5 Ο Αεικίνητος Θεός

 

 




5 Ο Αεικίνητος Θεός και η Πνευματική Ανατομία του Ανθρώπου.

1. Ο Θεός ως Αεικίνητος και Δημιουργός

«Ὁ Θεός κινείται αεικίνητα ἐν τοῖς κινούμενοις, ἀλλ᾽ οὐ φθειρομένως.» Μέγας Βασίλειος

Ο Θεός, αν και αμετάβλητος και ακίνητος ως προς την ουσία Του, ενεργεί μέσα στην κτίση ακατάπαυστα με τις άκτιστες ενέργειές του, μεταδίδοντας ζωή, φως και ύπαρξη στα πάντα.

Η δημιουργία του ανθρώπου γίνεται «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1:26), δηλαδή με προορισμό τη θέωση – την ένωση με τον Θεό, όχι ως ουσιώδη ταύτιση, αλλά ως μετοχή στη δόξα Του.

2. Κατά φύσιν  Παρά φύσιν Ζωή

«Τὸ κατὰ φύσιν ἐστιν ἡ μετοχή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν θείαν ἐνέργειαν. Τὸ παρά φύσιν, ἡ ἀποστασία αὐτοῦ.» Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να ζήσει κατά φύσιν, δηλαδή εναρμονισμένος με το θείο θέλημα. Όταν όμως ακολουθεί τον εγωισμό, απομακρύνεται από τον Θεό και ζει παρά φύσιν, με αποτέλεσμα όχι μόνο την πτώση της ψυχής, αλλά και διαταραχές στη σωματική και ψυχοκοινωνική του υγεία.

3. Ο Νους ως Θρόνος του Θεού

«Νοῦς ἐστιν ἡ πρώτη δύναμις τῆς ψυχῆς, δι’ ἧς ἄνθρωπος δύναται θεωρεῖν τὸν Θεόν.» Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ο ανθρώπινος νους (όχι μόνο ως λογική αλλά και ως καρδιακή διάνοια, κατά την ησυχαστική παράδοση) είναι η έδρα της θεογνωσίας. Ο Θεός κατοικεί στον καθαρό νου· όταν όμως αυτός σκοτίζεται από τα πάθη, γίνεται τόπος κατοίκησης του πονηρού.

Η κάθαρση του νου μέσα από προσευχή, νηστεία, σπουδή των Γραφών και μυστηριακή ζωή, είναι η βάση της πνευματικής ιατρικής.

 

4. Η Ορθόδοξη Αντίληψη της Υγείας

«Τέλειος λέγεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι ἐν ἁρμονίᾳ.» Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

Η σοφία του Θεού μας διδάσκει ότι υγεία δεν είναι μόνο η απουσία ασθενείας, αλλά η ολική αρμονία ψυχής και σώματος.

Η βιολογική ασθένεια συχνά μαρτυρεί πνευματική ανισορροπία, ενώ η πνευματική υγεία επιδρά και στο σωματικό επίπεδο.

Η πνευματική ζωή δεν είναι απλώς "θρησκευτική συνήθεια", αλλά υπαρξιακή ιατρική.

5. Ο "Επενδύτης" της Ζωής – Η Χριστοειδής Μεταμόρφωση

«Ὁ Θεός ἐγένετο ἄνθρωπος, ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός.» Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας.

Το απόκρυφο μυστήριο του "ἐπενδύτη" που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. 5:4) είναι η ένδυση της αφθαρσίας, δηλαδή η πνευματική ένωση με τον Θεό δια του Αγίου Πνεύματος. Ο νέος άνθρωπος του Χριστού είναι καινούργια κτίση, που ζει πλέον όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά εν Χριστώ.

Συμπέρασμα

Ο Θεός κάλεσε κάθε άνθρωπο σε μια πορεία θέωσης. Η υγεία, η ελευθερία, η προσωπικότητα, η γνώση, η αγάπη, δεν είναι "κοσμικά αγαθά", αλλά πνευματικά χαρίσματα όταν αγιάζονται. Ο εγκέφαλος, η ψυχή, το σώμα και το πνεύμα λειτουργούν αρμονικά μόνο όταν έχουν κέντρο τον Χριστό.

 

Πνευματικό Μήνυμα Κλειδί:

«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι.»
— Ματθαίος
16:24

Ζῇ Κύριος — Ζῇ και ἡ κλήσις τοῦ ἀνθρώπου

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προσέλαβε το πλήρες ανθρώπινο σώμα, το ίδιο βιολογικό και φθαρτό σώμα με ημάς· «ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας» (Ρωμ. 8,3), πλην αναμάρτητος. Η υπακοή Του εις το θέλημα του Πατρός, «μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2,8), και η ολοκληρωτική Του αφιέρωση, καθιστούν το σώμα του, ήδη από την επίγεια διακονία του, φορέα της δυνάμεως του Θεού, δυνάμεως μεταμορφωτικής και ζωοποιού. Αυτή η θεανδρική υπακοή καθίσταται το υπόδειγμα της δικής μας πνευματικής μεταμόρφωσης.

