2 ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 


Τί δὲ καὶ ὄφελος τῷ πεποιηκότι Θεῷ, ἢ ποία δόξα αὐτῷ ἂν εἴη, εἰ οἱ ὑπ᾿

Ποιό πάλι θα ήταν το όφελος του δημιουργού Θεού ή ποιά δόξα θα είχε, αν δεν

αὐτοῦ γενόμενοι ἄνθρωποι οὐ προσκυνοῦσιν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἑτέρους εἶναι

τον προσκυνούσαν οι άνθρωποι ως δικά του δημιουργήματα; Αν πιστεύουν ότι

τοὺς πεποιηκότας αὐτοὺς νομίζουσιν;  Εὑρίσκεται γὰρ ὁ Θεὸς ἑτέροις

άλλοι είναι οι δημιουργοί τους; Διότι, φαίνεται ότι τους δημιούργησε ο Θεός

καὶ οὐχ ἑαυτῷ τούτους δημιουργήσας.

για άλλους και όχι για τον εαυτό του.

 

Εἶτα βασιλεὺς μὲν ἄνθρωπος ὢν τὰς ὑπ᾿ αὐτοῦ κτισθείσας χώρας

Εξάλλου, όταν ένας άνθρωπος είναι βασιλιάς, δεν επιτρέπει σε δικές του χώρες

οὐκ ἀφίησιν ἐκδότους ἑτέροις δουλεύειν, οὐδὲ πρὸς ἄλλους καταφεύγειν·

να δουλεύουν για λογαρισαμό άλλων ούτε να βρίσκουν προστασία σε άλλους.

ἀλλὰ γράμμασιν αὐτοὺς ὑπομιμνήσκει, πολλάκις δὲ καὶ διὰ φίλων

Τους υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις τους με έγγραφα και πολλές φορές με

αὐτοῖς ἐπιστέλλει, εἰ δὲ καὶ χρεία γένηται, αὐτὸς παραγίνεται, τῇ

επιστολές μέσω φίλων· αν μάλιστα παραστεί ανάγκη, ο ίδιος τους επισκέπτεται,

παρουσίᾳ λοιπὸν αὐτοὺς δυσωπῶν· μόνον ἵνα μὴ ἑτέροις δουλεύσωσι,

για να τους φοβήσει με την παρουσία του. Όλα τα κάνει, αρκεί να μην

καὶ ἀργὸν αὐτοῦ τὸ ἔργον γένηται.

υπηρετούν άλλους και μείνει ανεκτέλεστο το δικό του έργο.

 

Οὐ πολλῷ πλέον ὁ Θεὸς τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων φείσεται πρὸς τὸ μὴ

Δεν θα λυπηθεί πολύ περισσότερο ο Θεός τα πλάσματά του, για να μην

πλανηθῆναι ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ τοῖς οὐκ οὖσι δουλεύειν;  Μάλιστα ὅτι ἡ

πλανηθούν και προσκολληθούν στα ανύπαρκτα; Καθώς μάλιστα  αυτή η πλάνη

τοιαύτη πλάνη ἀπωλείας αὐτοῖς αἰτία καὶ ἀφανισμοῦ γίνεται, οὐκ ἔδει

γίνεται αιτία απώλειας και καταστροφής τους; Δεν πρέπει, λοιπόν, να χαθούν

δὲ τὰ ἅπαξ κοινωνήσαντα τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰκόνος ἀπολέσθαι.

τα πλάσματα εκείνα που έστω μια φορά έγιναν μέτοχα στην εικόνα του Θεού.

 

Τί οὖν ἔδει ποιεῖν τὸν Θεόν; ῍Η τί ἔδει γενέσθαι, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατ᾿ εἰκόνα

Τί έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Θεός; Τί άλλο παρά ν’ ανανεώσει το κατ’ εικόνα,

πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ

ώστε μέσω αυτού να μπορέσουν να τον γνωρίσουν και πάλι οι

ἄνθρωποι; Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ

άνθρωποι; Και πώς θα γινόταν αυτό, εκτός αν ερχόταν σε μας η εικόνα του

εἰκόνος παραγενομένης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿

Θεού, δηλαδή ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός; (Να γίνει αυτό) με ανθρώπους

ἀνθρώπων μὲν γὰρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ κατ᾿ εἰκόνα

δεν ήταν δυνατό, επειδή και οι ίδιοι οι άνθρωποι πλάστηκαν κατ’ εικόνα·

γεγόνασιν· ἀλλ᾿ οὐδὲ δι᾿ ἀγγέλων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες.

ούτε με αγγέλους, διότι αυτοί δεν είναι εικόνες. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού

῞Οθεν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵνα ὡς Εἰκὼν ὢν τοῦ

ενανθρώπησε, για να ξαναδημιουργήσει τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο,

Πατρὸς τὸν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ.

επειδή μόνον ο Λόγος αποτελεί εικόνα του Πατέρα.

 

῎Αλλως δὲ πάλιν οὐκ ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ ὁ θάνατος ἦν καὶ ἡ φθορὰ

Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν δεν εξαφανιζόταν ο θάνατος

ἐξαφανισθεῖσα. ῞Οθεν εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καὶ ὁ θάνατος

και η φθορά. Γι’ αυτό εύλογα προσέλαβε θνητό σώμα, ώστε στο πρόσωπό του

ἐν αὐτῷ λοιπὸν ἐξαφανισθῆναι δυνηθῇ, καὶ οἱ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν

να εξαφανιστεί στο εξής ο θάνατος και ν’ ανακαινιστούν οι κατ’ εικόνα Θεού

ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι. Οὐκοῦν ἑτέρου πρὸς ταύτην τὴν χρείαν

πλασμένοι άνθρωποι. Γι’ αυτήν την ανάγκη, λοιπόν, κανείς άλλος δεν ήταν

οὐκ ἦν, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.

ικανός, παρά μόνον η Εικόνα του Πατέρα.

 

14. ῾Ως γὰρ τῆς γραφείσης ἐν ξύλῳ μορφῆς παραφανισθείσης ἐκ τῶν

Συμβαίνει όπως με τη ζωγραφιά σ’ ένα ξύλο: όταν χαθεί από τις εξωτερικές

ἔξωθεν ῥύπων, πάλιν χρεία τοῦτον παραγενέσθαι, οὗ καὶ ἔστιν ἡ

βρωμιές, είναι ανάγκη να ζωγραφιστεί πάλι εκείνος του οποίου τη μορφή

μορφή, ἵνα ἀνακαινισθῆναι ἡ εἰκὼν δυνηθῇ ἐν τῇ αὐτῇ ὕλῃ διὰ γὰρ τὴν

απεικόνιζε· έτσι θα ξαναγίνει η εικόνα στο ίδιο υλικό. Διότι, εξαιτίας της

ἐκείνου γραφὴν καὶ αὐτὴ ἡ ὕλη ἐν ᾗ καὶ γέγραπται οὐκ ἐκβάλλεται,

μορφής που ήταν ζωγραφισμένη, ακόμη και το υλικό πάνω στο οποίο

ἀλλ᾿ ἐν αὐτῇ ἀνατυποῦται.

ζωγραφίστηκε δεν πετιέται, αλλά ξαναζωγραφίζεται.

 

Κατὰ τοῦτο καὶ ὁ πανάγιος τοῦ Πατρὸς Υἱός, Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρός,

Για τον ίδιο λόγο και ο πανάγιος Υιός του Πατέρα, όντας εικόνα του Πατέρα,

παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τὸν κατ᾿ αὐτὸν

ήλθε στη γη μας, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο που πλάστηκε κατ’ εικόνα

πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίσῃ, καὶ ὡς ἀπολόμενον εὕρῃ διὰ τῆς

δική Του· ήλθε να βρει με την άφεση των αμαρτιών το χαμένο άνθρωπο,

τῶν ἁμαρτιῶν ἀφέσεως, ᾗ φησι καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις·

όπως ο Ίδιος το λέει στο ιερό Ευαγγέλιο:

"῏Ηλθον τὸ ἀπολόμενον εὑρεῖν καὶ σῶσαι." ῞Οθεν καὶ πρὸς τοὺς

«Ήλθα να βρω και να σώσω το απολωλός». Το ίδιο έλεγε και στους Ιουδαίους:

᾿Ιουδαίους ἔλεγεν· "᾿Εὰν μή τις ἀναγεννηθῇ", οὐ τὴν ἐκ γυναικῶν

«Εάν κάποιος δεν γεννηθεί ξανά...»: δεν εννοούσε τη γέννηση από μητέρα,

γέννησιν σημαίνων ὥσπερ ὑπενόουν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τὴν ἀναγεννωμένην

όπως νόμιζαν εκείνοι· εννοούσε την αναγεννημένη και ανακαινισμένη ψυχή,

καὶ ἀνακτιζομένην ψυχὴν ἐν τῷ κατ᾿ εἰκόνα δηλῶν.

με την έννοια του κατ’ εικόνα.

