου» (Β΄ Τιμ.
1:9-10).
Η κατάργηση του θανάτου έχει ήδη συντελεσθεί εν Χριστῷ. Το γεγονός ότι
ο θάνατος εξακολουθεί να υπάρχει εμπειρικά στον κόσμο, δεν αναιρεί τη νίκη του
Χριστού, αλλά φανερώνει την ατελή ακόμη μετοχή των ανθρώπων στο έργο της
σωτηρίας. Επομένως, η πίστη, η αγάπη και η υπακοή στον Λόγο του Θεού είναι
αναγκαίες προϋποθέσεις για να ενεργοποιηθεί η θεία δωρεά εντός μας.
Η ζωή εν Χριστῷ δεν είναι απλώς βιολογική επιβίωση, αλλά ζωή πληρότητας,
νόησης και αγάπης. Ο Ιησούς διαβεβαιώνει: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων
τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον... μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.» (Ιω. 5:24). Ο
άνθρωπος καλείται να εξέλθει από τη σφαίρα του θανάτου και να εισέλθει στη ζωή
διά της πίστεως και της ενεργού υπακοής στον Λόγο του Θεού.
Η κάθαρση του πνεύματος, δηλαδή η αποβολή των παθών και η απομάκρυνση
των ξένων στοιχείων της αμαρτίας, αποτελεί προϋπόθεση του αγιασμού. Ο αγιασμός,
ως θεία ενέργεια, προκαλεί τον θείο έρωτα, ο οποίος οδηγεί στην αφιέρωση και
στην σταθερή προσήλωση στον λόγο του Θεού. Η αφιέρωση δεν είναι περιστασιακή
κατάσταση, αλλά συνεχής βίωση του θελήματος του Θεού μέσα από την προσευχή, την
ασκητική ζωή και την κοινωνία με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Η ζωή του χριστιανού καλείται να εμπλουτίζεται όχι μόνο χρονικά αλλά
κυρίως ποιοτικά, ώστε ο χρόνος να μετασχηματίζεται σε καιρό σωτηρίας. Το
ζητούμενο δεν είναι η απλή προσθήκη ετών, αλλά η ένταξη της ζωής στην
αιωνιότητα, όπως την αποκαλύπτει και τη χαρίζει ο Χριστός. Διότι χωρίς τον
Χριστό, ο άνθρωπος είναι «νεκρός καίτοι ζῇ» (πρβλ. Αποκ. 3:1), ενώ εν Χριστῷ «ζῇ
Χριστὸς ἐν ἐμοί» (Γαλ. 2:20).
Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αποστέλλεται από τον Πατέρα διά του Υιού, είναι
η πηγή της ζωής. Ο Χριστός διακηρύσσει: «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν» (Ιω.
6:63) και «ἐὰν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα»
(Ιω. 8:51). Η αιώνια ζωή είναι η γνώση του αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού,
ον απέστειλε (Ιω. 17:3).
Η επιθυμία για αθανασία είναι θεολογικά θεμιτή, εφ’ όσον εδράζεται στην
πρόσληψη των ιδιοτήτων του Θεού και στην αγιαστική μετοχή στη ζωή Του. Αντιθέτως,
κάθε εγωιστική προσπάθεια να επιτευχθεί η αθανασία χωρίς τον Θεό είναι
ουσιαστικά αρρώστια της υπάρξεως. Ο Θεός θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (Α΄
Τιμ. 2:4), και χάρισε την αιώνια ζωή ως δωρεά σε όσους Τον αγαπούν και τηρούν
τον Λόγο Του.
Η αιώνια ζωή δεν είναι μεταθανάτια υπόσχεση, αλλά παρούσα
πραγματικότητα διά της χάριτος. Οι «ἐν Κυρίῳ κοιμηθέντες» προσδοκούν την
ανάσταση, όχι ως φυσική αναγκαιότητα, αλλά ως συνέπεια της νίκης του Χριστού
επί του θανάτου. Ο άνθρωπος καλείται να ζήσει όχι απλώς «πολλά έτη», αλλά να
ζήσει εν Χριστῷ, βιώνοντας τον θείο Λόγο, την πίστη, την υπομονή και τη
μετάνοια ως όργανα ζωοποιίας και αφθαρσίας.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει ότι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκωθεὶς
ἔδειξεν ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέωσις». Αυτός είναι ο
προορισμός του ανθρώπου: να ζήσει με τον Θεό, εν τῷ Θεῷ, αιωνίως. Η Εκκλησία
δεν υπόσχεται απλώς μετά θάνατον δικαίωση, αλλά εδώ και τώρα αναγέννηση, καθαρισμό
και μέθεξη της ζωής του Θεού.
Γι’ αυτό και το μέγιστο ζητούμενο σήμερα είναι να ενστερνισθούμε τον
Λόγο του Θεού, να ζωοποιηθούμε εν Αγίῳ Πνεύματι και να προγευθούμε της
βασιλείας του Θεού ήδη από την παρούσα ζωή, ώστε «ζῶντες ἐν σαρκί» να μη ζούμε
πλέον εμείς, «ἀλλὰ Χριστὸς ζῇ ἐν ἡμῖν» (Γαλ. 2:20).
Διάκριση μεταξύ πνευματικής αφιέρωσης και εγωκεντρικής απομόνωσης
Στην πνευματική πορεία του ανθρώπου, η σιωπή και η μοναξιά αποτελούν
δύο πολύτιμους πυλώνες για τη συνάντηση με τον Θεό. Ωστόσο, η επιθυμία για
απομόνωση δεν είναι πάντοτε καρπός της Χάριτος· μπορεί να πηγάζει είτε από τη
χάρη της πνευματικής αφιέρωσης είτε από το πάθος της μισανθρωπίας και της
πνευματικής τύφλωσης.
Η πνευματική παράδοση της Εκκλησίας διακρίνει δύο είδη μοναξιάς: την
ασκητική και θεοφιλῆ μοναχικότητα και την παθολογική, δαιμονική απομόνωση. Ο
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: «Ο φίλος της σιωπής πλησιάζει τον Θεόν· και όστις
καυχάται εις την κοινωνίαν των ανθρώπων, μακρύνεται αυτού» (Λόγος λβ΄). Η
απομάκρυνση από τον κόσμο μπορεί να είναι είτε καρπός της καθαρής επιθυμίας για
προσευχή και θεωρία Θεού, είτε αποτέλεσμα πνευματικής ανισορροπίας και
εγωιστικής αδυναμίας συνύπαρξης.
Ο άνθρωπος που παραμένει μόνος επειδή αδυνατεί να συγχωρέσει, να
ανεχτεί, να αγαπήσει, δεν βιώνει την ησυχία ως μέσον καθάρσεως αλλά ως φυγή και
αυτοδικαίωση. Οι σκέψεις του είναι ταραχώδεις, καχύποπτες, κατακριτικές· κάθε
ανθρώπινη σχέση φαντάζει βάρος ή απειλή· η μοναξιά του είναι μία πυρίκαυστη
κατάσταση, στην οποία ο ίδιος φλέγεται από τα πάθη του, χωρίς να οδηγείται σε
μετάνοια. Ο εν λόγω άνθρωπος «πανταχοῦ βλέπει σφάλματα» και «ἐν παντὶ προσώπῳ
βλέπει ἀπειλήν». Όπως αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος: «Ουδείς δαιμονίζεται αν δεν
εχθρεύεται τον πλησίον του».
Αντιθέτως, ο αναγεννημένος εν Χριστῷ άνθρωπος, αναχωρεί για να
προσέλθει· αποσύρεται εκ του κόσμου για να ενωθεί με τον Θεό. Αναζητεί την
εσωτερική σιγή, όχι από μίσος προς τον κόσμο, αλλά από έρωτα προς την Αλήθεια·
η ησυχία του είναι θεοκοινωνία, όχι μισανθρωπία. Ο ίδιος μπορεί να ζήσει
ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς ταραχή· έχει τη δύναμη της συγχωρητικότητας, της
διάκρισης, της ειρήνης. Δεν κρίνει κανέναν, αλλά «πάντας ὡς ἀδελφοὺς θεωρεῖ» και
προσφέρει χάρη και ευλογία σε κάθε συνάντηση. Όπως γράφει ο Άγιος Συμεών ο Νέος
Θεολόγος: «Ο ορών αληθώς τον εαυτόν του, ως άξιον παντός ελέους, δεν κατακρίνει
ουδένα».