Όντως, εάν ο άνθρωπος υπακούσει εις τον Υιόν και Λόγον του Θεού του ζώντος και περιπατήσει καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησεν (Α΄ Ιω. 2,6), τότε και ο ίδιος, διά του Αγίου Πνεύματος, δύναται να πορευθεί εκ της φθοράς εις την αφθαρσίαν. Καθίσταται «μέτοχος θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1,4), όχι ως αυτόνομη ουσία, αλλά ως εν Χριστῷ κοινωνός του φωτός και της ζωής.

Όταν εφαρμοστεί εν αληθεία το Ευαγγέλιο του Χριστού στη ζωή των ανθρώπων, τότε δεν έχουν ανάγκη από την πολυνομία· διότι «ο νόμος οἱκονομείται τοῖς δικαίοις», και «ὁ νόμος πληροῦται ἐν τῷ ἀγαπᾷν» (Γαλ. 5,14). Η δικαιοσύνη του Θεού — όχι ως έννοια ηθικονομική, αλλά ως ζώσα ενέργεια της θείας χάριτος έχει τη δύναμη να ειρηνεύσει τις καρδιές των ανθρώπων και να άρει τα μεταξύ τους διαχωρίσματα.

Ο κόσμος τούτος έχει πολλούς «θεούς», πολλές αντιλήψεις περί του θείου· και έκαστος ισχυρίζεται ότι κατέχει την μοναδική αλήθεια. Όμως όλοι, ασυνείδητα ή όχι, κατατείνουν στην ίδια προσδοκία: ότι ο Θεός είναι εις τον ουρανό και ότι η συνάντηση μετ’ Αυτού επέρχεται μετά τον θάνατο. Ενώ όμως ο ουρανός φαίνεται να τους ενώνει στη θεωρία, η γη τούς χωρίζει στην πράξη —γεωγραφικά, πολιτικά, θρησκευτικά και υπαρξιακά. Αυτό φανερώνει ότι η πίστη τους στον Θεό είναι ετεροχρονισμένη, αποκομμένη από τη ζώσα πραγματικότητα της εν Χριστῷ παρουσίας Του.

Αν όμως ο Θεός ήθελε τον άνθρωπο σκιώδη και αδρανή, τότε δεν θα μας είχε χαρίσει την ανάσταση του Υιού του. Το γεγονός ότι ο Πατήρ ανέστησε τον Υιόν του σημαίνει ότι δεν τον ήθελε κοντά του ως νεκρό, αλλά ως Ζώντα. Διότι «οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων» (Ματθ. 22,32). Η θεία ζωή δεν αρχίζει μετά τον βιολογικό θάνατο, αλλά εν τη εν Χριστῷ αναγεννήσει. Και όμως, ο άνθρωπος διακηρύσσει ότι η ζωή αρχίζει μετά θάνατον, και εντούτοις, όταν ο θάνατος πλησιάζει, σπεύδει να τον αποφύγει. Τι αντίφαση!

Η αληθινή ζωή η αιώνιος, η εν Πνεύματι αρχίζει όταν αναγεννηθούμε εν Χριστῷ και το αγαθό βασιλεύσει εντός μας. Τότε η ζωή μάς καταδιώκει, μας πλησιάζει, μας χαριτώνει, ενώ όταν το κακό κυριαρχεί στην καρδιά μας, τότε η ζωή φεύγει, και εμείς γινόμαστε κυνηγοί μιας σκιάς.

Ο Χριστός ζει —και μαζί Του ζει και η δυνατότητα του ανθρώπου να νικήσει τη φθορά, τη διχόνοια, την άγνοια, το ψεύδος και τον θάνατο. Ζῇ Κύριος· και ζῇ ἐν τῇ καρδίᾳ παντός τοῦ πιστεύοντος.

Ὁ ἀναβαπτισμὸς τοῦ κόσμου ἐν Χριστῷ

Ἄνθρωπε, σήκω! Ἀνέτειλε ἐκ τῆς στάχτης τῆς πτώσεως· γίνου ἀνατολὴ φωτός, φανέρωσε ἐπὶ σοῦ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Σήκω ξανά, καὶ ξανά, καὶ ξανά· ἕως ὅτου ἡ ἀδυναμία μεταμορφωθῇ εἰς δύναμιν, ἕως ὅτου οἱ ἀμνοὶ γίνωσι λέοντες  τέκνα Θεοῦ, γεμάτα χάριν καὶ ἀλήθειαν (Ἰω. 1,14).

Τὰ θεῖα προστάγματα, ἃ ἀναπαύονται ἐν τῷ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι βαρεῖα (Α΄ Ἰω. 5,3), ἀλλὰ εἶναι ἀρχὴ ἐλευθερίας· εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου. Ἄνευ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος περιπίπτει εἰς σκοτισμὸν νοὸς (Ῥωμ. 1,21), ἐν ὧι ψυχολογικῶς, πνευματικῶς, καὶ βιολογικῶς ἀσθενεῖ καὶ διαλύεται ἐν φθορᾷ. Ζῶν νεκρὸς κατὰ πνεῦμα, καταλήγει νὰ εἶναι καθημερινῶς ὑπ’ ἀποσύνθεσιν, ἐνώ οἱ νεκροὶ κλαίουν τοὺς νεκρούς.

Ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν πηγήν τοῦ φωτός καὶ τῆς ζωῆς, ἐκβάλλει τὸ γένος μας εἰς κύκλους σκοτεινῆς ἱστορίας: πόλεμοι, καταστροφὲς, πνευματικὴ ἔρημος. μὴ γένοιτο!

Σήμερον, ἔτι ἔχομεν καιρόν· καιρὸν ἀποταμίου θησαυροῦ οὐ φθειρομένου· καιρὸν μετανοίας, καιρὸν ἀναγεννήσεως. Κοινὸς στόχος ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δέον νὰ γίνη τὸ νὰ γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος· τὸ νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος τέκνον Θεοῦ, θεοφόρος, ὁμοίωσις τοῦ Χριστοῦ.

Μόνον τότε θὰ ὑποχωρήσῃ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ἁμαρτίας· μόνο τότε θὰ φανερωθῇ ἐν ἡμῖν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον (Ἰω. 1,9). Ὅτε ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίσῃ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐφανέρωσεν εἰς τὸν κόσμον τὴν ζωήν καὶ τὴν ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου (Β΄ Τιμ. 1,10), τότε ἡ ἀνθρωπότης θὰ παύσῃ νὰ ἀνακυκλώνει τὸν θάνατον.

Ἄνθρωπε, σήκω καὶ ἀνασχηματίσου· σήκω καὶ ἀγάπησε· σήκω καὶ γίνου κοινωνὸς τῆς χάριτος. Διότι ὁ Θεός ζῇ — καὶ ὅπου ὁ Θεός ζῇ, ἐκεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ ζήσῃ

 

Η εφαρμογή του λόγου του Θεού ως πρόϋπόθεση ζωής και αφθαρσίας

Η ζωή και η αφθαρσία δεν αποκτώνται απλώς δια της αναγνώσεως της Γραφής, ούτε δια της επαναλαμβανόμενης προσευχητικής ικεσίας, όταν αυτές δεν συνοδεύονται από έμπρακτη υπακοή στον λόγο του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος δηλώνει ρητώς: «Η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί» (Α΄ Κορ. 8,1), καθιστώντας σαφές ότι η απλή συσσώρευση γνώσης περί του Θεού δεν οδηγεί στην ένωσή μας με Αυτόν· η αγάπη είναι εκείνη που χτίζει τη σχέση και θεμελιώνει τη σωτηρία.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ελέγχει τους τύπους ευσεβείας που δεν συνοδεύονται από υπακοή: «Τί με λέγετε, Κύριε, Κύριε, και δεν ποιείτε α λέγω;» (Λκ. 6,46). Η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρά (Ιακ. 2,26), και η προσευχή χωρίς ανταπόκριση της καρδιάς στη βούληση του Θεού μεταπίπτει σε ψυχολογική ανάγκη, όχι σε θεανθρώπινη κοινωνία. Ακόμη και η επιμονή στην εξωτερική λατρεία, χωρίς την εν Πνεύματι και Αληθεία προσκύνηση, δεν δύναται να καταστήσει τον άνθρωπο κληρονόμο της βασιλείας του Θεού (Ιω. 4,23). Διότι ο Θεός «ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί» (Πραξ. 17,24), αλλά στον καθαρμένο ναό του σώματος, το οποίο έχει καταστεί «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6,19).

Η οδός της ενώσεως με τον Θεό δεν είναι ούτε τυπική, ούτε μαγική· είναι υπαρξιακή και βιωματική. Βασίζεται στην αγαπητική ανταπόκριση στο θέλημά Του: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14,21). Η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον δεν είναι αφηρημένη έννοια· είναι βίωμα εν Χριστώ, χωρίς «κόμματα», δηλαδή χωρίς διαχωρισμούς, φατριασμούς ή ιδιοτελείς προσανατολισμούς. Όπως αναφέρει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «η αγάπη προς τον πλησίον ερμηνεύει την αγάπη προς τον Θεό, και η αγάπη προς τον Θεό γεννά την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον» (Κεφάλαια περί αγάπης, Α΄, 15).

Η ενσάρκωση του θείου θελήματος στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου είναι εκείνη που μεταγγίζει τη θεία ζωή όχι μόνο στον ίδιο αλλά και στους γύρω του. Ο λόγος του Θεού, όταν εφαρμόζεται, γίνεται «πνεύμα και ζωή» (Ιω. 6,63)· όταν όμως παραμένει μόνο στα λόγια, καθίσταται απλή ηχώ στο νου, χωρίς ζωοποιό δύναμη. Γι’ αυτό και οι Πατέρες έθεσαν ως ακρογωνιαίο λίθο της πνευματικής προόδου την πράξη: «Θεολόγος εστίν ο προσευχόμενος αληθώς», λέγει ο άγιος Νείλος ο Ασκητής· και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προσθέτει: «Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να μιλά κάποιος για τον Θεό, αλλά το να καθαρίζεται για να γίνει κατοικητήριο του Θεού».

Η απουσία εφαρμογής του λόγου του Θεού οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρούσεις, σε νοησιαρχία, σε εωσφορικό πνεύμα αντιλογίας. Ο λόγος που δεν γίνεται ζωή, μετατρέπεται εύκολα σε εργαλείο κατάκρισης, εγωιστικής αυτοεπιβεβαίωσης ή ακόμα και πνευματικής βίας. Ο αληθινός χριστιανός είναι εκείνος που, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, «ταπεινώνει εαυτόν και ποθεί να είναι χρήσιμος εις τον αδελφόν του, όχι λόγοις αλλά τρόποις».