 

᾿Επειδὴ δὲ καὶ εἰδωλομανία καὶ ἀθεότης κατεῖχε τὴν οἰκουμένην καὶ ἡ

Επειδή κυριαρχούσε στην οικουμένη η ειδωλολατρία και η αθεΐα και είχε  

περὶ Θεοῦ γνῶσις ἐκέκρυπτο, τίνος ἦν διδάξαι τὴν οἰκουμένην περὶ

ξεχαστεί η γνώση του Θεού, ποιός ήταν ικανός να διδάξει στον κόσμο για τον

Πατρός; ἀνθρώπου φαίη τις ἄν; ἀλλ᾿ οὐκ ἦν ἀνθρώπων ἐνὸν τὴν

Πατέρα; Μήπως, θάλεγε κανείς, ο άνθρωπος; Αλλά ήταν αδύνατο για τους  

ὑφήλιον πᾶσαν ὑπελθεῖν, οὔτε τῇ φύσει τοσοῦτον ἰσχυόντων δραμεῖν,

ανθρώπους να διασχίσουν όλη την οικουμένη ούτε είχαν τόση φυσική αντοχή

οὔτε ἀξιοπίστων περὶ τούτου δυναμένων γενέσθαι, οὔτε πρὸς τὴν τῶν

να τρέξουν και ούτε τους πίστευαν ότι είχαν δυνάμεις για κάτι τέτοιο· δεν

δαιμόνων ἀπάτην καὶ φαντασίαν ἱκανῶν δι᾿ ἑαυτῶν ἀντιστῆναι.

μπορούσαν ακόμη μόνοι τους ν’ αντισταθούν στην απάτη και πλεκτάνη των

δαιμόνων.

 

Πάντων γὰρ κατὰ ψυχὴν πληγέντων καὶ ταραχθέντων παρὰ τῆς

Διότι όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις

δαιμονικῆς ἀπάτης καὶ τῆς τῶν εἰδώλων ματαιότητος, πῶς οἷόν τε ἦν

δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν θα έπειθαν

ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ ἀνθρώπων νοῦν μεταπεῖσαι, ὅπουγε οὐδὲ ὁρᾶν

την ψυχή και το νου των συνανθρώπων τους για θέματα που ούτε οι ίδιοι

αὐτοὺς δύνανται; ὃ δὲ μὴ ὁρᾷ τις, πῶς δύναται μεταπαιδεῦσαι;

μπορούν να δούν; Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους;

 

᾿Αλλ᾿ ἴσως ἄν τις εἴποι τὴν κτίσιν ἀρκεῖσθαι· ἀλλ᾿ εἰ ἡ κτίσις ἤρκει, οὐκ

Ίσως, θάλεγε κανείς, ότι αρκεί η (θέα της) κτίσεως (για θεογνωσία)· αν όμως

ἂν ἐγεγόνει τὰ τηλικαῦτα κακά. ῏Ην γὰρ καὶ ἡ κτίσις, καὶ οὐδὲν ἧττον

ήταν αρκετή η κτίση, δεν θα είχαν συμβεί τόσο μεγάλα κακά. Διότι, ενώ υπήρχε

οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ αὐτῇ περὶ  Θεοῦ πλάνῃ ἐκυλίοντο.

η κτίση, οι άνθρωποι έπεφταν εξίσου στην ίδια πλάνη για την έννοια του Θεού.

 

Τίνος οὖν ἦν πάλιν χρεία, ἢ τοῦ  Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ ψυχὴν καὶ νοῦν

Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρά το Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και

ὁρῶντος, τοῦ καὶ τὰ ὅλα ἐν τῇ κτίσει κινοῦντος, καὶ δι᾿ αὐτῶν

το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον

γνωρίζοντος τὸν  Πατέρα; τοῦ γὰρ διὰ τῆς ἰδίας προνοίας καὶ

Πατέρα; Διότι, Αυτός που με τη δική του πρόνοια και φροντίδα για τα πάντα

διακοσμήσεως τῶν ὅλων διδάσκοντος περὶ τοῦ Πατρός, αὐτοῦ ἦν καὶ

μας διδάσκει για τον Πατέρα, Αυτός μόνο μπορούσε να ανανεώσει και την ίδια

τὴν αὐτὴν διδασκαλίαν ἀνανεῶσαι.

τη διδασκαλία.

 

Πῶς οὖν ἂν ἐγεγόνει τοῦτο; ῎Ισως ἄν τις εἴποι ὅτι ἐξὸν ἦν διὰ τῶν

Και πώς θα γινόταν αυτό; Ίσως, θάλεγε κάποιος, ότι μπορούσε να γίνει με τον

αὐτῶν, ὥστε πάλιν διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὰ περὶ αὐτοῦ δεῖξαι.

ίδιο τρόπο· να φανερώσει πάλι τον εαυτό του με τα δημιουργήματα του κόσμου.

᾿Αλλ᾿ οὐκ ἦν ἀσφαλὲς ἔτι τοῦτο. Οὐχί γε· παρεῖδον γὰρ τοῦτο

Δεν θα ήταν όμως σίγουρο κάτι τέτοιο· οπωσδήποτε όχι. Διότι προηγουμένως

πρότερον οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὐκέτι μὲν ἄνω, κάτω δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς

το περιφρόνησαν οι άνθρωποι και έστρεψαν πλέον τα μάτια τους όχι προς τα

ἐσχήκασιν.

πάνω αλλά προς τα κάτω.

 

῞Οθεν εἰκότως ἀνθρώπους θέλων ὠφελῆσαι, ὡς ἄνθρωπος ἐπιδημεῖ,

Για το λόγο αυτό εύλογα θέλοντας να ωφελήσει τους ανθρώπους, ήλθε σαν

λαμβάνων ἑαυτῷ σῶμα ὅμοιον ἐκείνοις, καὶ ἐκ τῶν κάτω λέγω δὴ διὰ

άνθρωπος και παίρνει σώμα για τον εαυτό του όμοιο με το σώμα εκείνων.

τῶν τοῦ σώματος ἔργων ἵνα οἱ μὴ θελήσαντες αὐτὸν γνῶναι ἐκ τῆς εἰς

Εννοώ σώμα ανθρώπινο, ώστε αυτοί που δεν θέλησαν να τον γνωρίσουν από την

τὰ ὅλα προνοίας καὶ ἡγεμονίας αὐτοῦ, κἂν ἐκ τῶν δι᾿ αὐτοῦ τοῦ

πρόνοια και φροντίδα του για όλα, να μπορέσουν να γνωρίσουν από τις πράξεις

σώματος ἔργων γνώσωνται τὸν ἐν τῷ σώματι τοῦ Θεοῦ Λόγον, καὶ

του σώματος αυτόν τον σαρκωθέντα σε ανθρώπινο σώμα Λόγο του Θεού· και

δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα.

μέσω αυτού να γνωρίσουν τον Πατέρα.

 

15. ῾Ως γὰρ ἀγαθὸς διδάσκαλος κηδόμενος τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, τοὺς

Όπως λοιπόν ο καλός δάσκαλος που φροντίζει για εκείνους τους μαθητές του

μὴ δυναμένους ἐκ τῶν μειζόνων ὠφεληθῆναι, πάντως διὰ τῶν

που δεν μπορούν να καταλάβουν τα πολύ δύσκολα, τους εκπαιδεύει με

εὐτελεστέρων συγκαταβαίνων αὐτοὺς παιδεύει· οὕτως καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ

συγκατάβαση στα πιο εύκολα· έτσι έκανε και ο Λόγος του Θεού, όπως το

Λόγος, καθὼς καὶ ὁ Παῦλός φησιν· "᾿Επειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ

λέει ο απόστολος Παύλος: «Επειδή ο κόσμος δεν μπόρεσε με τη σοφία του

οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς

να εννοήσει τη σοφία του Θεού, θέλησε ο πανάγαθος Θεός με το απλούστερο

μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας".

κήρυγμα να σώσαι αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν».

 

᾿Επειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν  Θεὸν θεωρίαν

Διότι, αφού οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τη θεωρία του Θεού και, σαν να

καὶ ὡς ἐν βυθῷ βυθισθέντες κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ἐν γενέσει

πάτωσαν στο βυθό, είχαν στραφεί στα επίγεια, αναζητούσαν το Θεό στην

καὶ τοῖς αἰσθητοῖς τὸν Θεὸν ἀνεζήτουν, ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ

κτίση και τα υλικά· έπλασαν για θεούς θνητούς ανθρώπους και δαίμονες.

δαίμονας ἑαυτοῖς θεοὺς ἀνατυπούμενοι· τούτου ἕνεκα ὁ φιλάνθρωπος

Εξαιτίας όλων αυτών, ο φιλάνθρωπος Σωτήρας όλων των ανθρώπων,

καὶ κοινὸς πάντων Σωτήρ, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα,

ο Λόγος του Θεού, παίρνει για τον εαυτό του ανθρώπινο σώμα και

καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις

συναναστρέφεται ως άνθρωπος με τους συνανθρώπους του. Προσλαμβάνει

πάντων ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες

τις αισθήσεις όλων των ανθρώπων, ώστε εκείνοι που εννοούν σωματικά το

εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος

Θεό, να μπορούν με τα σωματικά έργα που επιτελεί ο Κύριος,

ἔργων, ἀπ᾿ αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα

μ’ αυτά να εννοήσουν την αλήθεια· και απ’ Αυτόν να οδηγηθούν στην έννοια

λογίσωνται.