Η κρίσιμη διαφορά είναι η εξής: ο πρώτος, που απομονώνεται από εγωισμό,
δεν μπορεί να αγαπήσει· ενώ ο δεύτερος, που αποσύρεται από αγάπη προς τον Θεό, μπορεί
να αγαπήσει όλους. Ο πρώτος απορρίπτει τον κόσμο· ο δεύτερος τον φέρει μέσα
στην προσευχή του. Ο πρώτος δεν αντέχει τη διαφορετικότητα· ο δεύτερος τη
σκεπάζει με την αγάπη (πρβλ. Α΄ Πέτρ. 4,8: «ἡ ἀγάπη καλύπτει πλήθος ἁμαρτιῶν»).
Ο ένας δαιμονίζεται με κάθε αφορμή, ο άλλος αγιάζεται με κάθε ευκαιρία.
Η δυνατότητα του χριστιανού να είναι ταυτόχρονα εν τω κόσμῳ αλλά όχι εκ
του κόσμου (Ιω. 17,14-16) αποτελεί δείκτη πνευματικής ωριμότητας. Η αληθινή
μοναξιά του Χριστιανού δεν είναι απομάκρυνση από τον άλλον, αλλά είσοδος στον
χώρο της κοινωνίας με τον Θεό, ώστε να αγαπά πιο αληθινά τον κάθε άνθρωπο.
Από το ανθρώπινο στο θεοειδές
Κατά τα πρώτα βήματα της ζωής μας, είναι φυσικό και αναγκαίο να
ακολουθούμε τον δρόμο που προτείνει ο κόσμος. Η διαμόρφωση της προσωπικότητας, η
είσοδος στην κοινωνία και η απόκτηση βασικών αξιών γίνονται εντός της
ανθρώπινης τάξης και των θεσμών που την οργανώνουν. Ο Απόστολος Παύλος το
εκφράζει με ακρίβεια: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς, χοϊκός• ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, ὁ
Κύριος, ἐξ οὐρανοῦ» (Α΄ Κορ. 15,47). Πράγματι, υπάρχει μια πρώτη, φυσική
ανθρωπότητα, και μία δεύτερη, πνευματική. Η πρώτη είναι η απαρχή της εμπειρίας
μας· η δεύτερη είναι ο σκοπός.
Ο κόσμος, με την αγαθή του πλευρά —όταν τη διακρίνουμε και την
αξιοποιούμε— μπορεί να μας προσφέρει γερές βάσεις: μόρφωση, κοινωνικότητα, ευγένεια,
εργατικότητα, αλληλεγγύη. Οι κοινωνίες των ανθρώπων, στο μέτρο που διατηρούν
εντός τους την αγαθή πρόνοια του Θεού, μπορούν να είναι παιδαγωγοί προς Χριστόν.
Η σπουδή, η εργασία, η οικογένεια και η κοινωνική ζωή είναι αγαθά που, εφόσον
ενταχθούν μέσα στην ευχαριστιακή ευχαριστία και την προοπτική της Βασιλείας, μπορούν
να υπηρετήσουν τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ωστόσο, καθώς η ψυχή ωριμάζει, έρχεται κάποια στιγμή η υπαρξιακή
αφύπνιση. Η πνευματικότητα δεν είναι πλέον πολυτέλεια ή ατομική αναζήτηση·
γίνεται αναγκαιότητα, γίνεται πείνα και δίψα, όπως λέει ο ψαλμωδός: «Ἐδίψησεν ἡ
ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. 41,3). Ο άνθρωπος τότε αναγνωρίζει ότι
πίσω από την αρμονία των πραγμάτων, πίσω από τη φαινομενική πληρότητα των
σχέσεων και των αγαθών, υπάρχει μια άλλη κλίση — η κλίση προς τον Θεό. Ο λόγος
του Κυρίου προς τον πλούσιο νέο αναδύεται ως καθοριστικός: «Ἔν σοι ἔτι λείπει» (Μαρκ.
10,21). Εκεί γεννιέται η δεύτερη δημιουργία, η αναγέννηση εξ ύδατος και Πνεύματος
(Ιω. 3,5), η πορεία από το «καθ’ εἰκόνα» στο «καθ’ ὁμοίωσιν».
Έτσι, ο άνθρωπος καλείται να γίνει αυτό που σκέφτηκε στην παιδική του
αθωότητα και ωριμότητα· και ακόμη περισσότερο, αυτό που ενέπνευσε ο Θεός στην
καρδιά του: να ανακαλύψει το θέλημά Του. Στην αρχή, πράγματι, χρειάζεται να
κάνουμε αυτό που αγαπάμε, αυτό που έχουμε ως επιθυμία. Όμως με τον καιρό η
επιθυμία μεταμορφώνεται. Από εγωκεντρική γίνεται Θεοκεντρική· από επιθυμία του
εαυτού, γίνεται πόθος για τον Θεό. Όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ὅταν
ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μὴ συγκρατεῖται πλέον ὑπὸ τῶν παθῶν, τότε ἀρχίζει νὰ
γίνεται θεοειδής».
Η ζωή με τον Θεό δεν έρχεται να καταργήσει το ανθρώπινο· έρχεται να το
μεταστοιχειώσει. Να δώσει βάθος στη σπουδή, νοηματοδότηση στην εργασία, εσωτερικότητα
στις σχέσεις, και αγιότητα στη συζυγία και στην ανατροφή των παιδιών. Ο
Χριστιανός δεν εγκαταλείπει τον κόσμο από μίσος, αλλά τον ξεπερνά διά της
αγάπης. Τότε και μόνον τότε μπορεί να ζήσει ειρηνικά και με τους φίλους και με
τους εχθρούς του· όχι επειδή δεν υπάρχει σύγκρουση, αλλά επειδή μέσα του
κατοικεί η ειρήνη του Χριστού: «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλιπ.
4,7).
Όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήσει το κάλεσμα του Θεού, καλείται να
μεταμορφώσει την καθημερινότητά του σε πορεία προς το Φως. Ό,τι κάνει, από το
πιο ταπεινό ως το πιο υψηλό, αποκτά θεολογική σημασία: εργάζεται, αλλά
εργάζεται εν Χριστῷ· αγαπά, αλλά αγαπά εν Χριστῷ· ζει, αλλά δεν ζει πλέον αυτός,
«ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Όποιο κι αν είναι το έργο σου, όποια κι αν είναι η ζωή σου, όποια κι αν
είναι η πορεία σου, να θυμάσαι: αν εσύ γίνεις αυτό που πραγματικά θέλει ο Θεός,
τότε έχεις γίνει κάτι αιώνιο. Και τότε καμία γνώμη ανθρώπων δεν έχει ισχύ·
διότι είσαι πλέον ενωμένος με το θέλημα του Θεού, και αυτό αρκεί.
Συμπέρασμα
Θέλημα Θεού και σοφία Θεού διακατέχει εκείνον που αφιερώνει όλη του τη
ζωή στην αναζήτηση των μέσων της χάριτος, ώστε, διά του Ευαγγελίου, να
καταργήσει από το πνεύμα και το σώμα του τη φθορά και τον θάνατο. «Θάνατος οὐκέτι
κυριεύει» (Ρωμ. 6,9). Αμήν.
Η θεογνωσία ως αποκαλυπτική εμπειρία
Η αλήθεια μετέχεται· δεν κατέχεται. Ο Θεός δεν ανακαλύπτεται·
αποκαλύπτεται. Η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης στην πατερική και βιβλική
θεολογία. Ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της αλήθειας· δεν τη συλλαμβάνει με τη
διάνοια του, ούτε τη θεμελιώνει στην προσωπική του αυτοδικαίωση· αλλά τη
δέχεται ως δωρεά, ως φανέρωση, ως αποκάλυψη του Θεού σε καρδιά καθαρή και
ταπεινή. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, «ο Θεός βλέπεται μόνον υπό των
καθαρών τῇ καρδίᾳ» (Λόγος 2, Προς Ευσεβείς), ενώ κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο
Θεολόγο, η αλήθεια είναι πρόσωπο, και όχι ιδέα ή δόγμα· είναι ο Χριστός, «ὁ
Λόγος ὁ σαρκωθείς», που αποκαλύπτεται σε εκείνους που μετέχουν της ζωής Του.
Η αναγνώριση αυτής της αποκαλυπτικότητας της αλήθειας μας απελευθερώνει
από την πλάνη του εγωισμού· από τη σκέψη ότι «εγώ κατέχω την αλήθεια», ή ότι
«εγώ θα σώσω τον κόσμο». Η σωτηρία ανήκει στον Θεό, και ο άνθρωπος καλείται όχι
να καυχηθεί για τη γνώση του, αλλά να εισέλθει στη σχέση, να προσφέρει τον
εαυτό του ως έδαφος θείας ενέργειας. Η Εκκλησία, τα μοναστήρια, τα πνευματικά
σωματεία και οργανώσεις που φέρουν το όνομα του Χριστού, δεν είναι ιδιοκτησίες
της θείας αλήθειας· είναι χώροι ευκαιρίας για μετοχή, για συνάντηση, για
πρόσκληση.