Ο καιρός του πνευματικού επαιτείου, της ζητιανιάς χωρίς ανταπόκριση και αλλαγή ζωής, έχει παρέλθει. Η Εκκλησία δεν καλεί τους ανθρώπους απλώς να ζητούν, αλλά να μεταμορφώνονται· όχι να επαναλαμβάνουν τύπους, αλλά να αναγεννώνται εν Χριστώ. Ο Χριστός δεν ήλθε να χαρίσει απλώς θρησκεία, αλλά «ζωήν και περισσόν» (Ιω. 10,10). Η αγάπη στο Θεό και στον πλησίον είναι το μέλλον του κόσμου. Όσοι το κατανοήσουν αυτό και αρχίσουν να το ζουν από τώρα, βιώνουν ήδη την αιώνια ζωή, διότι «ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιω. 4,16).

Η ζωή και η αφθαρσία ήλθαν στον κόσμο «διά του Ευαγγελίου» (Β΄ Τιμ. 1,10). Το παρόν προσφέρεται ως δυνατότητα μεταμόρφωσης του παρελθόντος και γέννησης του μέλλοντος. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6,2). Ο Θεός δεν περιμένει άλλη στιγμή για να μας σώσει· περιμένει εμάς να αρχίσουμε να ζούμε το Ευαγγέλιο. Όχι απλώς να το διαβάζουμε ή να το αναλύουμε· αλλά να το ενσαρκώνουμε. Μόνο τότε θα γίνουμε σκεύη εκλογής, και μόνο τότε θα αναπαύεται ο Θεός εν ημίν. Αμήν.

Η στάση μας ενώπιον του Θεού: Δότης και όχι λήπτης

Η προσέγγιση του ανθρώπου προς τον Θεό καθορίζεται ουσιωδώς από την πρόθεση της καρδιάς του. Εάν ο άνθρωπος πλησιάζει τον Θεό αποκλειστικά για να λάβει υλικά ή ακόμη και πνευματικά αγαθά, κινδυνεύει να απομακρυνθεί από Αυτόν φτωχότερος απ’ ό,τι όταν ξεκίνησε· διότι, κατά τον λόγο του Κυρίου, «μακάριον ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Ο Θεός δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά Πρόσωπο που ζητά σχέση και αγάπη.

Όταν η θεολογία μεταπίπτει σε εργαλείο κατανόησης ενός σχεδίου χωρίς εμπιστοσύνη στον Θεό, τότε η διάνοια μπερδεύεται και η ψυχή ταράσσεται. Η λογική, μόνη της, αδυνατεί να συλλάβει το άρρητο μυστήριο του θελήματος του Θεού, διότι «ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστίν» (Α΄ Κορ. 2,14). Όσοι επιζητούν να κατανοήσουν τον Θεό χωρίς υπακοή, καταλήγουν σε σύγχυση και εσωτερική ανησυχία.

Αντίθετα, οι ταπεινοί της καρδίας, όσοι δηλαδή γνωρίζουν τι τους χαρίστηκε και παραμένουν ευγνώμονες και πιστοί στα λίγα, αυτοί δέχονται περισσότερη χάρη. «Εἶπεν αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ· ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25,21). Η θεία ευδοκία δεν χαρίζεται στους θεωρητικούς, αλλά στους ενεργητικούς πιστούς.

Η ευλογία δεν εδράζεται στη θεωρητική γνώση, ούτε στην εντύπωση της πνευματικότητας, αλλά στην πιστή εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Όσοι κατανοούν το θέλημα του Θεού και το πράττουν, αυτοί είναι οι πραγματικά μακάριοι, κατά τον λόγο του Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28). Ο Πατήρ Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει: «Οὐχ ὁ εἰδὼς, ἀλλ’ ὁ ποιῶν ἐστι φίλος τοῦ Θεοῦ».

Συνεπώς, καλούμαστε να μεταστρέψουμε τη στάση μας: από μια θρησκευτική νοοτροπία που ζητά, προς μια πνευματική πολιτεία που ευχαριστεί και προσφέρει. Να γίνουμε όχι μόνο δέκτες, αλλά και φορείς της χάριτος, σκεύη εκλογής και εργαλεία της θείας βουλής. Έτσι μόνο θα ζήσουμε όχι με σύγχυση, αλλά με ειρήνη, όχι με ανασφάλεια, αλλά με τη βεβαιότητα της μακαρίας οδού. Αμήν.

Ποιος είναι ο θεός σου;

Ο άνθρωπος, ακόμη και εν αγνοία του, πάντα λατρεύει κάτι. Δεν υπάρχει απόλυτο κενό στην ψυχή, διότι η δημιουργία του ανθρώπου είναι κατ’ εικόνα Θεού και η φύση του προορισμένη για κοινωνία και σχέση. Όταν ο αληθινός Θεός δεν είναι το επίκεντρο της ύπαρξης, τότε τη θέση Του λαμβάνει κάποιος άλλος “θεός”: ένα πάθος, ένα ιδανικό, μια ιδεολογία, ένας άνθρωπος, ακόμη και ο ίδιος ο εαυτός.