του Πατέρα.

 

῎Ανθρωποι δὲ ὄντες καὶ ἀνθρώπινα πάντα νοοῦντες, οἷς ἐὰν ἐπέβαλον

Όντας άνθρωποι και επειδή τα έβλεπαν όλα ανθρώπινα, ό,τι έπεφτε στις

τὰς ἑαυτῶν αἰσθήσεις, ἐν τούτοις προσλαμβανομένους ἑαυτοὺς ἑώρων,

αισθήσεις τους, σ’ αυτό έβλεπαν να προσαρμόζεται ο εαυτός τους·

καὶ πανταχόθεν διδασκομένους τὴν ἀλήθειαν. Εἴτε γὰρ εἰς τὴν κτίσιν

έτσι, από παντού διδάσκονταν τηην αλήθεια. Είτε λάτρευαν την κτίση με φόβο,

ἐπτόηντο, ἀλλ᾿ ἑώρων αὐτὴν ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Κύριον· εἴτε

την έβλεπαν όμως να ομολογεί τον Ιησού Χριστό· είτε ο νους τους ήταν

εἰς ἀνθρώπους ἦν αὐτῶν ἡ διάνοια προληφθεῖσα, ὥστε τούτους θεοὺς

προσκολημμένος σε ανθρώπους ώστε να τους θεωρεί ως θεούς, παρ’ όλ’ αυτά,

νομίζειν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Σωτῆρος, συγκρινόντων τε ἐκείνων,

συγκρίνοντας τα έργα του Σωτήρα με τα έργα εκείνων (των ανθρώπων),

ἐφαίνετο ἐν ἀνθρώποις μόνος ὁ Σωτὴρ Θεοῦ Υἱός, οὐκ ὄντων παρ᾿

αποδείχνονταν Υιός του Θεού από τους ανθρώπους μόνον ο Σωτήρας· διότι οι

ἐκείνοις τοιούτων ὁποῖα παρὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν.

άνθρωποι δεν έκαναν τόσο σπουδαία έργα όσα ο Λόγος του Θεού.

 

Εἰ δὲ καὶ εἰς δαίμονας ἦσαν προληφθέντες, ἀλλ᾿ ὁρῶντες αὐτοὺς

Αν πάλι ήταν προσκολημμένοι στους δαίμονες, βλέποντας να τους

διωκομένους ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἐγίνωσκον μόνον εἶναι τοῦτον τὸν τοῦ

διώχνει ο Κύριος, εννοούσαν ότι μόνον Αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι

Θεοῦ Λόγον, καὶ οὐκ εἶναι θεοὺς τοὺς δαίμονας.

οι δαίμονες δεν είναι θεοί.

 

Εἰ δὲ καὶ εἰς νεκροὺς ἤδη τούτων ἦν ὁ νοῦς κατασχεθείς, ὥστε

Αν ακόμη ο νους τους ήταν δοσμένος στη λατρεία των νεκρών, ώστε να

θρησκεύειν ἥρωας, καὶ τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς· ἀλλ᾿

τιμούν τους ήρωες και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιητές· παρ’ όλ’ αυτά,

ὁρῶντες τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀνάστασιν, ὡμολόγουν ἐκείνους εἶναι

βλέποντας την ανάσταση του Σωτήρα, παραδέχονταν ότι εκείνοι ήταν

ψευδεῖς, καὶ μόνον τὸν Κύριον ἀληθινόν, τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν

ψεύτικοι θεοί· μόνον ο Κύριος, ο Λόγος του Πατέρα, είναι αληθινός Θεός και  

καὶ τοῦ θανάτου κυριεύοντα.

εξουσιάζει το θάνατο.

 

Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται, καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη, καὶ ἀπέθανε, καὶ

Για το λόγο αυτό γεννήθηκε, έζησε ως άνθρωπος, πέθανε και αναστήθηκε.

ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων

Με τα δικά του έργα εξάλειψε και εξαφάνισε τις πράξεις που έκαναν οι

ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ᾿ ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ

προηγούμενοι άνθρωποι· έτσι, όπου είχαν πέσει οι άνθρωποι, μπόρεσε από κει

ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ 

να τους σηκώσει και να τους διδάξει τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα του,

Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· "῏Ηλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ

όπως και ο ίδιος το είπε: «Ήλθα να ζητήσω και να σώσω τον χαμένο

ἀπολωλός."

(άνθρωπο)».

 

16. ῞Απαξ γὰρ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων,

Αφού ο νους των ανθρώπων ξέπεσε στα αισθητά, ο Λόγος ταπείνωσε τον

ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ  Λόγος, ἵνα μετενέγκῃ εἰς

εαυτό του να ενανθρωπήσει, για να σηκώσει στους ώμους του τους ανθρώπους

ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς

όντας ο ίδιος άνθρωπος· να προσελκύσει προς τον εαυτό του την προσοχή

ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ, καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας,

των αισθήσεών τους, για να τον βλέπουν στο εξής ως άνθρωπο·

δι᾿ ὧν ἐργάζεται ἔργων, πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον, ἀλλὰ

να πείσει με τα έργα που εργάζεται ότι δεν είναι μόνον άνθρωπος αλλά και

καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν.

Θεός, Λόγος και Σοφία του αληθινού Θεού.

 

Τοῦτο δὲ καὶ ὁ  Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· "᾿Εν ἀγάπῃ

Αυτό θέλοντας να το υπογραμμίσει και ο Παύλος λέει: «Είστε μέσα στην

ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν

αγάπη ριζωμένοι και θεμελιωμένοι, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με

πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος, γνῶναί τε

όλους τους Αγίους ποιό είναι το πλάτος, το μήκος, το ύψος και το βάθος της·

τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ἵνα

να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού που ξεπερνά τη γνώση, για να

πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ."

γεμίσετε με όλο το πλήρωμα του Θεού».

Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος, καὶ ἄνω καὶ κάτω

Ο Λόγος παντού πρόσφερε τον εαυτό του· και πάνω και κάτω, και στο βάθος

καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος· ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν, κάτω δὲ εἰς

και το πλάτος. Πάνω είναι με τη δημιουργία, κάτω είναι με την ενανθρώπηση,

τὴν ἐνανθρώπησιν, εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην, εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν

στο βάθος είναι στον άδη και στο πλάτος είναι σ’ όλο τον κόσμο·

κόσμον· τὰ πάντα τῆς περὶ  Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. Διὰ δὲ

διότι όλα είναι γεμάτα από τη γνώση του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο,

τοῦτο, οὐδὲ παρ᾿ αὐτὰ παραγενόμενος τὴν θυσίαν τὴν ὑπὲρ πάντων

δεν έσπευσε, μόλις ενανθρώπησε, να θυσιαστεί αμέσως για χάρη όλων μας· να

ἐπετέλει, παραδιδοὺς τὸ σῶμα τῷ θανάτῳ, καὶ ἀνιστῶν αὐτό, ἀφανῆ

παραδώσει το σώμα του στο θάνατο και να το αναστήσει· διότι έτσι

ἑαυτὸν διὰ τούτου ποιῶν. ᾿Αλλὰ καὶ ἐμφανῆ ἑαυτὸν διὰ τούτου

θα έμενε στην αφάνεια. Το αντίθετο· φανέρωσε πλήρως τον εαυτό του,

καθίστη διαμένων ἐν αὐτῷ καὶ τοιαῦτα τελῶν ἔργα καὶ σημεῖα διδούς,

μένοντας στο ανθρώπινο σώμα και κάνοντας τέτοια θαυμαστά έργα και σημεία,

ἃ μηκέτι ἄνθρωπον ἀλλὰ Θεὸν Λόγον αὐτὸν ἐγνώριζον.

ώστε να τον αναγνωρίζουν πλέον όχι ως άνθρωπο αλλ’ ως Θεό Λόγο.

 

᾿Αμφότερα γὰρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως,

Με την ενανθρώπησή του ο Σωτήρας έκανε από αγάπη για τον άνθρωπο και

ὅτι καὶ τὸν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καὶ ἀνεκαίνιζεν ἡμᾶς· καὶ ὅτι

τα δύο: πρώτα, εξαφάνισε το θάνατό μας και μας ανακαίνισε· και δεύτερον,

ἀφανὴς ὢν καὶ ἀόρατος, διὰ τῶν ἔργων ἐνέφαινε, καὶ ἐγνώριζεν

ενώ ήταν αφανής και αόρατος, φανέρωσε τον εαυτό του με τα έργα του·

ἑαυτὸν εἶναι τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν τοῦ παντὸς ἡγεμόνα καὶ

μας γνωστοποίησε ότι είναι ο Λόγος του Πατέρα, ο Παντοκράτορας και

βασιλέα.