Ο Θεός μaς καλεί· αλλά αν θα ανταποκριθούμε, αν θα Τον βρούμε, εξαρτάται από τον
προσωπικό αγώνα. Ο άνθρωπος θα ακούσει, θα κρίνει, θα δοκιμαστεί, θα σπουδάσει,
θα ταπεινωθεί, θα αγαπήσει και θα αγαπηθεί· και μέσα από αυτή τη βιοτή, τη
διαρκή μεταμόρφωση, θα έρθει η ώρα της θείας επίσκεψης. Ο Θεός αποκαλύπτεται
στον άνθρωπο που μετέχει της ζωής Του· όχι απλώς στον γνώστη, αλλά στον ζώντα, όχι
στον σπουδαστή, αλλά στον εφαρμοστή. «Ο ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, οὗτος ἀδελφός
μου καὶ μήτηρ μου ἐστίν» (Ματθ. 12,50).
Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μόνο θεωρητική μελέτη· είναι δοκιμασία, είναι
σπουδή, είναι εφαρμογή· και μέσα από αυτόν τον διαρκή πνευματικό αγώνα, ο Θεός
αποκαλύπτεται. Η Χάρις Του ενεργείται και παιδαγωγεί, και η αποκαλυπτική Του
παρουσία μεταποιεί τον άνθρωπο σε «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πρ. 9,15), κατά την προσφυή
φράση που ο ίδιος ο Χριστός χρησιμοποίησε για τον απόστολο Παύλο.
Η αφήγηση του περιστατικού με τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη αποτελεί
ζωντανή απόδειξη αυτής της θείας αποκαλυπτικότητας. Ο Άγιος, με αφιέρωση και
νηστεία σαράντα ημερών, κατά μίμηση του Χριστού, δέχεται ευλογημένη επίσκεψη
της Παναγίας, που του προσφέρει άρτο και σταφύλι – τροφή και χαρά, σώμα και
πνεύμα. Η ειρήνη που κατακλύζει τον τόπο δεν είναι ανθρώπινη· είναι θεία. Δεν
είναι αποτέλεσμα άσκησης· είναι καρπός παρουσίας Θεού. Ο Θεός αποκαλύπτεται
στον καθαρό και αφιερωμένο, «καὶ ποιεῖ μονὴν παρ’ αὐτῷ» (Ιω. 14,23).
Η θεογνωσία λοιπόν δεν είναι εγκεφαλική πληροφορία· είναι υπαρξιακή
εμπειρία· είναι «γνῶσις ἐκ πείρας», όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Μπορεί
κάποιος να σπουδάζει τη θεολογία επί έτη πολλά, αλλά να μη γνωρίζει τον Θεό·
ενώ κάποιος απλός, αλλά αγωνιζόμενος και ταπεινός, να Τον έχει εντός του. Ο
Θεός δεν «διδάσκεται»· «ζῇται». Όπως γράφει ο Γρηγόριος Νύσσης, «ὁ μὴ ἀναβαίνων
ἀεὶ οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν»· η αληθής θεογνωσία είναι διαρκής κίνηση προς το Άπειρο,
είναι έρως θείας ζωής.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος καλείται να πορεύεται με ταπείνωση. Αν δεν
έρχεται ο Θεός στη ζωή μας, κάτι πρέπει να αλλάξουμε – όχι με ιδεολογικό
φανατισμό, αλλά με ήπιο φρόνημα, με σιωπηλή μεταμέλεια, με προσευχή και πίστη. Η
αλήθεια δεν είναι κάτι που κυριεύεται· είναι κάποιος που αποκαλύπτεται. Ο
Χριστός είπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ιω. 14,6). Και η Αλήθεια αυτή είναι
πρόσωπο· και το πρόσωπο δεν γνωρίζεται από μακριά, αλλά εν κοινωνίᾳ· εν σχέσει·
εν αγάπῃ.
Είθε να γνωρίσουμε τον Θεό καθώς είναι· και όχι όπως νομίζουμε. Είθε να
γίνουμε, διά του αγώνα, της σπουδής και της ταπεινώσεως, σκεύη αποκαλύψεως. Διότι,
τελικώς, «οὐχ ὁ λέγων• Κύριε, Κύριε, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός» (Ματθ.
7,21) είναι εκείνος που βλέπει τον Θεό. Αμήν.
Μια χριστολογική και σωτηριολογική προσέγγιση της θείας κόπωσης
Στην περιγραφή της Δημιουργίας, όπως παραδίδεται στη Γένεση, ο Θεός
δημιουργεί τα πάντα με τον Λόγο Του: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο
φῶς» (Γεν. 1,3). Η πράξη της δημιουργίας είναι καρπός θελήσεως και αγάπης, όχι
κόπου ή μόχθου. Η Θεία Δύναμη δεν υπόκειται σε κόπωση. Η Δημιουργία είναι έργο
παντοδυναμίας: απόλυτη εντολή, τέλεια εκφορά, άμεση ύπαρξη. Η θεϊκή ενέργεια
δεν φθείρεται, δεν εξαντλείται, δεν κουράζεται, διότι «οὐδένα κόπον ὁ Θεός ἐκ
κόπων δημιουργεῖ», κατά τη ρήση των Πατέρων.
Ωστόσο, υπάρχει μία πράξη στη θεία Οικονομία που περιγράφεται με την
ανθρώπινη εμπειρία του κόπου, της ταλαιπωρίας, του πόνου: η σωτηρία του
ανθρώπου. Για να γίνει ο άνθρωπος «σύμμορφος τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱοῦ» (Ρωμ. 8,29),
ο Θεός δεν αρκέστηκε σε εντολή ή λόγο. Αντιθέτως, εισήλθε εν χρόνω, ενσαρκώθηκε,
προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και εταπεινώθη «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου
δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Εδώ αναδύεται το αληθινό μυστήριο της θείας κόπωσης: όχι
από αδυναμία, αλλά από την άκρα συγκατάβαση της αγάπης.
Η ένωσις του Θεού με την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού
δεν ήταν απλώς ένα κοσμικό γεγονός, αλλά η αρχή ενός ασύλληπτου θεϊκού αγώνα
υπέρ του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο Λόγος του Θεού:
• γεννήθηκε «ἐκ γυναικός» (Γαλ.
4,4) ως βρέφος φτωχό,
• εδίωχθη, ελιθοβολήθη, εχλευάσθη,
• έκλαυσε για τον Λάζαρο,
• ίδρωσε «ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος»
(Λουκ. 22,44),
• εκαρφώθη επί Σταυρού,
• και τέλος, παρέδωσε το
Πνεύμα Του για τη ζωή του κόσμου.
Αυτή είναι η «κόπωση» του Θεού: η ταπείνωσή Του για να σωθεί ο
άνθρωπος· ο Θεός που γίνεται άνθρωπος, για να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει θεός
κατά χάριν (βλ. Μέγας Αθανάσιος, Περί Ενανθρωπήσεως, §54).
Ο Θεός κουράστηκε —με την έννοια της θεληματικής συμμετοχής Του στην
ανθρώπινη τραγικότητα— όταν αποφάσισε να σώσει όχι τον κόσμο γενικά, αλλά κάθε
άνθρωπο προσωπικά. Και αυτή η σωτηρία δεν είναι ένα αυτοματοποιημένο δώρο·
απαιτεί αποδοχή, ανταπόκριση, ταπείνωση και πνευματικό κόπο εκ μέρους του
ανθρώπου.
Ο πιστός δεν καλείται απλώς να γνωρίζει τον Θεό, αλλά να τον ζει. Η
πίστη δεν είναι θεωρητική πρόσληψη νοημάτων, αλλά εμπειρία αναγεννήσεως: ο
άνθρωπος «οὐκέτι ἐμαυτῷ ζῶ, ἀλλὰ ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Ο Θεός δεν
αποκαλύπτεται σε εκείνον που απλώς μελετά, αλλά σε εκείνον που υπακούει, που
αγαπά, που θυσιάζεται. Όπως είπε ο Κύριος: «ἐὰν τις με ἀγαπᾷ, τὸν λόγον μου
τηρήσει, καὶ ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα» (Ιω. 14,23).