Δεν υπάρχει απόλυτη αθεΐα· υπάρχει αντικατάσταση του Θεού από είδωλα. Ο απόστολος Παύλος το είχε ήδη επισημάνει στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν Κτίσαντα» (Ρωμ. 1,25). Έτσι, ορισμένοι κάνουν θεό τους την εργασία, άλλοι τον πλούτο, άλλοι τη γνώση, την επιστήμη, την εξουσία ή και την ίδια τους την εικόνα. Όλα αυτά αποτελούν έκφραση του αρχέγονου πειρασμού της αυτοθέωσης χωρίς τον Θεό: «ἔσεσθε ὡς θεοί» (Γεν. 3,5).

Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτή την πλάνη, διακρίνεται μια βαθιά υπαρξιακή αναζήτηση. Ο άνθρωπος αναζητεί πληρότητα, νόημα, τελείωση. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει αυτή την αναζήτηση· την οδηγεί, δια του Αγίου Πνεύματος, σε πρόσωπα και καταστάσεις, σε “σκεύη εκλογῆς”, όπως ο Παύλος, που κάποτε εδίωκε τον Χριστό αλλά τελικά έγινε “ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ” (Β΄ Τιμ. 1,1).

Ακόμη και όταν ο άνθρωπος θεοποιεί κάτι άλλο πέρα από τον Θεό, ενδέχεται μέσα από το φιλάνθρωπο σχέδιο της Θείας Οικονομίας να οδηγηθεί στον αληθινό Θεό. Διότι όπως σημειώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «οὐ πᾶς ὁ ἀρχόμενος κακῶς, κακῶς καὶ τελευτᾷ». Υπάρχει ελπίδα επιστροφής, αναγνώρισης, μεταστροφής.

Η φράση της Γενέσεως «καὶ νῦν Ἀδὰμ ἐγένετο ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, γινώσκων καλὸν καὶ πονηρόν» (Γεν. 3,22) δεν είναι θρίαμβος του ανθρώπου, αλλά διαπίστωση της ευθύνης του. Η γνώση του καλού και του κακού γίνεται ευλογία μόνο όταν συνδυάζεται με τη μετάνοια και την ταπείνωση. Ο θεός μας –είτε το αναγνωρίζουμε είτε όχι– είναι εκείνο στο οποίο δίνουμε την καρδιά μας. «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου» (Ματθ. 6,21).

 

Ας ευχηθούμε, λοιπόν, ο Θεός του καθενός μας να μην μείνει μία προβολή επιθυμίας, ιδεολογίας ή εαυτισμού, αλλά να μεταμορφωθεί σε σχέση με τον Ζώντα Θεό, τον Ενσαρκωμένο Λόγο, που είναι «ἡ ὁδός καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 14,6). Μόνον Αυτός μπορεί να ολοκληρώσει την ύπαρξή μας και να μας επιστρέψει στην αληθινή θεογνωσία. Αμήν.

Αν δεν υπήρχε ο Θεός, ο κόσμος θα ήταν ας πούμε μόνο αέρας ή σκοτάδι ή μια μεγάλη πέτρα. Τώρα όμως δεν μπορείς να το πεις αυτό διότι υπάρχουν άπειρα διαφορετικά πράγματα τα οποία μας κλέβουν τις εντυπώσεις και φανερώνουν την παρουσία του, το θαύμα της παρουσίας του, όπως κίνηση, ζωή, λόγος, ήλιος, φως, φεγγάρι, ηλιακά συστήματα, άπειρο, χώρος εντός - εκτός, πλανήτες, θάλασσες, στεριά, ζώα, φυτά, δέντρα, λουλούδια, κύτταρα, γονίδια, DNA, νετρόνια, προτόνια, ηλεκτρόνια, θετικό, αρνητικό - συκώτι, σπλήνα, καρδιά, εγκέφαλος, πόδια, χέρια, μάτια. Όλα διαφορετικά και όλα συνθέτουν το σώμα στο οποίο μέσα ζει η ψυχή, η ενέργεια, η ζωή. Ας πούμε ότι είναι η μπαταρία του ανθρώπου. Το Πνεύμα το Άγιο είναι το ρεύμα που κάνει την ψυχή ζωντανή. Είναι τόσα πολλά τα διαφορετικά που δεν φτάνουν τα βιβλία του κόσμου να τα γράψεις. Άλλωστε και αυτά τον Θεό περιγράφουν. Τι να πεις τώρα σε αυτούς που λένε δεν υπάρχει Θεός; Τίποτα! Απλά ο εγωισμός έγινε Θεός τους. Δεν πειράζει, μετά τον εγωισμό έρχεται η ταπείνωση. Στην ταπείνωση υπάρχει και ο Θεός. Εύχομαι όλοι να τον βρούμε σύντομα. Αμήν.