Βασιλιάς όλων.

 

17. Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν

Δεν ήταν βέβαια κλεισμένος μέσα στο σώμα· ούτε πάλι ήταν μόνο μέσα στο

ἦν, ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει, τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου

σώμα και δεν ήταν σε άλλα μέρη· ούτε κινούσε μόνο το σώμα, ενώ τα

ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον, Λόγος

υπόλοιπα στερούνταν την ενέργεια και πρόνοιά του. Το πιο παράδοξο, όντας

ὤν, οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος· συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός·

Λόγος, δεν συγκρατούνταν από κάτι, αλλά όλα αυτός τα συγκρατούσε.

καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν, ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ᾿ οὐσίαν,

Και όπως, ενώ βρίσκεται σ’ όλη την κτίση, ουσιαστικά βρίσκεται έξω από κάθε

ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι, τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ εἰς

τι: σε όλα σκορπίζει την ενέργειά του διακοσμώντας τα και σ’ όλα απλώνει

πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν, καὶ ἕκαστον καὶ πάντα

τη δική του πρόνοια· ζωοποιεί το καθένα και όλα μαζί·

ὁμοῦ ζωοποιῶν, περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος, ἀλλ᾿ ἐν μόνῳ

τα περιέχει όλα και σε κανένα δεν περιέχεται· μόνο μέσα στον Πατέρα του

τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα·

βρίσκεται όλος και σε όλα.

 

Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὤν, καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν,

Έτσι λοιπόν, και είναι μέσα στο ανθρώπινο σώμα και αυτός είναι που το δίνει

εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο, καὶ ἔξω τῶν

ζωή· κατά συνέπεια δίνει ζωή σε όλα. Ήταν μέσα σ’ όλα αλλά και έξω απ’ όλα.

ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος, οὐκ

Και ενώ γινόταν γνωστός από τα έργα του σώματος, γίνόταν γνωστός και από

ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας.

την ενέργειά του σε όλη τη δημιουργία.

 

Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος

Έργο της ψυχής είναι να βλέπει με τους λογισμούς του νου όσα είναι έξω από

τοῖς λογισμοῖς, οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν, ἢ τὰ

το σώμα· να μην ενεργεί όμως έξω από το δικό της σώμα ούτε και με την

τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος

παρουσία του σώματος να κινεί όσα είναι μακριά απ’ αυτό. Ουδέποτε ο

διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ

άνθρωπος με τη σκέψη του μπορεί να κινήσει και να μετεκινήσει όσα είναι

τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ, ἤδη καὶ τὸν

μακριά του. Δεν είναι δυνατόν να κάθεται κάποιος στο σπίτι του και να

ἥλιον κινεῖ, καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. ᾿Αλλ᾿ ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα

σκέφτεται τα ουράνια σώματα και να κινεί τον ήλιο ή να περιστρέφει τον

καὶ γεγονότα, οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει.

ουρανό. Τα βλέπει να κινούνται και να υπάρχουν, αλλά δεν είναι ικανός αυτός

να τα κάνει να υπάρχουν και να κινούνται.

 

Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ

Δεν ήταν τέτοιος βέβαια ο Λόγος του Θεού ως άνθρωπος. Δεν ήταν δεμένος 

συνεδέδετο τῷ σώματι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο, ὥστε καὶ

με το σώμα, αλλά μάλλον αυτός το συγκρατούσε· ώστε και μέσα σ’ αυτό ήταν,

ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε, καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν, καὶ ἐν

και σ’ όλα υπήρχε· και έξω από τα όντα ήταν και μόνο στον Πατέρα

μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο.

αναπαυόταν.

 

Καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἦν, ὅτι καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐπολιτεύετο, καὶ ὡς

Και το πιο σπουδαίο ήταν το εξής: και ως άνθρωπος ζούσε και ως Λόγος έδινε

Λόγος τὰ πάντα ἐζωογόνει, καὶ ὡς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνῆν. ῞Οθεν οὐδὲ

ζωή σ’ όλα αλλά και ως Υιός συνυπήρχε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό, δεν υπέφερε 

τῆς Παρθένου τικτούσης ἔπασχεν αὐτός, οὐδὲ ἐν σώματι ὢν ἐμολύνετο,

στη γέννησή του από την Παρθένο· ούτε, όντας μέσα στο σώμα, μολυνόταν,

ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα ἡγίαζεν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τοῖς πᾶσιν ὤν, τῶν

αλλά το εξαγίαζε κι από πάνω. Διότι, αν και είναι μέσα σ’ όλα, δεν παίρνει

πάντων μεταλαμβάνει, ἀλλὰ πάντα μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ζωογονεῖται

απ’ όλα, αλλά, καλύτερα, όλα απ’ αυτόν λαμβάνουν τη ζωή και την τροφή.

καὶ τρέφεται.

 

Εἰ γὰρ καὶ ἥλιος ὁ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενος καὶ ὑφ᾿ ἡμῶν ὁρώμενος,

Όπως ο ήλιος, που είναι δημιούργημά του και τον βλέπουμε όλοι μας,

περιπολῶν ἐν οὐρανῷ, οὐ ῥυπαίνεται τῶν ἐπὶ γῆς σωμάτων

περιπολώντας στον ουρανό, δεν μολύνεται όταν έρχεται σε επαφή με τα επίγεια

ἁπτόμενος, οὐδὲ ὑπὸ σκότους ἀφανίζεται, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς καὶ

σώματα· ούτε το σκοτάδι τον εξαφανίζει αλλά μάλλον αυτός τα σώματα αυτά

ταῦτα φωτίζει καὶ καθαρίζει, πολλῷ πλέον ὁ πανάγιος τοῦ Θεοῦ

και τα φωτίζει και τα καθαρίζει. Πολύ περισσότερο, ο πανάγαθος Λόγος του

Λόγος, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου ποιητὴς καὶ κύριος, ἐν σώματι γνωριζόμενος

Θεού, ο δημιουργός και κύριος του ήλιου, δεν μολύνονταν μέσα στο σώμα ·

οὐκ ἐρυπαίνετο, ἀλλὰ μᾶλλον ἄφθαρτος ὤν, καὶ τὸ σῶμα θνητὸν

αλλά, όντας άφθαρτος, έδινε ζωή και στο θνητό σώμα που περιβλήθηκε και

τυγχάνον ἐζωοποίει καὶ ἐκαθάριζεν, "ὃς ἁμαρτίαν γάρ, φησίν, οὐκ

το καθάριζε· διότι λέει η Γραφή, «αυτός δεν έκαμε καμία αμαρτία,

ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ".

ούτε βρέθηκε ποτέ στο στόμα του δόλος».

 

 

18. ῞Οταν τοίνυν ἐσθίοντα καὶ πίνοντα καὶ τικτόμενον αὐτὸν λέγωσιν

Όταν λοιπόν οι θεολόγοι λένε γι’ Αυτόν ότι τρώει, πίνει και γεννιέται, γνώριζε

οἱ περὶ τούτου θεολόγοι, γίνωσκε ὅτι τὸ μὲν σῶμα, ὡς σῶμα, ἐτίκτετο

ότι το σώμα, βέβαια, σαν σώμα γεννιόταν και τρεφόταν με τις κατάλληλες

καὶ καταλλήλοις ἐτρέφετο τροφαῖς, αὐτὸς δὲ ὁ συνὼν τῷ σώματι Θεὸς

τροφές· αυτός όμως ο Θεός Λόγος συνυπάρχει στο σώμα και διακοσμεί

Λόγος τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ δι᾿ ὧν εἰργάζετο ἐν τῷ σώματι οὐκ

τα πάντα· και με όσα έκαμε με το σώμα του αποδείκνυε ότι δεν ήταν απλός

ἄνθρωπον ἑαυτόν, ἀλλὰ Θεὸν Λόγον ἐγνώριζεν. Λέγεται δὲ περὶ

άνθρωπος αλλά Θεός Λόγος. Και αυτοί οι χαρακτηρισμοί λέγονται γι’ αυτόν,

αὐτοῦ ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα ἐσθίον καὶ τικτόμενον καὶ πάσχον,

επειδή το σώμα που τρώει, γεννιέται και υποφέρει, δεν ανήκει σε κάποιον

οὐχ ἑτέρου τινός, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου ἦν· καὶ ὅτι ἀνθρώπου γενομένου,

άλλον αλλά ήταν του Κυρίου. Αφού όμως έγινε άνθρωπος, έπρεπε αυτοί οι

ἔπρεπε καὶ ταῦτα ὡς περὶ ἀνθρώπου λέγεσθαι, ἵνα ἀληθείᾳ καὶ μὴ

χαρακτηρισμοί να του αποδίδονται όπως σε άνθρωπο, για να τεκμηριώνεται ότι

φαντασίᾳ σῶμα ἔχων φαίνηται.