Η συγκλονιστική μαρτυρία της ζωής του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου
φωτίζει αυτό το μυστήριο της θείας αποκαλύψεως. Η απομόνωση, η νηστεία, η
προσευχή, ο πνευματικός αγώνας, όλα έγιναν σκεύη εκλογής για να δεχθεί κανείς
τον Θεό. Όχι επειδή το άξιζε, αλλά επειδή ταπεινώθηκε και τον αγάπησε αληθινά. Ο
Θεός δεν ανακαλύπτεται· αποκαλύπτεται. Η πείνα και η δίψα για τον Θεό, όπως
ομολογεί και ο ψαλμωδός: «ἐδίψησέν σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σὰρξ μου» (Ψαλμ.
62,2), είναι η αρχή της θεογνωσίας.
Αν λοιπόν ο Θεός «κουράστηκε» να σώσει τον άνθρωπο, το έκανε επειδή τον
αγάπησε μέχρι τέλους (Ιω. 13,1). Ο άνθρωπος καλείται όχι απλώς να Τον θαυμάσει,
αλλά να Τον ακολουθήσει. Και η αληθινή ανάπαυση δεν βρίσκεται στις ηδονές του
κόσμου, αλλά στην αγκαλιά του Σταυρωμένου και Αναστημένου Χριστού.
Αν κατάλαβες τον Θεό, τότε απόλαυσε τον Θεό. Αν όχι, μην κατακρίνεις·
ζήτα έλεος, ταπείνωση και φώτιση. Γιατί Εκείνος που κουράστηκε για σένα, είναι
Εκείνος που σε περιμένει «ἕως οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν σοὶ» (Γαλ. 4,19). Αμήν.
Θεϊκοί Νόμοι Ειρήνης: Όταν οι Εντολές του Θεού Γίνονται Σχέση
1. Η αποφυγή της καταλαλιάς ως έκφραση ελέους
Η φιλανθρωπία του Θεού, η οποία φανερώθηκε δια της σταυρικής θυσίας του
Υιού Του, απαιτεί από τον πιστό να ζει εν μετανοία και πραότητι. Δεν
επιτρέπεται ούτε η ελάχιστη καταλαλιά ούτε προς εαυτόν ούτε προς τον άλλον. Ο
άγιος Ισαάκ ο Σύρος διδάσκει: «Η σιωπή για τα ελαττώματα του άλλου είναι έργο
του ταπεινού και φιλάνθρωπου ανθρώπου». Κατακρίνοντας τον πλησίον, πολεμούμε το
έργο του Θεού, που «θέλει πάντας σωθήναι» (Α΄ Τιμ. 2,4), και καθιστάμεθα
θεομάχοι. Η αγάπη οικοδομεί (Α΄ Κορ. 8,1), ενώ η κατάκριση καταλύει το μυστήριο
της κοινωνίας.
2. Η χρυσή εντολή και η δικαιοσύνη της προσφοράς
Ο Κύριος μάς προσκαλεί να πράττουμε στους άλλους ό,τι θα θέλαμε να
πράξουν εις ημάς (Ματθ. 7,12). Αυτή είναι η βασιλική οδός της θείας δικαιοσύνης.
Η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι ανταποδοτική• η θεία δικαιοσύνη είναι χαρισματική:
«δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. 10,8). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει:
«Ο δίκαιος είναι εκείνος που μοιράζει χωρίς να περιμένει ανταπόδοση». Η
πνευματική ωριμότητα συνίσταται στην αγάπη δίχως ανταπόδοση, με επίγνωση των
ορίων μας και με διάκριση.
3. Η προτεραιότητα στο αγαθό και η απόκρυψη του κακού
Το να προβάλλουμε τα καλά του άλλου και να αποκρύπτουμε τα αδύνατά του
είναι στάση χριστομίμητη. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει: «Το να καλύπτεις το σφάλμα
του αδελφού είναι ίδιον του ελέους». Δεν είμαστε κριτές του άλλου• αυτό ανήκει
στον Θεό και στο Άγιον Πνεύμα, που «ἐλέγχει περὶ ἁμαρτίας» (Ιω. 16,8). Ο αμοιβαίος
σεβασμός των διαφορετικών δρόμων προσέγγισης του Θεού προάγει την ενότητα της
Εκκλησίας. Εν τούτω γνώσονται πάντες (Ιω. 13,35).
4. Η πράξη υπερέχει της θεωρίας
Οι πνευματικές θεωρίες δεν έχουν νόημα εάν δεν συνοδεύονται από έργα
αγάπης. Ο Χριστός δεν έδωσε αποκαλύψεις, αλλά εσκήνωσεν εν ημίν (Ιω. 1,14), προσφέροντας
τον εαυτό Του στους ελαχίστους. Η ερμηνεία της πίστης μας είναι η ανυπόκριτος
αγάπη. Ο άγιος Ιάκωβος λέει: «Εάν δε τις λέγη ότι έχει πίστιν, έργα δε μη έχη, μήπως
η πίστις δύναται να σώση αυτόν;» (Ιακ. 2,14). Η παρουσία μας στον κόσμο είναι σταυροαναστάσιμη, όχι
θεωρητική.
5. Η πνευματικοποίηση του περιβάλλοντος
Ο χριστιανός είναι φορέας ευλογίας στο περιβάλλον του. Ο λόγος του Θεού
που γίνεται πράξη μεταμορφώνει τον οίκο, την κοινότητα, την κοινωνία. Ο άγιος
Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Ο αναγεννημένος φέρει μέσα του τη χάρη, και
αυτή διαχέεται στους άλλους». Η αγάπη εφευρίσκει τρόπους σωτηρίας• γίνεται
μήτρα πνευματικής αναγέννησης και κοινωνικής θεραπείας.
6. Η πνευματική διάκριση των ορίων
Η ελευθερία του χριστιανού είναι εν αγάπη• δεν επιβάλλεται, αλλά
υπηρετεί. Όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, «πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα
συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6,12). Το όριο της προσωπικής ελευθερίας είναι η ειρήνη του
πλησίον. Το να σέβομαι τα όρια του άλλου είναι καρπός πνευματικής διάκρισης και
απαραίτητος όρος για την ενότητα και την κοινωνία.
7. Η αλληλοδιακονία ως οδός προς τον Θεό
Ο Χριστός «ουκ ήλθεν διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Μαρκ. 10,45). Όταν
υπηρετούμε τους αδελφούς, ανερχόμαστε στο ύψος του Θεού. Ο άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής σημειώνει: «Η αγάπη είναι κοινωνία του είναι• όποιος αγαπά, γίνεται
ένα με τον άλλο». Η αληθινή πνευματικότητα είναι σταυρική, δηλαδή θυσιαστική•
σώζει με την κοινωνία και όχι με την απομόνωση.
8. Η σιωπηλή αποδοχή της αδικίας ως μέσον νίκης κατά του εγωισμού
Η αποδοχή της αδικίας, κατά το πρότυπο του Χριστού «ουκ αντελοιδόρει» (Α΄
Πέτρ. 2,23), είναι άσκηση καθαρότητος και νίκη κατά του εωσφορικού εγωισμού. Ο
άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «Καρτερία κατά την ατιμία είναι η νίκη χωρίς
πόλεμο». Αυτή η στάση μεταμορφώνει τον εαυτό και τους άλλους• γίνεται όργανο
αναγέννησης και όχι ανταπόδοσης.
9. Η νυχθήμερη μελέτη του Ευαγγελίου ως πηγή αθανασίας
Η μελέτη του Ευαγγελίου είναι το μέσο κοινωνίας με τη σοφία του Θεού, η
οποία υπάρχει από του αιώνος (Παρ. 8). Ο Χριστός υπόσχεται: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,
ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. 6,47). Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τόνιζε: *«Το
Ευαγγέλιο είναι η ζωή του Θεού για τον άνθρωπο». Όταν εφαρμοστεί, μπορεί να
καταργήσει μέσα μας τα αποτελέσματα της φθοράς.
10. Η μυστική ζωή ως αληθινή σωτηρία
Η σωτηρία είναι καρπός της σχέσης μας με τον Θεό, η οποία καλλιεργείται
εν τω κρυπτώ. Η προσευχή για τους άλλους, η μελέτη του Λόγου και η υπακοή στις
εντολές του Κυρίου αποτελούν το τρίπτυχο της θείας φιλίας: «Φίλοι μου εστέ, εάν
ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν» (Ιω. 15,14). Ο Θεός βλέπει «εν τω κρυπτώ» και
ανταποδίδει «εν τω φανερώ».