Η ψυχοσωτήρια καρποφορία των Θείων Γραφών

«Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος» (Β΄ Τιμ. 3,16). Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αποτελεί τη θεμελιώδη της ποιότητα, καθιστώντας την όχι απλώς ιστορικό ή ηθικοπλαστικό κείμενο, αλλά όργανο σωτηρίας και πνευματικής αναγέννησης. Διότι μέσα από τα γράμματα αναφαίνεται ο Λόγος του Θεού, ο οποίος «σαρξ ἐγένετο» (Ιω. 1,14) και κατοικεί στους αναγινώσκοντες με πίστη και ταπείνωση.

Η μελέτη των Γραφών δεν είναι διανοητική άσκηση, αλλά πνευματική άρδευση. Όπως το δένδρο «το πεφυτευμένο παρά τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 1,3), έτσι και η ψυχή που αρδεύεται συνεχώς από τον πνευματικό ποταμό των Γραφών, «δίδωσιν τὸν καρπὸν αὐτῆς ἐν καιρῷ αὐτῆς». Οι καρποί είναι οι θεάρεστες πράξεις, τα φύλλα είναι η αειθαλής ελπίδα και ο στολισμός της αγιότητας. Οι Γραφές οδηγούν όχι μόνο στην πράξη, αλλά και στη θεοπτία, στην καθαρή γνώση της Αληθείας, διότι αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό ως Πρόσωπο, ως Σχέση και ως Σωτηρία.

Μέσα στην Αγία Γραφή, όπως διδάσκει ο Μ. Βασίλειος, «ὥσπερ ἐν παραδείσῳ παντοδαπῆς εὐωδίας ἄνθη καὶ καρποὺς παντοδαποὺς εὑρήσεις»· διότι η Γραφή είναι πνευματικός παράδεισος, πλούσιος σε νοήματα, προτροπές, παραμυθίες, ελέγχους και υποσχέσεις. Είναι ο χώρος όπου κελαηδούν τα νοερά πτηνά του Αγίου Πνεύματος· οι λόγοι των προφητών, των αποστόλων, των ευαγγελιστών, των θεοφόρων Πατέρων που ανεβάζουν τον νου από τη γη στον ουρανό, από την ταραχή της ζωής στην ειρήνη του Θεού.

Η ανάγνωση των Γραφών είναι, ταυτόχρονα, πνευματικός κόπος και δωρεά της Χάριτος. Ο ίδιος ο Χριστός παρακινεί: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7,7). Όποιος επιμελώς και ταπεινώς πλησιάζει τον πλούτο της θείας Αποκάλυψης, οδηγείται «ἐκ γνῶσεως εἰς γνῶσιν» και «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» (Ψαλμ. 83,8).

Η Αγία Γραφή είναι το σύγγραμμα της Θείας Οικονομίας. Είναι ο πνευματικός γεωργός που σπείρει Χριστόν και θερίζει σωτηρία· είναι η κλίμακα του Ιακώβ που συνδέει ουρανό και γη· είναι το μέσον δια του οποίου ο άνθρωπος γνωρίζει τον Υιό και δι’ Αυτού τον Πατέρα των Φώτων (Ιακ. 1,17). Ο «θείος περιστερά» του Πνεύματος, με τα χρυσόφωτα φτερά της Χάριτος, μας οδηγεί στα ενδότερα της θείας σοφίας και μας παρουσιάζει ενώπιον του Θεού ως τέκνα υιοθεσίας.

Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη, τον νοητό Παράδεισο των Γραφών. Διότι η Γραφή δεν είναι απλώς βιβλίο· είναι Παρουσία. Είναι Λόγος που έγινε σάρκα, και σάρκα που έγινε φως. Αμήν.

Περί της φύσεως της ψυχής και της θείας επωνυμίας

Η ψυχή του ανθρώπου, ως απλή και ασύνθετη ουσία, δεν υπόκειται στην αποσύνθεση και φθορά που χαρακτηρίζει το υλικό σώμα. Η ασυνθεσία της μαρτυρεί την αθάνατη φύση της· δεν διαλύεται, ούτε κατακερματίζεται, αλλά διατηρεί την ενότητά της ακόμη και μετά τον θάνατο. Όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «ἡ ψυχὴ ἄλυτος μένει καὶ ἀδιάλυτος κατὰ τὴν ἀπλότητά της»· και γι’ αυτό «ἐκτείνεται εἰς τὸ ἀπέραντον τοῦ χρόνου», διατηρώντας την ύπαρξή της στην αιωνιότητα.

Ο θάνατος, κατά την πατερική διδασκαλία, δεν καταργεί την ψυχή αλλά μεταβάλλει τον τρόπο της υπάρξεώς της. Η ψυχή, αποχωριζόμενη του σώματος, δεν διακόπτει τη σχέση με αυτό, διότι το σώμα παραμένει δικό της, και θα το επαναποκτήσει κατά την ανάσταση. Η γνωστική της δύναμη, ως νοερή και άυλη, υπερβαίνει τον χρόνο και τον χώρο· και γι’ αυτό, κατά το σχέδιο της θείας οικονομίας, θα αναγνωρίσει και θα συνάψει εκ νέου τα στοιχεία του φθαρτού σώματος, τα οποία είχε άλλοτε ζωοποιήσει. Αυτή η ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως αποτελεί στοιχείο της χριστιανικής πίστεως, όπως σαφώς διακηρύσσεται: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβολο Πίστεως).