έχει αληθινό και όχι φανταστικό σώμα.

 

᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ἐκ τούτων ἐγινώσκετο σωματικῶς παρών, οὕτως ἐκ τῶν

Και όπως με αυτούς τους χαρακτηρισμούς γινόταν αντιληπτή η σωματική του

ἔργων ὧν ἐποίει διὰ τοῦ σώματος, Υἱὸν Θεοῦ ἑαυτὸν ἐγνώριζεν. ῞Οθεν

παρουσία, παρόμοια με τα έργα του σώματος που έκανε, φανέρωνε τον εαυτό

καὶ πρὸς τοὺς ἀπίστους ᾿Ιουδαίους ἐβόα λέγων· "Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα

του ως Υιό του Θεού. Γι’ αυτό και έλεγε στους άπιστους Ιουδαίους: «Εάν δεν

τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύητέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε,

κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· αν όμως τα κάνω, ακόμη κι αν

τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε· ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ

δεν πιστεύετε σε μένα, πιστέψτε στα έργα μου· έτσι, θα μάθετε ότι ο Πατέρας

Πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ Πατρί."

είναι με μένα κι εγώ με τον Πατέρα».

 

῾Ως γὰρ ἀόρατος ὤν, ἀπὸ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων γινώσκεται, οὕτως

Όπως, όντας αόρατος, τον γνώριζαν από τα δημιουργήματα, έτσι και με το που

ἄνθρωπος γενόμενος, καὶ ἐν σώματι μὴ ὁρώμενος, ἐκ τῶν ἔργων ἂν

έγινε άνθρωπος, ενώ δεν φαίνεται στο σώμα, από τα έργα μπορεί να γνωριστεί

γνωσθείη ὅτι οὐκ ἄνθρωπος ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις καὶ Λόγος ἐστὶν ὁ

ότι δεν είναι άνθρωπος αλλά η Δύναμη και ο Λόγος του Θεού, που τα κάνει

ταῦτα ἐργαζόμενος.

όλα αυτά.

 

Τὸ γὰρ ἐπιτάσσειν αὐτὸν τοῖς δαίμοσι, κἀκείνους ἀπελαύνεσθαι, οὐκ

Η εντολή που έδινε στους δαίμονες και εκείνοι έφευγαν μακριά, αποδεικνύει

ἀνθρώπινον ἀλλὰ θεῖόν ἐστι τὸ ἔργον. ῍Η τίς ἰδὼν αὐτὸν τὰς νόσους

ότι αυτό δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεϊκό έργο. Ή, ποιός τον έβλεπε να

ἰώμενον, ἐν αἷς ὑπόκειται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ἔτι ἄνθρωπον καὶ

θεραπεύει τις ασθένειες των ανθρώπων, και πίστευε ακόμη ότι δεν είναι Θεός;

οὐ  Θεὸν ἡγεῖτο; Λεπροὺς γὰρ ἐκαθάριζε, χωλοὺς περιπατεῖν ἐποίει,

Διότι καθάριζε λεπρούς, έκανε κουτσούς να περπατούν, άνοιγε τ’ αυτιά των

κωφῶν τὴν ἀκοὴν ἤνοιγε, τυφλοὺς ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ πάσας

κουφών, σε τυφλούς χάριζε την όραση· και γενικά όλες τις ασθένειες και κάθε

ἁπλῶς νόσους καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἀπήλαυνεν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων,

είδους αδυναμία των ανθρώπων τη θεράπευε· απ’ όλ’ αυτά τα θαυμαστά που

ἀφ᾿ ὧν ἦν αὐτοῦ καὶ τὸν τυχόντα τὴν θεότητα θεωρεῖν.

έκανε, και ο τυχόντας μπορούσε να αντιληφθεί τη θεϊκότητά του.  

 

Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτὸν ἀποδιδόντα τὸ λεῖπον, οἷς ἡ γένεσις ἐνέλειψε, καὶ

Ποιός πάλι, βλέποντάς τον να αναπληρώνει σε ορισμένους τις ελλείψεις που

τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγοντα, οὐκ ἂν ἐνενόησε

είχαν από τη γέννησή τους και ν’ ανοίγει τα ματια του εκ γενετής τυφλού, δεν

τὴν ἀνθρώπων ὑποκειμένην αὐτῷ γένεσιν, καὶ ταύτης εἶναι τοῦτον

θα αντιλαμβανόταν ότι η δημιουργία των ανθρώπων είναι στην εξουσία του και

Δημιουργὸν καὶ Ποιητήν; ῾Ο γὰρ τὸ μὴ ὃ ἐκ γενέσεως ἔσχεν ὁ

ότι αυτός είναι ο δημιουργός και πλάστης; Διότι αυτός που προσφέρει στον

ἄνθρωπος ἀποδιδούς, δῆλος ἂν εἴη πάντως ὅτι Κύριος οὗτός ἐστι καὶ

άνθρωπο ό,τι δεν είχε από τη γέννησή του, σίγουρα φαίνεται ότι αυτός είναι

τῆς γενέσεως τῶν ἀνθρώπων.

και ο Αίτιος της δημιουργίας των ανθρώπων.

 

Διὰ τοῦτο καὶ ἐν ἀρχῇ κατερχόμενος πρὸς ἡμᾶς, ἐκ παρθένου πλάττει

Γι’ αυτό, και από την αρχή, όταν ήλθε σε μας, πλάθει για τον εαυτό του σώμα

ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ἵνα μὴ μικρὸν τῆς θεότητος αὐτοῦ γνώρισμα πᾶσι

από την Παρθένο· έτσι παρέχει σε όλους σπουδαίο γνώρισμα της θεότητάς του:

παράσχῃ, ὅτι ὁ τοῦτο πλάσας αὐτός ἐστι καὶ τῶν ἄλλων Ποιητής. Τίς

ότι αυτός που έκαμε αυτό το σώμα είναι και ο Δημιουργός των υπολοίπων

γὰρ ἰδὼν χωρὶς ἀνδρὸς ἐκ παρθένου μόνης προερχόμενον σῶμα, οὐκ

σωμάτων. Διότι, ποιός αν έβλεπε να δημιουργείται σώμα μόνον από παρθένο,

ἐνθυμεῖται τὸν ἐν τούτῳ φαινόμενον εἶναι καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων

και όχι από άνδρα, δεν θα σκέφτεται ότι αυτός που παρουσιάζεται σ’ αυτό δεν

Ποιητὴν καὶ Κύριον;

είναι ο πλάστης και κύριος και των άλλων σωμάτων;  

 

Τίς δὲ ἰδὼν καὶ τὴν ὑδάτων ἀλλασσομένην οὐσίαν, καὶ εἰς οἶνον

Ποιός πάλι, όταν βλέπει ν’ αλλάζει η ουσία του νερού και να μεταβάλλεται σε

μεταβάλλουσαν, οὐκ ἐννοεῖ τὸν τοῦτο ποιήσαντα Κύριον εἶναι καὶ

κρασί, δεν θα πιστέψει ότι αυτός που το κάνει είναι ο Κύριος και Δημιουργός

Κτίστην τῆς τῶν ὅλων ὑδάτων οὐσίας; διὰ τοῦτο γὰρ ὡς Δεσπότης

της σύστασης όλων των υδάτων; Για το λόγο αυτό, περπατούσε σαν κυρίαρχος

ἐπέβαινε καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ περιεπάτει ὡς ἐπὶ γῆς, γνώρισμα τῆς ἐπὶ

πάνω στη θάλασσα, λές και βάδιζε στη γη· παρείχε έτσι σε όλους, όσοι τον

πάντα δεσποτείας αὐτοῦ τοῖς ὁρῶσι παρέχων. Τρέφων δὲ καὶ ἐξ

έβλεπαν, απόδειξη της εξουσίας του πάνω σε όλα. Τρέφοντας πάλι με λίγα

ὀλίγων τοσοῦτον πλῆθος, καὶ ἐξ ἀπόρων εὐπορῶν αὐτός, ὥστε ἀπὸ

ψωμιά τόσο πολύ πλήθος και καλύπτοντας αυτός κάθε έλλειψη, ώστε πέντε

πέντε ἄρτων πεντακισχιλίους κορεσθῆναι, καὶ ἄλλο τοσοῦτο

χιλιάδες άνθρωποι να χορτάσουν από πέντε ψωμιά και να περισσέψουν κιόλας,

καταλεῖψαι, οὐδὲν ἕτερον ἢ αὐτὸν εἶναι καὶ τὸν τῆς ὅλων προνοίας

αντιλαμβανόταν ο καθένας ότι αυτός είναι ο Κύριος που προνοεί για όλα.

Κύριον ἐγνώριζε.