11. Η πνευματική ευταξία στις συνάξεις της Εκκλησίας
Οι πνευματικές συναντήσεις δεν είναι χώρος επίδειξης γνώσεων ή
αλαζονείας, αλλά τόπος διακρίσεως, ειρήνης και ταπεινώσεως. Ο άγιος Νείλος ο
Ασκητής γράφει: «Κάθε λόγος χωρίς ταπείνωση είναι ξηρός και κενός». Η χάρις
κατοικεί στον πράο και ταπεινό, όχι στον παντογνώστη και κατακρίνοντα. Σώφρων
και ανεξίκακος είναι ο καρπός του Πνεύματος (Γαλ. 5,22-23).
12) ο δρόμος προς τη βασιλεία του Θεού
Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστεύει ότι είναι γνώστης των πάντων,
ούτε ότι δύναται να αυτοπληρούται πνευματικώς χωρίς τη συνδρομή του Θεού και
των αδελφών του. Η πνευματική αυτάρκεια, όταν αποκόπτεται από τη χάρη, οδηγεί
στην πλάνη· διότι «ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν» (Α΄ Κορ.
3,19). Αντιθέτως, η σοφία του Θεού αποκαλύπτεται εν ταπεινώσει και καρδία
συντετριμμένη, και ενεργεί πολυτρόπως και πολυμερώς (πρβλ. Εβρ. 1,1), συχνά διά
μέσου των πλέον απροσδόκητων φορέων και καταστάσεων.
Οφείλω, λοιπόν, να έχω τα πνευματικά μου αισθητήρια ανοιχτά· τα μάτια
της ψυχής και τα αυτιά της καρδιάς, για να διακρίνω τη φωνή του Θεού, ο οποίος
ομιλεί «ἐν ὕδατος ψιθυρίσματι» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 19,12), σε στιγμές σιγής και
ταπεινώσεως. Όπως σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος, «οὐκ ἐστὶ σοφία τοῦ λέγειν, ἀλλὰ
τοῦ ἀκούειν»· η σοφία δεν αποκαλύπτεται στην πολυλογία, αλλά στην προσεκτική
ακρόαση του θελήματος του Θεού.
Ο Χριστιανός καλείται πρώτα να γίνει καλός ακροατής των λόγων του Θεού,
διά της Αγίας Γραφής, της προσευχής, της Θείας Λατρείας, αλλά και των σημείων
των καιρών, διαμέσου των οποίων ο Θεός εξακολουθεί να απευθύνεται στον κόσμο. «Ὁ
ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. 11,15)· η ικανότητα πνευματικής ακρόασης
είναι χάρισμα, που αποκτάται διά της ταπεινώσεως και της άσκησης.
Οι αληθώς σοφοί εν Θεῷ, αναγνωρίζουν ότι «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεόν πάντα
συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. 8,28)· δια του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος βλέπουν
πίσω από κάθε γεγονός την πρόνοια και την παιδαγωγία του Θεού. Αυτή είναι η
άνωθεν σοφία, «ἡ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική… πλήρης ἐλέους
καὶ καρπῶν ἀγαθῶν» (Ιακ. 3,17).
Γένοιτο, γένοιτο. Αμήν.
Όταν τα ανωτέρω βιώνονται αληθινά και ενσυνείδητα, είτε από έναν είτε
από πολλούς, τότε θεμελιώνεται η Βασιλεία του Θεού «ἐντός ἡμῶν» (Λουκ. 17,21) και
ανατέλλει το φως του Χριστού εν τῷ κόσμῳ. Τότε εκπληρώνεται ο λόγος: «ἦλθεν ἐφ’
ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 12,28). Η παρουσία του Κυρίου γίνεται ορατή
εντός της ύπαρξης, και η καρδιά καθίσταται θρόνος της θείας σοφίας και ειρήνης.
Αγαθοσύνη: Ο καρπός της θείας σοφίας και της αγάπης
Η αγαθοσύνη είναι θεοχαρίτωτος καρπός, έκφραση της άνωθεν σοφίας και
φανέρωση της ενεργού παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος την κατατάσσει ανάμεσα στους καρπούς του Πνεύματος: «Ὁ δὲ
καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη… χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις…» (Γαλ.
5,22-23). Δεν πρόκειται για απλώς ηθική καλοσύνη, αλλά για τη θεία εκείνη
ενέργεια που νικά το κακό διά του αγαθού (πρβλ. Ρωμ. 12,21), καθιστώντας τον
άνθρωπο όργανο συμφιλίωσης και σωτηρίας.
Η αγαθοσύνη αποτελεί ευεργετικό θεμέλιο των διαπροσωπικών σχέσεων· έχει
τη δύναμη να ενώσει καρδιές, να διαλύσει έχθρες, να οικοδομήσει κοινωνία όχι
μόνον μεταξύ φίλων και συγγενών, αλλά και μεταξύ εχθρών, καθιστώντας τον
άνθρωπο φορέα θείας ειρήνης. Είναι το υπερβατικό εκείνο όπλο του Αγίου
Πνεύματος, που δρα όχι καταστρεπτικά, αλλά μεταμορφωτικά· ρίχνει στην αγκαλιά
του Θεού όσους βρίσκονται απομακρυσμένοι, όχι με καταναγκασμό, αλλά διά της
έλξης της αγαθότητας των «σκευών εκλογής» (πρβλ. Πράξ. 9,15).
Ο ενάρετος άνθρωπος που καλλιεργεί την αγαθοσύνη γίνεται φανερός
μάρτυρας του Ευαγγελίου. Η αγαθοσύνη δεν είναι αποκομμένη από την Εκκλησία·
αντιθέτως, η ολοκλήρωσή της προϋποθέτει τη μελέτη και εφαρμογή του θείου λόγου,
την αδιάλειπτη προσευχή (Α΄ Θεσ. 5,17) και τη συμμετοχή στα ιερά Μυστήρια, κυρίως
στη Θεία Ευχαριστία, η οποία καθιστά τον άνθρωπο «κοινωνὸν θείας φύσεως» (Β΄
Πέτρ. 1,4).
Μόνον διά του Αγίου Πνεύματος δύναται να αναγνωρίσει κανείς την
αγαθοσύνη των ευσεβών· όπως σημειώνει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «ἄνευ
Πνεύματος Ἁγίου, οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν» (Α΄ Κορ. 12,3), ούτε να
διακρίνει τη θεία ενέργεια που κατοικεί σε ανθρώπους καθαρμένους και
φωτισμένους.
Η αγαθοσύνη, επομένως, δεν είναι απλώς αρετή, αλλά φωτοφόρα μαρτυρία
της παρουσίας του Θεού στον κόσμο· ένας τρόπος μετοχής στο έργο της σωτηρίας. Όπου
υπάρχει αληθινή αγαθοσύνη, εκεί υπάρχει και πραγματική αλήθεια, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη
ἐστίν» (Α΄ Ιω. 4,8), και εν τῇ αγαθοσύνη φανερώνεται το πρόσωπο του Χριστού ως
«ὁ ποιῶν ἀγαθὰ ἐν ἀληθείᾳ».
Το Ευαγγέλιο ως η απόλυτη Αλήθεια
Η αναζήτηση της αλήθειας αποτελεί μία από τις πλέον θεμελιώδεις ανάγκες
του ανθρώπου όλων των εποχών. Στο πρόσωπο του Χριστού και στη διδασκαλία Του, όπως
αυτή αποτυπώνεται στην Καινή Διαθήκη, ο άνθρωπος βρίσκει όχι απλώς μία αλήθεια
ανάμεσα σε άλλες, αλλά την απόλυτη και αποκαλυφθείσα Αλήθεια που λυτρώνει, αναγεννά
και καθοδηγεί προς τη σωτηρία. Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ εἰμι ἡ ὁδός, καὶ
ἡ ἀλήθεια, καὶ ἡ ζωή• οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ» (Ἰω.
14,6). Η αλήθεια αυτή δεν είναι ιδεολογικό σύστημα, αλλά προσωπική παρουσία: ο
ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού.
Στη σύγχρονη εποχή της σχετικοποίησης των πάντων, όπου οι πλανεμένες
θεωρίες υπόσχονται ψευδεπίγραφες ελευθερίες και επίγειους παραδείσους, το
Ευαγγέλιο προβάλλει ως η μοναδική σταθερά. Όπως εύστοχα διατύπωσε ο Μέγας
Βασίλειος, «Ὁ τοῦ Χριστοῦ λόγος ἐστὶν ὅπλον σωτήριον, φῶς ἐν σκότει καὶ ὁδός ἐν
πλάνῃ». Ο κόσμος, αποκομμένος από την πηγή της αλήθειας, βιώνει την αδυναμία
του να ικανοποιήσει τις υπαρξιακές του ανάγκες, καταλήγοντας σε μία μόνιμη
κατάσταση πνευματικής δίψας και πλάνης.