Όσον αφορά τη θεία επωνυμία, η λέξη «Θεός» φέρει εντός της βαθύ θεολογικό περιεχόμενο. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ετυμολογικά μπορεί να αποδοθεί από το ρήμα «θέειν», δηλαδή «τρέχειν», υποδηλώνοντας τη θεία πανταχού παρουσία και την συνεχή Του ενέργεια εντός της δημιουργίας. Άλλη ερμηνευτική προσέγγιση προέρχεται από το ρήμα «αἴθειν», δηλαδή «καίειν», υποδεικνύοντας ότι ο Θεός είναι «πῦρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29), φλόγα που καθαίρει και καταφλέγει κάθε κακία. Τρίτη εκδοχή σχετίζεται με την έννοια της θείας όρασης: ο Θεός είναι «ὁ παντεπόπτης», που βλέπει τα πάντα με ακρίβεια και προορατικότητα, και ενεργεί κατά το προαιώνιο σχέδιο της σοφίας του.

Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα «πρὸ τοῦ γενέσθαι» (βλ. Ψαλμ. 138,16), διότι όλα προϋπήρχαν στον θείο νου, ως εικόνες και παραδείγματα. Δημιουργήθηκαν εν χρόνω, κατά το «προαιώνιον βουλὴν» της θελήσεώς του, η οποία είναι και δημιουργική και προοριστική· διότι «ὅσα ἐποίησεν, καλὰ λίαν» (Γεν. 1,31), εντός της τελειότητος του σχεδίου του.

Επομένως, η θεία επωνυμία αποκαλύπτει τόσο τη φύση όσο και την ενέργεια του Θεού. Η ουσία Του παραμένει αμέθεκτη και άγνωστη, ενώ οι ενέργειες Του είναι μεθεκτές και φανερές στην κτίση. Μέσα από τις ενέργειες αυτές, ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Ζωή και Πρόσωπο, που κινείται με αγάπη προς τον κόσμο και αποκαλύπτει το πρόσωπό Του στον Χριστό.

Ο Θεός κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη: Αρχή, Χορηγός και τέλος των Όντων.

Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, κορυφαία μορφή της αποφατικής θεολογίας και της πατερικής μυσταγωγίας, χαρακτηρίζει τον Θεό ως την απόλυτη αρχή και αιτία των πάντων. Ο Θεός είναι ο χορηγός της ύπαρξης και της τάξεως: παρέχει τη φύση στα όντα, τη ζωή στα ζωντανά, τη λογική στα λογικά και τον νου στα νοερά. Πρόκειται για μία οντολογική ιεραρχία, όπου ο Θεός είναι το πηγαίο Αγαθό (τὸ πρῶτον Ἀγαθόν) και η πηγή κάθε υπαρξιακής ενέργειας και τελειώσεως.

Ο Θεός δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία, αλλά λειτουργεί και ως επαναφορά και επανόρθωση των πεπτωκότων. Ανακαινίζει και αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση, η οποία έχει διαβρωθεί από την αμαρτία· δίδει σταθερότητα και θεία ισορροπία σε όσους κινούνται ταραγμένα· φυλάσσει όσους στέκουν εν αληθεία· και οδηγεί όσους βαδίζουν προς αυτόν, γινόμενος οδός, χείρα και οδηγός των προσερχομένων.

Είναι Πατέρας των δημιουργημένων, όχι απλώς κατά μεταφορική έννοια, αλλά κατά την κυριολεξία της δημιουργικής αιτιότητας. Ενώ οι ανθρώπινοι γονείς μεταδίδουν τη ζωή κατά φυσικό τρόπο, αυτοί λαμβάνουν την ίδια τη ζωή και τη δυνατότητα να γεννούν από Αυτόν· συνεπώς, η γέννηση του ανθρώπου δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής αναγκαιότητας, αλλά εντάσσεται στο δημιουργικό σχέδιο του Θεού.

Ο Θεός είναι ο Ποιμήν των πιστών του, ποιμαίνων με γνώση και αγάπη· φωτίζει τους φωτιζομένους· μυεί στα θεία μυστήρια όσους εισέρχονται στο θείο βάθος· θεώνει τους καθαρμένους, όχι κατά ουσία αλλά κατά χάρη· συμφιλιώνει τους διαιρεμένους, απλοποιεί τους διασπασμένους, και ενώνει όσους βρίσκονται σε αναζήτηση της αληθινής ενότητας.

Κατά τον άγιο Διονύσιο, ο Θεός είναι η υπερούσια εξουσία που ξεπερνά κάθε κοσμική και νοητή δύναμη. Είναι ο αρχηγός της ύπαρξης και ταυτοχρόνως ο δωρητής της θείας γνώσεως, την οποία παρέχει στους θελουμένους, όχι ανεξέλεγκτα, αλλά «κατὰ τὸ μέτρον τοῦ δυνατοῦ καὶ ἐφικτοῦ»· δηλαδή ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση και δεκτικότητα.

Η θεολογία του Διονυσίου, δομημένη με ακρίβεια, κινείται σε δύο παράλληλους άξονες: αφενός τον αποφατικό, που καθιστά τον Θεό άρρητο και υπερούσιο· και αφετέρου τον καταφατικό, που επιτρέπει μέσω των θείων ενεργειών τη μετοχή του ανθρώπου στο μυστήριο του Θεού. Ο Θεός είναι ακατάληπτος ως προς την ουσία Του, αλλά μεθεκτός ως προς τις ενέργειές Του· και γι’ αυτό καλείται με πλήθος ονομάτων, χωρίς όμως κανένα εξ αυτών να εξαντλεί το Είναι Του.