 

19. Ταῦτα δὲ πάντα ποιεῖν τῷ Σωτῆρι καλῶς ἔχειν ἐδόκει, ἵν᾿ ἐπειδὴ

Και ο Σωτήρας έκρινε καλό να τα κάνει όλα αυτά, ώστε οι άνθρωποι, επειδή

τὴν ἐν τοῖς πᾶσιν αὐτοῦ πρόνοιαν ἠγνόησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ

περιφρόνησαν την πρόνοιά του για όλα και δεν πίστεψαν στη θεότητά του

κατενόησαν τὴν διὰ τῆς κτίσεως αὐτοῦ θεότητα, κἂν ἐκ τῶν διὰ τοῦ

μέσω της κτίσεως, να μετανοήσουν και να δουν έστω τα έργα που έκαμε το

σώματος ἔργων αὐτοῦ ἀναβλέψωσι, καὶ ἔννοιαν λάβωσι δι᾿ αὐτοῦ τῆς

σώμα του· και έτσι, να οδηγηθούν μέσω αυτού στη γνώση του Πατέρα,

εἰς τὸν Πατέρα γνώσεως, ἐκ τῶν κατὰ μέρος τὴν εἰς τὰ ὅλα αὐτοῦ

αναλογιζόμενοι, όπως είπα παραπάνω, τη φροντίδα του από τα επιμέρους

πρόνοιαν, ὡς προεῖπον, ἀναλογιζόμενοι.

για όλα γενικά.

 

Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτοῦ τὴν κατὰ δαιμόνων ἐξουσίαν, ἢ τίς ἰδὼν τοὺς

Διότι, ποιός βλέποντας την εξουσία που είχε πάνω στους δαίμονες ή τα

δαίμονας ὁμολογοῦντας εἶναι τούτων αὐτὸν Κύριον, ἔτι τὴν διάνοιαν

δαιμόνια να ομολογούν τη θεϊκή εξουσία που είχε σ’ αυτά, ακόμη θα

ἀμφίβολον ἕξει, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς καὶ ἡ Σοφία καὶ ἡ

αμφιβάλλει αν αυτός είναι ο Υιός του Θεού, η Σοφία και η Δύναμή του;

Δύναμις;

 

Οὐδὲ γὰρ τὴν κτίσιν αὐτὴν σιωπῆσαι πεποίηκεν, ἀλλὰ τό γε

Διότι και την ίδια την κτίση δεν την έπλασε να σιωπά· αλλά, και το πιο

θαυμαστόν, καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, μᾶλλον δὲ ἐν αὐτῷ τῷ κατὰ τοῦ

θαυμαστό, ακόμη και στο θάνατό του, ή καλύτερα στην νίκη που έστησε

θανάτου τροπαίῳ, λέγω δὴ τῷ σταυρῷ, πᾶσα ἡ κτίσις ὡμολόγει τὸν

ενάντια στο θάνατο –εννοώ το σταυρό του– όλη η κτίση ομολογούσε και

ἐν τῷ σώματι γνωριζόμενον καὶ πάσχοντα οὐχ ἁπλῶς εἶναι

αναγνώριζε ότι αυτός που έπασχε στο σώμα δεν ήταν απλός άνθρωπος,

ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεοῦ Υἱὸν καὶ  Σωτῆρα πάντων. ῞Ο τε γὰρ ἥλιος

αλλά ο Υιός του Θεού και Σωτήρας όλων. Διότι, όταν ο ήλιος σκοτείνιαζε,

ἀπεστράφη, καὶ ἡ γῆ ἐσείετο, καὶ τὰ ὄρη ἐρρήγνυτο, πάντες

η γη σείονταν και τα βουνά κόβονταν στα δύο, όλοι τρόμαζαν.

κατέπτησσον. Ταῦτα δὲ τὸν μὲν ἐν τῷ σταυρῷ Χριστὸν Θεὸν

Όλα αυτά αποδείκνυαν ότι ο εσταυρωμένος ήταν ο Χριστός και Θεός και ότι

ἐδείκνυον, τὴν δὲ κτίσιν πᾶσαν τούτου δούλην εἶναι, καὶ μαρτυροῦσαν

όλη η κτίση είναι δούλη του· διότι φανέρωνε με το φόβο της την

τῷ φόβῳ τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν. Οὕτω μὲν οὖν ὁ  Θεὸς Λόγος

παρουσία του κυρίου της. Έτσι λοιπόν με τα έργα του ο Θεός Λόγος

διὰ τῶν ἔργων ἑαυτὸν ἐνεφάνιζε τοῖς ἀνθρώποις.

παρουσίαζε τον εαυτό του στους ανθρώπους.   

 

᾿Ακόλουθον δ᾿ ἂν εἴη καὶ τὸ τέλος τῆς ἐν σώματι διαγωγῆς καὶ

Στη συνέχεια, θα πρέπει να διηγηθούμε και το τέλος της σωματικής του

περιπολήσεως αὐτοῦ διηγήσασθαι, καὶ εἰπεῖν καὶ ὁποῖος γέγονεν ὁ

παρουσίας και συναναστροφής· να πούμε τί είδους ήταν ο σωματικός του

τοῦ σώματος θάνατος· μάλιστα ὅτι τὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως ἡμῶν

θάνατος. Ιδιαίτερα μάλιστα, διότι ο θανατός του αποτελεί το σπουδαιότερο

ἐστὶ τοῦτο, καὶ πάντες ἁπλῶς ἄνθρωποι περὶ τούτου θρυλλοῦσιν· ἵνα

κεφάλαιο της πίστεώς μας· όλοι γενικά οι άνθρωποι γι’ αυτόν μιλούν. Έτσι θα

γνῷς ὅτι καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον οὐδὲν ἧττον γινώσκεται Θεὸς ὁ

γνωρίσεις ότι και από το θάνατό του δεν αποδεικνύεται ο Χριστός λιγότερο

Χριστὸς καὶ τοῦ  Θεοῦ Υἱός.

Θεός και Υιός του Θεού.

 

20. Τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ, ὡς οἷόν τε ἦν,

Είπαμε ήδη παραπάνω μερικά, όσο ήταν δυνατόν και μπορούσαμε να

ἐκ μέρους, καὶ ὡς ἡμεῖς ἠδυνήθημεν νοῆσαι, προείπομεν, ὅτι οὐκ ἄλλου

καταλάβουμε, για την αιτία της ενανθρώπησης του Κυρίου· ότι δεν ήταν

ἦν τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταβαλεῖν, εἰ μὴ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος,

δυνατόν άλλος εκτός από τον Σωτήρα, να μεταβάλλει το φθαρτό σε άφθαρτο·

τοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν ἐξ οὐκ ὄντων πεποιηκότος τὰ ὅλα· καὶ οὐκ ἄλλου

διότι αυτός εξαρχής τα έπλασε όλα από το μηδέν. Και δεν ήταν ικανός άλλος

ἦν τὸ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν ἀνακτίσαι τοῖς ἀνθρώποις, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος

ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα στους ανθρώπους, παρά μόνον Αυτός που ήταν

τοῦ Πατρός· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν τὸ θνητὸν ἀθάνατον ἀναστῆσαι, εἰ μὴ

η Εικόνα του Πατέρα· ούτε άλλος μπορούσε να κάνει το θνητό αθάνατο παρά

τῆς Αὐτοζωῆς οὔσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· καὶ οὐκ ἄλλου

μόνον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, που είναι η πηγή της ζωής· και κανένας

ἦν περὶ Πατρὸς διδάξαι, καὶ τὴν εἰδώλων καθαιρῆσαι θρησκείαν, εἰ μὴ

άλλος δεν μπορούσε να διδάξει για τον Πατέρα και να καταργήσει τη θρησκεία

τοῦ τὰ πάντα διακοσμοῦντος Λόγου, καὶ μόνου τοῦ Πατρὸς ὄντος

των ειδώλων παρά μόνον ο Λόγος που προνοεί για όλα και είναι ο αληθινά 

Υἱοῦ μονογενοῦς ἀληθινοῦ.

μονογενής Υιός του Πατέρα.

 

᾿Επειδὴ δὲ καὶ τὸ ὀφειλόμενον παρὰ πάντων ἔδει λοιπὸν ἀποδοθῆναι·

Έπρεπε βέβαια και να ξεπληρωθεί το χρέος που όφειλαν όλοι. Χρωστούσαν

ὠφείλετο γὰρ πάντως, ὡς προεῖπον, ἀποθανεῖν, δι᾿ ὃ μάλιστα καὶ

όλοι, όπως προείπα, να πεθάνουν· περισσότερο για το λόγο αυτό ήλθε στη γη·

ἐπεδήμησε· τούτου ἕνεκεν μετὰ τὰς περὶ θεότητος αὐτοῦ ἐκ τῶν ἔργων

και εξαιτίας αυτού, μετά τις αποδείξεις που παρείχε με τα έργα για τη

ἀποδείξεις, ἤδη λοιπὸν καὶ ὑπὲρ πάντων τὴν θυσίαν ἀνέφερεν, ἀντὶ

θεότητά του, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία για όλους· παρέδωσε τον ναό του

πάντων τὸν ἑαυτοῦ ναὸν εἰς θάνατον παραδιδούς, ἵνα τοὺς μὲν

σώματός του σε θάνατο για χάρη όλων ώστε να τους αφαιρέσει την ευθύνη

πάντας ἀνυπευθύνους καὶ ἐλευθέρους τῆς ἀρχαίας παραβάσεως

και να τους ελευθερώσει από την παλιά παράβαση.