Η πρόσκληση του Θεού, όπως εκφράζεται προφητικά στον Ησαΐα (55,1-2), δεν
απευθύνεται σε λίγους, αλλά σε όλους: «Ὧ πάντες οἱ διψῶντες, δεῦτε ἐπὶ τὸ ὕδωρ».
Το ύδωρ αυτό είναι ο Λόγος Του, η διδασκαλία Του, η αλήθεια Του. Είναι το ζων
ύδωρ, το οποίο προσφέρει ο Χριστός σε εκείνον που διψά για ζωή, για πληρότητα, για
ελευθερία. Και μόνο όταν ο άνθρωπος πιεί από αυτό το ύδωρ, δηλαδή μελετήσει, πιστέψει
και ζήσει το Ευαγγέλιο, μπορεί να γευθεί τη ζωή την αληθινή.
Η πίστη στον Χριστό δεν είναι ιδεολογική θέση, αλλά οδός ζωής. Η
αποδοχή του Ευαγγελίου είναι η είσοδος στην εμπειρία της Βασιλείας του Θεού ήδη
από τον παρόντα κόσμο. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει: «Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι
τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ• δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ
πιστεύοντι» (Ῥωμ. 1,16). Το Ευαγγέλιο δεν είναι ένα βιβλίο ανάμεσα σε άλλα. Είναι
η φωνή του Θεού στον κόσμο. Όπως τόνιζε ο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «Οὐκ ἔστι
δυνατόν σωθῆναι ἄνθρωπον, εἰ μὴ τὰς ἁγίας Γραφὰς ἀναγινώσκῃ».
Η ανάγκη επιστροφής στο Ευαγγέλιο είναι επιτακτική, όχι μόνο για τον
μεμονωμένο άνθρωπο αλλά και για ολόκληρες κοινωνίες και έθνη. Η ελπίδα για
πραγματική μεταμόρφωση και πρόοδο δεν βρίσκεται στα επιτεύγματα της τεχνολογίας
ή στις θεωρητικές φιλοσοφίες, αλλά στην προσφυγή στη ζωντανή πηγή της αλήθειας.
Το Ευαγγέλιο δεν παλαιώνει. Δεν είναι ένα κείμενο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος
αλλά λόγος ζῶν καὶ ἐνεργός (Ἑβρ. 4,12), ικανός να αναγεννά τον άνθρωπο και να
τον οδηγεί στο καθ’ ὁμοίωσιν.
Ιδιαίτερη ευθύνη φέρουν οι Ορθόδοξοι Έλληνες, δεδομένου ότι το
πρωτότυπο ιερό κείμενο της Καινής Διαθήκης συνέγραψαν οι Ευαγγελιστές στην
ελληνική γλώσσα. Η ίδια γλώσσα στην οποία οι Πατέρες της Εκκλησίας θεμελίωσαν
τη δογματική έκφραση της πίστεως και τη θεολογική της ερμηνεία. Όπως σημείωνε ο
Αδαμάντιος Κοραής: «Μόνον το Ευαγγέλιον δύναται να σώση την Ελλάδα».
Η μελέτη του Ευαγγελίου, σε συνδυασμό με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας,
την αδιάλειπτη προσευχή και την καλλιέργεια των ευαγγελικών αρετών, αποτελεί
την ουσιαστική απάντηση στα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου. Το Ευαγγέλιο είναι
η Αποκάλυψη της αλήθειας, και όχι απλώς μια πρόταση ζωής• είναι η ίδια η Ζωή. Δίχως
αυτό, κάθε προσπάθεια νοηματοδότησης της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένει ελλιπής
και απατηλή.
Γι’ αυτό, «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. 11,15). Ο χρόνος είναι
τώρα. Η αλήθεια είναι εδώ. Το Ευαγγέλιο είναι η απόλυτη αλήθεια.
Όταν κηρύττεις με αγαθά κίνητρα
Η κήρυξη του Λόγου του Θεού, όταν γίνεται με αγνά και αγαθά κίνητρα, καθίσταται
φορέας έλεγχου και κρίσης προς όλους τους ανθρώπους. Όπως ο ίδιος ο Κύριος μας
υπενθυμίζει, «Ὁ λόγος ὁν ἐλάλησα, θέλει σας κρίνει» (Ιωάννης 12:48), διότι ο
Λόγος είναι ζων και ενεργός, ικανός να διακρίνει τα μύχια της καρδίας (Εβραίους
4:12). Η αγνότητα των προθέσεων στον κήρυγμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για
την αληθινή πνευματική καρποφορία.
Η προσευχή αποτελεί την κινητήρια δύναμη του πνευματικού βίου, όχι μόνο
της παρούσης ζωής αλλά και της αιωνίου. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πιστός
εισέρχεται στον θρόνο του Θεού, δηλαδή στον χώρο του αγιασμού και της μυστικής
κοινωνίας με τον Θεό (Εφεσίους 2:18). Όπως μας προτρέπει η Γραφή, «Εἰσέλθε εἰς
τὸ ταμεῖόν σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου, προσεύξου τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ»
(Ματθαίος 6:6), έτσι η κρυφή προσευχή καθιστά τον άνθρωπο άξιο του θρόνου Θεού.
Όλες οι αποστολές και τα χαρίσματα προέρχονται άνωθεν, «πάσα δόσις ἀγαθή
καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστι» (Ιάκωβος 1:17). Ως εκ τούτου, η εκπλήρωση
της αποστολής πρέπει να συνοδεύεται από ταπείνωση και αυτογνωσία, αποφεύγοντας
κάθε μορφή κριτικής και υπεροψίας έναντι των αδελφών. Ο Απόστολος Παύλος εφιστά
την προσοχή μας λέγοντας: «Τί καυχᾶσαι ὅτι οὐκ ἐλάβεις;» (Α΄ Κορινθίους 4:7),
υπενθυμίζοντας ότι η κριτική προς τον πλησίον χωρίς αυτοκριτική είναι άδικη και
αλλότρια. Η ταπείνωση είναι η βασική αρετή που διασφαλίζει τη σωτηρία, ενώ ο
εγωισμός οδηγεί στην απώλεια (Λουκάς 14:11). Όταν ο άνθρωπος επιδίδεται στον
πόλεμο κατά των αδελφών του, ο Θεός απομακρύνεται, καθώς η «δυσοσμία» του
εγωισμού είναι ανυπόφορη τόσο για τον Θεό όσο και για τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος που κυριαρχείται από τα πάθη είναι δούλος αυτών (Ιωάννης 8:34).
Για να βιώσει την αληθινή ελευθερία που δίνει ο Θεός, χρειάζεται να αγωνιστεί
για τον πνευματικό καθαρισμό του. Η απελπισία αποτελεί την υπέρτατη μορφή
εγωισμού, καθώς απορρίπτει τη δυνατότητα της θείας βοήθειας και της
αναγεννήσεως (Ρωμαίους 8:38-39). Ο Θεός, ως Πατέρας αγαθός, δύναται να
καθαρίσει και να θεραπεύσει τον άνθρωπο ακαριαία, αρκεί να Τον εμπιστευθούμε
και να ζούμε σε συνεχή κοινωνία μαζί Του (Ψαλμός 34:19).
Όταν ο λόγος για τον Θεό δεν γίνεται αντιληπτός από τον πλησίον, τότε ο
πιστός πρέπει να μαρτυρεί την πίστη του διά των έργων αγάπης (Ιακώβου 2:18). Εάν
και τότε δεν καρποφορήσει, η προσευχή προς τον Θεό για τον άλλον αποτελεί τη
μέγιστη έκφραση αγάπης και μεσιτείας (Ρωμαίους 15:30).
Πολλοί σήμερα αναζητούν μέσα από την επιστήμη την αθανασία και την
αφθαρσία, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι το πλήρωμα του χρόνου για τέτοιο μέγα
μυστήριο είναι η αγάπη (1 Κορινθίους 13). Ο άνθρωπος μπορεί να πραγματοποιήσει
μόνο όσα έχει την ικανότητα να σκεφτεί, αλλά η πραγματική αιωνιότητα και
αφθαρσία προϋποθέτει πνευματικό καθαρισμό και αγάπη. Ο σκοπός του Θεού είναι να
κάμει τον άνθρωπο αιώνιο, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστός: «Πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων
εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ιωάννης 11:26). Αντίθετα, ο διάβολος
επιθυμεί μια αιώνια κατάσταση αμαρτίας, όπου η ψυχή θα υπομένει τον αιώνιο πόνο
της αποστασίας.
Η παρούσα ανθρώπινη κοινωνία ζει υπό το πολίτευμα της δημοκρατίας, που
εκφράζει τα ανθρώπινα πολιτικά δεδομένα. Όταν όμως ο άνθρωπος εσωτερικά
νομοθετηθεί από τον ηθικό νόμο του Θεού (Ρωμαίους 2:14-15), τότε ο Θεός θα
εγκαθιδρύσει εντός της κοινωνίας ένα νέο πολίτευμα πνευματικό, που θα βασίζεται
στο έλεος και στην ανυπόκριτη αγάπη προς κάθε άνθρωπο, φίλο ή εχθρό (Ματθαίος 5:44).
Η Υπέρτατη Ανωτερότητα του Χριστού έναντι των Αρχηγών των Θρησκειών
Η ανωτερότητα του Χριστού έναντι των άλλων θρησκευτικών ηγετών δεν
είναι απλώς ιστορικό ή ηθικό ζήτημα, αλλά βαθύ θεολογικό και σωτηριολογικό
γεγονός. Επισημαίνουμε δύο κυριότερους λόγους, που είναι ασύγκριτοι και αιώνιοι.
Πρώτον, ο Χριστός νίκησε τον φυσικό θάνατο με την Ανάστασή Του (Ματθ.
28:6). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐστὶν
ἡ ἀπόδειξις τῆς θεότητός του» (πγ 57, 88), ενώ ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
διδάσκει πως «ἡ ἀναστάσις ἐστὶν ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἀθανάτου» (Or. 45, 5). Επιπλέον,
η μαρτυρία 500 μαθητών (Α’ Κορ. 15:6) επιβεβαιώνει την ιστορικότητα και την
αντικειμενικότητα του γεγονότος. Κανένας άλλος θρησκευτικός ηγέτης δεν κατέστη
αληθινά ζωντανός μετά τον θάνατο, ούτε προσφέρθηκε αυτή η σωτηριολογική νίκη
επί του θανάτου.
Δεύτερον, ο Χριστός κήρυξε την αγάπη προς τους εχθρούς: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς
ὑμῶν» (Ματθ. 5:44). Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει πως η αγάπη προς τους εχθρούς
είναι «ἡ ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ τελείωσις» (Λόγοι 23), ενώ ο Άγιος Μαξίμος ὁ Ὁμολογητής
τονίζει ότι η αγάπη προς το ἀντίθετον ἀγαπητέν ἐστιν σημεῖον θείας ζωῆς (πγ 90,
1356). Η διδασκαλία αυτή ξεπερνά κάθε ανθρώπινη ηθική και θεμελιώνει την
επουράνια κοινότητα της Εκκλησίας.
Η υπεροχή αυτή του Χριστού τον καθιστά μοναδικό Αρχηγό και Τελειωτή της
πίστεως (Εβρ. 12:2), η οποία εκτείνεται πέρα από κάθε άλλο θρησκευτικό
διδασκαλία και εμπειρία.
Η Παρηγορία (Παραμυθία) στην Πνευματική Πορεία του Ανθρώπου
Η παραμυθία, ως πνευματική παρηγοριά που παρέχεται είτε από τον
πνευματικό αδελφό είτε κατευθείαν από το Άγιο Πνεύμα, έχει ουσιώδη σημασία στην
πορεία του πιστού, ιδίως όταν βρίσκεται σε πνευματική αδυναμία ή δοκιμασία. Όπως
διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος, «παρηγορία ψυχῆς ἐστίν, ἡ πνοὴ τοῦ Παναγίου
Πνεύματος, ἡ ἐνεργουμένη ἐν ἡμῖν» (PG 31, 260), η οποία ενεργεί ως δύναμη αναπνοής στη ζωή της ψυχής, παρατείνοντας
την πνευματική πορεία και διατηρώντας τον άνθρωπο σε επαφή με τον Θεό.
Η παραμυθία έχει τη λειτουργία να κατευθύνει τον πιστό προς την
αντίληψη της θυσιαστικής ενέργειας του Θεού, που προσφέρεται προς Αυτόν και τον
πλησίον (Ρωμ. 12:1). Μέσω αυτής, ο άνθρωπος γνωρίζει ότι ο Θεός είναι αγάπη, ειρήνη
και χαρά (Β΄ Κορ. 13:11, Γαλ. 5:22). Ο ίδιος ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος υπενθυμίζει
πως «ἡ ἐλπίς, ὅταν παρεκτείνεται ἐκ τῆς παραμυθίας, γίνεται δυνάμει πνευματικῆς
προόδου» (Λόγοι 27).
Ωστόσο, η αλήθεια της πνευματικής προόδου απαιτεί αγώνα και θυσία. Όπως
λέγει ο Κύριος προς τους Μαθητές του, «δύνασθε πίνειν τὸ ποτήριόν, ὃ ἐγὼ πίνω;» (Μάρκ. 10:38). Ο
άνθρωπος που έχει συνηθίσει να λαμβάνει πνευματικές δωρεές χωρίς κόπο, αδυνατεί
να κατανοήσει την αξία της θυσίας, γεγονός που συχνά τον οδηγεί σε πνευματική
στασιμότητα ή απόγνωση.
Σε αυτό το σημείο η παραμυθία παρεμβαίνει όχι ως υποκατάστατο της
αρετής αλλά ως αναγκαία βοήθεια. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης τονίζει ότι «ἡ ἐλεημοσύνη
τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ψυχῇ ἐστὶν ἡ πηγή τῆς παρηγορίας, ἥτις ἐπιτρέπει τῷ ἀσθενοῦντι νὰ
μὴ ἀπολέσῃ τὴν ἐλπίδα» (PG 46, 337). Χωρίς αυτή, ο πιστός κινδυνεύει να
παρασυρθεί από την απελπισία, την οποία ο Άγιος Μαξίμος ο Ομολογητής
χαρακτηρίζει «τὸ μέγα κακόν τοῦ πνεύματος, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἀντίθεσις τῆς πίστεως
καὶ τῆς ἐλπίδος» (Ακολουθία Αγίου Μαξίμου).
Επομένως, η παραμυθία δεν εξαλείφει την αλήθεια της πνευματικής θυσίας,
αλλά ενισχύει τον πιστό να συνεχίσει τον αγώνα του με υπομονή και ταπείνωση, διότι
«ὁ τολμῶν νικά» (Αποκ. 2:7). Η διακριτική χρήση της αποτελεί μέσο του Θεού να
μη χαθούν εκείνοι που ακόμη αδυνατούν να σταθούν μόνοι στην πνευματική μάχη, αλλά
έχουν ανάγκη από το έλεος και την υποστήριξη της Εκκλησίας.
Η παρουσία του Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη: Από τους προφήτες
στην αγάπη των πιστών
Στην Παλαιά Διαθήκη, η παρουσία του Θεού φανερωνόταν με ιδιαίτερα
εντυπωσιακό και ισχυρό τρόπο μέσω των προφητών Του• όπως ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο
Ενώχ, ο Ελισσαίος, ο Ιησούς του Ναυή και άλλοι. Αυτοί οι άνδρες υπήρξαν ζωντανά
όργανα του Θεού, τα οποία με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος μετέφεραν το μήνυμα
της σωτηρίας και κρατούσαν το λαό μακριά από την ειδωλολατρία και την αμαρτία. Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «ο Θεός, επειδή ο λαός δεν είχε ακόμα
την αγάπη στο βάθος της καρδιάς του, έδωσε θαύματα και προφήτες για να φυλάξει
το πλήρωμα της πίστης» (PG 61, 210).
Τα θαύματα και οι προφητικές δυνάμεις είχαν ως στόχο να διατηρήσουν
ζωντανή την έννοια του Θεού – της δικαιοσύνης, του ελέους και της αγάπης – μέσα
σε έναν κόσμο που είχε παραδοθεί στην ειδωλολατρία και την πνευματική τύφλωση (Ρωμ.
1:21-23). Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επισημαίνει πως «μέσω των προφητών ο
Θεός φύλαξε την Εκκλησία, μέχρις ότου να έρθει η πλήρης φανέρωση εν Χριστώ» (Or.
29, 5).
Με την έλευση του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Καινής Διαθήκης, το
πλήρωμα της χάριτος έγινε προσβάσιμο σε όλους τους ανθρώπους (Ιωάν. 1:14). Η
ανάγκη για υπερφυσικά σημεία και θαύματα μειώθηκε, διότι ο Χριστός ήδη νίκησε
τον θάνατο και έφερε τη ζωή αιώνια (Α’ Κορ. 15:54-57). Σήμερα, η πίστη στον
Χριστό έχει επικρατήσει σε πολλές ηπείρους και η Εκκλησία ζει στην εποχή της
αγάπης που επιτελεί το νόμο του Θεού (Ρωμ. 13:10).