ποιήσῃ· δείξῃ δὲ ἑαυτὸν καὶ θανάτου κρείττονα, ἀπαρχὴν τῆς τῶν

Ν’ αποδείξει, επίσης, ότι ο εαυτός του νικά το θάνατο και το άφθαρτο σώμα του

ὅλων ἀναστάσεως τὸ ἴδιον σῶμα ἄφθαρτον ἐπιδεικνύμενος.

θ’ αποτελέσει την αρχή της αναστάσεως όλων.

 

Καὶ μή τοι θαυμάσῃς εἰ πολλάκις τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν.

Και μην απορήσεις γιατί πολλές φορές λέμε τα ίδια για τα ίδια πράγματα.

᾿Επειδὴ γὰρ περὶ τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ λαλοῦμεν, διὰ τοῦτο τὸν

Επειδή μιλάμε για το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού, γι’ αυτό εξηγούμε με

αὐτὸν νοῦν διὰ πλειόνων ἑρμηνεύομεν, μὴ ἄρα τι παραλιμπάνειν

περισσότερα λόγια την ίδια ιδέα· να μη φανεί ότι κάτι παραλείπουμε και μας

δόξωμεν, καὶ ἔγκλημα γένηται ὡς ἐνδεῶς εἰρηκόσι· καὶ γὰρ βέλτιον

κατηγορήσουν ότι δεν μιλήσαμε διεξοδικά. Είναι προτιμότερο να μας πουν

ταὐτολογίας μέμψιν ὑποστῆναι, ἢ παραλεῖψαί τι τῶν ὀφειλόντων

ότι λέμε τα ίδια, παρά να παραλείψουμε κάτι απ’ αυτά που οφείλουμε να

γραφῆναι.

γράψουμε.

 

Τὸ μὲν οὖν σῶμα, ὡς καὶ αὐτὸ κοινὴν ἔχον τοῖς πᾶσι τὴν οὐσίαν σῶμα

Το σώμα του Κυρίου λοιπόν, επειδή είχε την ίδια φύση με τα άλλα, ήταν

γὰρ ἦν ἀνθρώπινον, εἰ καὶ καινοτέρῳ θαύματι συνέστη ἐκ παρθένου

ανθρώπινο σώμα· βέβαια, δημιουργήθηκε με το παρόδοξο θαύμα της

μόνης, ὅμως θνητὸν ὂν κατὰ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοίων καὶ ἀπέθνῃσκε·

γέννησης από παρθένο· ήταν όμως θνητό και πέθαινε όπως και τα όμοιά του.

τῇ δὲ τοῦ Λόγου εἰς αὐτὸ ἐπιβάσει, οὐκέτι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν

Αλλά, με την ενοίκηση του Λόγου σ’ αυτό, δεν καταστρεφόταν σύμφωνα με τη

ἐφθείρετο, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα τοῦ Θεοῦ Λόγον, ἐκτὸς ἐγίνετο

φύση του· χάρη στο Λόγο του Θεού που το ενοικούσε, έμενε άφθαρτο.

φθορᾶς.

 

 

Καὶ συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως· ὅτι τε ὁ

Συνέβαινε το παράδοξο, να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο: από τη μια η κοινή 

πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος καὶ

μοίρα του θανάτου εκπληρωνόταν και στο σώμα του Κυρίου, κι από την άλλη

ἡ φθορὰ διὰ τὸν συνόντα Λόγον ἐξηφανίζετο. Θανάτου γὰρ ἦν χρεία,

εξαφανιζόταν η φθορά και ο θάνατος από το σώμα λόγω της παρουσίας του

καὶ θάνατον ὑπὲρ πάντων ἔδει γενέσθαι, ἵνα τὸ παρὰ πάντων

Λόγου. Ήταν αναγκαίος ο θάνατος και έπρεπε να συμβεί για το καλό όλων,

ὀφειλόμενον γένηται.

για να σβήσει το κοινό χρέος τους.

 

῞Οθεν, ὡς προεῖπον, ὁ Λόγος, ἐπεὶ οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτὸν ἀποθανεῖν

Έτσι λοιπόν, όπως προείπα, επειδή ο Λόγος ήταν αθάνατος και δεν ήταν

ἀθάνατος γὰρ ἦν, ἔλαβεν ἑαυτῷ σῶμα τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν, ἵνα

δυνατό να πεθάνει, προσέλαβε σώμα ικανό να πεθάνει· έτσι ώστε να προσφέρει

ὡς ἴδιον ἀντὶ πάντων αὐτὸ προσενέγκῃ, καὶ ὡς αὐτὸς ὑπὲρ πάντων

το δικό του σώμα αντί όλων και υποφέροντας, ως οικείος του σώματος,

πάσχων, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸ ἐπίβασιν, "καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος

αυτός για όλους «να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιβάλλει το

ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον· καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,

θάνατο, δηλαδή το διάβολο· έτσι, ν’ απαλλάξει όλους όσοι από το φόβο του

ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας".

θανάτου ήταν αιχμάλωτοι σ’ όλη τους τη ζωή».

 

21. ᾿Αμέλει, τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν,

Αφού, λοιπόν, ο κοινός Σωτήρας όλων πέθανε για μας, τώρα πλέον οι πιστοί

οὐκέτι νῦν ὥσπερ πάλαι κατὰ τὴν τοῦ νόμου ἀπειλὴν θανάτῳ

στο Χριστό δεν πεθαίνουμε όπως παλιά σύμφωνα με την απειλή του νόμου·

ἀποθνῄσκομεν οἱ ἐν Χριστῷ πιστοί· πέπαυται γὰρ ἡ τοιαύτη καταδίκη·

δεν ισχύει πια αυτού του είδους η καταδίκη. Επειδή με τη χάρη της

ἀλλὰ τῆς φθορᾶς παυομένης καὶ ἀφανιζομένης ἐν τῇ τῆς ἀναστάσεως

αναστάσεως σταματά και εξαφανίζεται η φθορά της φύσεώς μας, στο εξής

χάριτι, λοιπὸν κατὰ τὸ τοῦ σώματος θνητὸν διαλυόμεθα μόνον τῷ

διαλυόμαστε μόνο στο θνητό στοιχείο του σώματος μας· κι αυτό για λίγο καιρό,

χρόνῳ ὃν ἑκάστῳ ὁ Θεὸς ὥρισεν, ἵνα "κρείττονος ἀναστάσεως" τυχεῖν

όσο όρισε για τον καθέναν ο Θεός, ώστε να μπορέσουμε να πετύχουμε

δυνηθῶμεν.

"καλύτερη ανάσταση".

 

Δίκην γὰρ τῶν ἐν τῇ γῇ καταβαλλομένων σπερμάτων, οὐκ

Διότι, όπως οι σπόροι που ρίχνουμε στο γη, έτσι κι εμείς δεν χανόμαστε όταν

ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ᾿ ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα,

διαλυόμαστε στο χώμα, αλλά θ’ αναστηθούμε (καρπίσουμε) σαν το σπόρο·

καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος χάριν. Διὰ

διότι, χάρη στο Σωτήρα, καταργήθηκε ο θάνατος. Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο

τοῦτο γοῦν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος ἐγγυητὴς τῆς ἀναστάσεως πᾶσι

τρισμακάριος απόστολος Παύλος εγγυάται σε όλους την ανάσταση και λέει:

γενόμενός φησι· "Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ

«Πρέπει το φθαρτό σώμα να ντυθεί την αφθαρσία και η θνητότητα να

θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν· ὅταν δὲ τὸ θνητὸν τοῦτο

επενδυθεί την αθανασία· κι όταν το θνητό ντυθεί το αθάνατο σώμα,

ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος·

τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος της Αγίας Γραφής:

κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;"

η ανάσταση κατάπιε το θάνατο. Πού χάθηκε, θάνατε, η δύναμή σου;».

 

Διὰ τί οὖν, ἄν τις εἴποι, εἴπερ ἀναγκαῖον ἦν ἀντὶ πάντων αὐτὸν

Γιατί, λοιπόν, θα ρωτούσε κάποιος, εφόσον ήταν αναγκαίο Αυτός να

παραδοῦναι τὸ σῶμα θανάτῳ, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἰδίως ἀπέθετο

θανατωθεί για χάρη όλων, δεν πέθανε με φυσικό θάνατο, αλλά έφτασε μέχρι

τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ σταυρωθῆναι παρῆλθεν; ᾿Εντίμως γὰρ

το σταυρικό θάνατο; Διότι φαίνεται πιο σωστό Αυτός να είχε έναν αξιοπρεπή

μᾶλλον αὐτὸν ἔπρεπεν ἀποθέσθαι τὸ σῶμα, ἤπερ μεθ᾿ ὕβρεως τὸν

θάνατο παρά να υποφέρει έναν τέτοιο ατιμωτικό (σταυρικό) θάνατο.