Ωστόσο, όπως τονίζει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «ο Χριστός θα έρθει
όταν η αγάπη γεμίσει τις καρδιές των πιστών» (Λόγοι 30). Και η αγάπη
εμποδίζεται κυρίως από την κρίση προς τον συνάνθρωπο. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο
Κύριος, «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7:1). Στην Παλαιά Διαθήκη οι
άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το πλήρωμα της αγάπης, γιατί αυτή έλειπε
από την καρδιά τους• χρειάζονταν τα θαύματα και την εξωτερική αποκάλυψη για να
προσανατολιστούν πνευματικά. Στην Καινή Διαθήκη όμως, ο Χριστός αποκαλύπτει την
αγάπη ως το υπέρτατο κριτήριο και τρόπο ζωής (Ιωάν. 13:34-35).
Εύχομαι ο Θεός να φωτίσει τις καρδιές μας, ώστε να ζήσουμε την αληθινή
αγάπη, που θα φέρει την έλευση του Χριστού και την πλήρωση του κόσμου με την
ειρήνη Του (Β’ Κορ. 13:11).
Ο Αντίχριστος και η απουσία δικαιοσύνης στον κόσμο
Η έλευση του Αντίχριστου αποτελεί την τελική δοκιμασία της ανθρωπότητας
πριν την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή και οι Πατέρες
της Εκκλησίας, η εμφάνιση του Αντίχριστου υποδηλώνει ότι οι δυνάμεις του κακού
θα φανούν να κυριαρχούν στον κόσμο, καθώς τα δόγματα και οι θρησκείες θα έχουν
εκφυλιστεί, υπηρετώντας όχι τον αληθινό Θεό, αλλά συμφέροντα και προσωπικές
φιλοδοξίες.
Από την Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε ότι ο Θεός καταστρέφει τα αμαρτωλά
έθνη, εκδηλώνοντας το δίκαιο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης (Γένεση 18:20-32). Όμως,
όταν βρισκόταν έστω και ένας μικρός αριθμός δικαίων, όπως ο δίκαιος Λωτ στη
Σόδομα, η θεία καταστροφή αναστέλλονταν (Γένεση 19). Αυτό δείχνει τη δύναμη της
δικαιοσύνης και της θείας εύνοιας, που μπορεί να αναστείλει την οργή του Θεού.
Σήμερα, όμως, η προφητική εικόνα που παρουσιάζει η έλευση του
Αντίχριστου, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον άγιο Εφραίμ τον
Σύρο, αντανακλά την απουσία εκείνης της δικαιοσύνης στον κόσμο (Κατά Εβρ. 13:4,
Αποκ. 13). Η αμαρτία και η αδικία έχουν πλημμυρίσει τη γη, και η σιωπή των
δικαίων είναι κραυγαλέα. Ο Αντίχριστος θα επιχειρήσει να επιβάλει την εξουσία
του σε όλον τον πλανήτη, εκφράζοντας την απόλυτη αποστασία από τον Θεό.
Είναι όμως κρίσιμο να ελπίζουμε και να προσευχόμαστε, όπως μας
προτρέπει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ώστε ο κόσμος να φωτιστεί από το Άγιο
Πνεύμα και να μετανοήσει, επιστρέφοντας στον Θεό (Ματθ. 4:17, Πράξ. 3:19). Μόνο
έτσι θα γίνουν και πάλι «τα δέκα δίκαια», τα οποία μπορούν να σταματήσουν την
καταστροφή και να φέρουν τη σωτηρία.
Εύχομαι ο Κύριος να χαρίσει μετάνοια και φωτισμό σε όλους, ώστε να μην
παραδοθούμε στην εξουσία του αντίχριστου, αλλά να σταθούμε ακλόνητοι στην πίστη
και την αγάπη Του.
Η νηστεία ως πνευματική ασπίδα κατά της λαιμαργίας και των παθών
Η νηστεία αποτελεί θεμελιώδη πνευματική άσκηση στην Ορθόδοξη Παράδοση, απαραίτητη
για τη διαφύλαξη της ψυχικής και σωματικής υγείας από τα πάθη, και κυρίως από
τη λαιμαργία, η οποία συχνά ξυπνά και προκαλεί άλλα πνευματικά πάθη, όπως η
πορνεία και η φιληδονία (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, Κλίμαξ, 26).
Ο Κύριος μας υπενθυμίζει στην Αγία Γραφή: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο
άνθρωπος» (Ματθ. 4:4), δείχνοντας ότι η ζωή δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα
βρώματα, τα υλικά αγαθά που εισέρχονται στο σώμα, αλλά και από τον λόγο και το
θέλημα του Θεού. Τα βρώματα, όταν υπερβάλλουμε, γίνονται αιτία πνευματικής και
σωματικής φθοράς, καθώς «γεμίζομε τα έντερά μας με βρώματα τα οποία σαπίζουν
και σαπίζουν τα έντερά μας» (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις Ματθαίον, ομιλία 5).
Επιπλέον, ο Κύριος τονίζει ότι ορισμένα πνευματικά δαιμόνια και
παθήσεις δεν εκβάλλονται παρά μόνο μέσω προσευχής και νηστείας: «Τούτο το γένος
δεν εξέρχεται ειμή δια προσευχής και νηστείας» (Μάρκ. 9:29). Η νηστεία, λοιπόν,
δεν είναι απλή αποχή από το φαγητό, αλλά μια πνευματική πάλη και άσκηση που
καθαρίζει τον άνθρωπο και τον προφυλάσσει από την επίθεση του πονηρού.
Πριν από κάθε τροφή, καλό είναι να ευλογούμε τα δώρα του Θεού, ώστε δια
της πίστεως να καθαρίζεται το φαγητό και να γίνεται πηγή ζωής και όχι
καταστροφής. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι η νηστεία και η προσευχή
είναι τα «όπλα» με τα οποία ο χριστιανός πολεμά τις πονηρές δυνάμεις και
διατηρεί την καθαρότητα της ψυχής.
Εν κατακλείδι, η νηστεία επιβάλλεται ιδιαιτέρως στις πνευματικές
επιθέσεις που ο πονηρός εξαπολύει κατά των πιστών, ώστε να διαφυλαχθεί η χάρη
του Θεού και να διατηρηθεί η ψυχική υγεία, ως εργαλείο αφύπνισης και
πνευματικής νίκης.
Ο Αντίχριστος ως Παγκόσμιο Κακό και η αιτία της εμφάνισής του
Ο Αντίχριστος αποτελεί το μέγιστο και απόλυτο κακό της εποχής των
εσχάτων, την προσωποποίηση της αντίθεσης προς τον Χριστό και τη σωτηρία που
Εκείνος προσφέρει. Η έλευση του Αντιχρίστου δεν είναι τυχαία, αλλά εκδηλώνεται
ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης αποτυχίας των τοπικών κακών και των ατομικών και
κοινωνικών αμαρτιών να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη μετάνοια και τη σωστή πορεία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο
Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, διδάσκουν ότι ο Αντίχριστος θα έλθει ως κρίση και
δοκιμασία για όλη την ανθρωπότητα, διότι ο κόσμος απομακρύνθηκε από το θέλημα
του Θεού και καμία άλλη πνευματική ή ηθική προσπάθεια δεν κατόρθωσε να
επαναφέρει τον άνθρωπο στη σωστή σχέση με τον Δημιουργό (Βλ. Αγ. Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, Εις Α΄ Τιμ., ομιλία 2).
Η Παλαιά Διαθήκη δείχνει ότι ο Θεός επιτρέπει την κρίση και την
καταστροφή των αμαρτωλών εθνών, αλλά όταν υπάρχουν δίκαιοι, η οργή Του
αναστέλλεται (Γένεσις 18:23-32, Ιεζεκιήλ 22:30). Σήμερα, η γενικευμένη
πνευματική αποστασία και η απουσία δικαιοσύνης στον κόσμο δημιουργούν τις
προϋποθέσεις για την εμφάνιση του Αντιχρίστου, ο οποίος θα επιχειρήσει να
κατακτήσει ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης προειδοποιεί ότι η έλευση του Αντιχρίστου
σηματοδοτεί την πνευματική κρίση του ανθρώπου και την τελική μάχη μεταξύ καλού
και κακού, όπου η πίστη και η μετάνοια είναι τα όπλα του πιστού (Βλ. Άγιος
Παΐσιος, Λόγοι και διδασκαλίες).
Εύχομαι και προσεύχομαι ο κόσμος να φωτισθεί από το Άγιο Πνεύμα και να
επιστρέψει στον Θεό, ώστε να εμποδιστεί η επικράτηση του πνεύματος του
Αντιχρίστου.