τοιοῦτον θάνατον ὑπομεῖναι.

 

Θέα δὴ πάλιν εἰ μὴ ἡ τοιαύτη ἀντίθεσίς ἐστιν ἀνθρωπίνη· τὸ δὲ ὑπὸ τοῦ

Πρόσεξε πάλι μήπως αυτή η ένσταση εκφράζει ανθρώπινη άποψη· ενώ αυτό

Σωτῆρος γενόμενον, θεῖον ἀληθῶς καὶ ἄξιον τῆς αὐτοῦ θεότητος διὰ

που έκαμε ο Σωτήρας, ήταν για πολλούς λόγους θείο επίτευγμα και αντάξιο

πολλά· πρῶτον μέν, ὅτι ὁ συμβαίνων τοῖς ἀνθρώποις θάνατος κατὰ

στη θεότητά του. Πρώτα βέβαια, διότι ο συνηθισμένος θάνατος έρχεται στους

ἀσθένειαν τῆς αὐτῶν φύσεως αὐτοῖς παραγίνεται· οὐ δυνάμενοι γὰρ

ανθρώπους λόγω φυσικής αδυναμίας· δεν μπορούν να μείνουν για πολύ στη

ἐπὶ πολὺ διαμένειν, τῷ χρόνῳ διαλύονται. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ νόσοι

ζωή και φθείρονται με το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο τους βρίσκουν αρρώστιες,

τούτοις συμβαίνουσι, καὶ ἐξασθενήσαντες ἀποθνῄσκουσιν. ῾Ο δὲ  Κύριος

εξασθενούν και πεθαίνουν. Ο Κύριος όμως δεν είναι αδύναμος, αλλά η

οὐκ ἀσθενής, ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις, καὶ Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ Αὐτοζωή.

Δύναμη του Θεού· είναι ο Λόγος του Θεού, η Αυτοζωή.

 

Εἰ μὲν οὖν ἦν ἰδίᾳ που, καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων

Εάν, λοιπόν, πέθαινε ιδιωτικά και συνηθισμένα όπως οι άνθρωποι σ’ ένα

ἀποθέμενος τὸ σῶμα ἐν κλίνῃ, ἐνομίσθη ἂν καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν τῆς

κρεβάτι, θα θεωρούνταν ότι κι αυτός πέθανε έτσι από φυσική ασθένεια·

φύσεως ἀσθένειαν τοῦτο παθών, καὶ μηδὲν ἔχων πλέον τῶν ἄλλων

δεν θα διέφερε σε τίποτε από τους υπόλοιπους ανθρώπους.

ἀνθρώπων. ᾿Επειδὴ δὲ καὶ Ζωὴ ἦν, καὶ Θεοῦ Λόγος, καὶ ἔδει τὸν ὑπὲρ

Επειδή όμως ήταν η Ζωή και ο Λόγος του Θεού και έπρεπε να υποστεί το

πάντων γενέσθαι θάνατον, διὰ τοῦτο ὡς μὲν Ζωὴ καὶ Δύναμις ὢν

θάνατο για χάρη όλων, γι’ αυτό, όντας η Ζωή και η Δύναμη, έδινε δύναμη

συνίσχυεν ἐν αὐτῷ τὸ σῶμα·

στο σώμα που είχε περιβληθεί.

 

ὡς δὲ ὀφείλοντος γενέσθαι τοῦ θανάτου, οὐχ ἑαυτῷ, ἀλλὰ παρ᾿

Και επειδή έπρεπε να γευτεί το θάνατο, έπαιρνε την αφορμή να ολοκληρώσει

ἑτέρων ἐλάμβανε τὴν πρόφασιν τοῦ τελειῶσαι τὴν θυσίαν· ἐπεὶ μηδὲ

τη θυσία με θάνατο όχι από τον εαυτό του αλλά από τους άλλους. Διότι δεν

νοσεῖν ἔδει τὸν Κύριον, τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους θεραπεύοντα· ἀλλ᾿

άρμοζε στον Κύριο, που θεράπευε τις αρρώστιες των άλλων, να ασθενεί· ούτε

οὐδὲ ἐξασθενῆσαι ἔδει πάλιν τὸ σῶμα, ἐν ᾧ καὶ τὰς τῶν ἄλλων

έπρεπε να εξασθενήσει το σώμα του, με το οποίο δυνάμωνε τις αδυναμίες των

ἀσθενείας ἰσχυροποιεῖ.

άλλων.

 

Διὰ τί οὖν καὶ τὸν θάνατον ὥσπερ καὶ τὸ νοσεῖν οὐκ ἐκώλυσεν; ῞Οτι

Γιατί, λοιπόν, δεν εμπόδισε το θάνατο αλλά ούτε και την ασθένεια; Διότι γι’

διὰ τοῦτον ἔσχε τὸ σῶμα, καὶ ἀπρεπὲς ἦν κωλῦσαι, ἵνα μὴ καὶ ἡ

αυτό το σκοπό είχε το σώμα· δεν έπρεπε να εμποδίσει το θάνατο, για να μην

ἀνάστασις ἐμποδισθῇ· προηγήσασθαι μέντοι τοῦ θανάτου νόσον

φέρει εμπόδιο και στην ανάσταση. Να προηγηθεί πάλι από το θάνατο ασθένεια,

ἀπρεπὲς πάλιν ἦν, ἵνα μὴ ἀσθένεια τοῦ ἐν τῷ σώματι νομισθῇ. Οὐκ

κι αυτό δεν ήταν ορθό, για να μη νομίσουν ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα

ἐπείνασεν οὖν; Ναὶ ἐπείνασε διὰ τὸ ἴδιον τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ οὐ λιμῷ

ασθένειας. Δεν πείνασε λοιπόν; Βέβαια πείνασε, λόγω του σώματος· αλλά δεν

διεφθάρη, διὰ τὸν φοροῦντα αὐτὸ Κύριον. Διὰ τοῦτο εἰ καὶ ἀπέθανε

πέθανε από πείνα, διότι έφερε το Θεό στο σώμα. Γι’ αυτό το λόγο, αν και

διὰ τὸ ὑπὲρ πάντων λύτρον, ἀλλ᾿ οὐκ εἶδε διαφθοράν. ῾Ολόκληρον

πέθανε για τη λύτρωση όλων, δεν γνώρισε φθορά το σώμα του. Ολόκληρο

γὰρ ἀνέστη· ἐπεὶ μηδὲ ἄλλου τινός, ἀλλ᾿ αὐτῆς τῆς Ζωῆς ἦν τὸ σῶμα.

αναστήθηκε· διότι δεν επρόκειτο για το σώμα κάποιου άλλου, παρά για το

σώμα που έφερε η ίδια η Ζωή.

 

22. ᾿Αλλ᾿ ἔδει, φήσειεν ἄν τις, κρυβῆναι τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ᾿Ιουδαίων,

Αλλά θα έπρεπε, θα έλεγε κανείς, να φυλαχτεί από την επιβουλή των Ιουδαίων,

ἵνα καθόλου τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἀθάνατον φυλάξῃ. ᾿Ακουέτω δὴ ὁ

για να διατηρήσει τελείως αθάνατο το σώμα του. Ν’ ακούσει κι αυτός που λέει

τοιοῦτος, ὅτι καὶ τοῦτο ἀπρεπὲς ἦν τῷ Κυρίῳ· ὡς γὰρ οὐκ ἔπρεπε τῷ

κάτι τέτοιο: και αυτό δεν αρμόζει στον Κύριο· όπως ακριβώς δεν έπρεπε στο

τοῦ Θεοῦ Λόγῳ, ζωῇ ὄντι, τῷ σώματι ἑαυτοῦ θάνατον παρ᾿ ἑαυτοῦ

Λόγο του Θεού, που είναι η αυτοζωή, να προκαλέσει μόνος του το θάνατό του·

διδόναι· οὕτως οὐχ ἥρμοζεν οὐδὲ τὸν παρ᾿ ἑτέρων διδόμενον φεύγειν·

έτσι δεν έπρεπε ούτε ν’ αποφεύγει το θάνατο που του ετοίμασαν άλλοι· αλλά

ἀλλὰ καὶ μᾶλλον διώκειν αὐτὸν εἰς ἀναίρεσιν, ὅθεν εἰκότως οὔτε ἑαυτῷ

καλύτερα να επιδιώκει να τον καταργήσει. Έτσι, δικαιολογημένα, ούτε μόνος

ἀπέθετο τὸ σῶμα, οὔτε πάλιν ἐπιβουλεύοντας τοὺς ᾿Ιουδαίους ἔφυγε.

του πέθανε φυσιολογικά, ούτε πάλι κρύφτηκε από την επιβουλή των Ιουδαίων.

 

Νεότερη Παλαιότερη