 

Η αδυναμία ανταπόδοσης του δώρου της ζωής και της σωτηρίας: Οντολογική ευγνωμοσύνη προς τους γονείς και τον Θεό

Εισαγωγή

Η ύπαρξη είναι το μέγιστο και θεμελιώδες δώρο, τόσο στον φυσικό όσο και στον πνευματικό ορίζοντα. Ο άνθρωπος οφείλει τη ζωή του στους γονείς του, αλλά η ίδια η αρχή της υπάρξεώς του και η κλήση του προς την αιωνιότητα ανήκουν στον Θεό, ο οποίος «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἤγαγεν» τον άνθρωπο (βλ. Β΄ Μακ. 7,28). Καμία προσφορά δεν μπορεί να ανταποδώσει αυτό το δώρο· μόνο η ταπεινή ευχαριστία, ο σεβασμός και η αγάπη αποτελούν αρμόζουσα απάντηση στο μυστήριο της ζωής και της σωτηρίας.

 

1. Οι γονείς ως συνεργοί του Θεού στη μετάδοση της ζωής

Οι γονείς προσφέρουν στο παιδί το ανεκτίμητο δώρο της ζωής. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο Θεός είναι ο μόνος Δημιουργός, αλλά οι γονείς μετέχουν στο δημιουργικό έργο του Θεού ως συνεργοί Του.

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Οὐχ οἱ γονεῖς ἡμῶν ἀυτόχρημα τὴν φύσιν ἡμῖν παρέδοσαν, ἀλλ’ ὁ Θεός, διὰ τῶν γονέων, ὡς ὄργανον τῆς γενέσεως» (Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, πγ 44, 136B).
Δηλαδή
, οι γονείς είναι όργανα του Θεού για τη μετάδοση της φύσεως και της ζωής, αλλά ο Δημιουργός είναι πάντοτε ο Θεός.

Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο:

«Οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ τὸ τεκεῖν ἢ ὀργάνῳ Θεῷ παρασχεῖν τὴν δύναμιν» (Εἰς Εφεσίους, Ομιλία ΚΑ΄, πγ 62, 147).

Κανένα παιδί δεν μπορεί να ανταποδώσει αυτό το θαύμα· δεν μπορεί να "γεννήσει" τους γονείς του, ούτε να αντισταθμίσει την ύπαρξή του. Το μόνο που μπορεί είναι να ζήσει με τιμή, αγάπη και φροντίδα απέναντί τους, «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα» (Εξ. 20,12).

 

2. Ο Θεός ως ο πρώτος και αληθινός Πατέρας

Ο Θεός, όμως, δεν είναι απλώς ο Δημιουργός· είναι ο Πατέρας του ανθρώπου, όχι μόνο ως γεννήτωρ, αλλά και ως Σωτήρας και Ανακαινιστής. Κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη:

«Θα προσθέσω επίσης ότι είναι Πατέρας αυτών που δημιούργησε· και το σπουδαιότερο, ο Θεός μας είναι Πατέρας μας, διότι Αυτός και όχι οι γονείς μας, μάς έφερε στη ζωή από την ανυπαρξία· καθώς οι γονείς μας έλαβαν απ’ Αυτόν τη ζωή και τη δυνατότητα να γεννούν» (Περὶ θείων ὀνομάτων, πγ 3, 588C).

Ο Θεός είναι Εκείνος που χαρίζει όχι μόνο την ύπαρξη, αλλά και το νόημα της υπάρξεως. Μέσω του Χριστού μας δίδεται όχι μόνο η ζωή, αλλά και το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ζωή εν Χριστῷ, η ζωή της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της αιωνιότητας.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει:

«Ὁ Θεός, τὴν γένεσιν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σοφίᾳ ἐποίησε, τὴν δὲ ἀναγέννησιν ἐν ἀγάπῃ» (Ambigua, PG 91, 1088C).

 

3. Η θυσία του Χριστού το αποκορύφωμα της θεϊκής δωρεάς

Η κορυφή της προσφοράς του Θεού προς τον άνθρωπο βρίσκεται στο σταυρικό πάθος και την ανάσταση του Υιού Του. Ο Χριστός, ο μόνος Αναμάρτητος, προσφέρει τον εαυτό Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. 20,28), δίδοντας την ευκαιρία στον κάθε άνθρωπο να μετέχει στη θεία ζωή. Αυτή η προσφορά είναι ανυπολόγιστη, ανεπίστρεπτη, ανεπανάληπτη.

Όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας:

«Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, σὰρξ γενόμενος, τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἀπωλείας ἐλύτρωσε καὶ εἰς τὴν υἱοθεσίαν ἀνήγαγε» (πγ 74, 681D).

Η μόνη δυνατή απάντηση του ανθρώπου σε αυτή τη θεία δωρεά είναι η συνεχής μνήμη του Θεού, η μετάνοια, η υπακοή και η αγάπη.

 

4. Η ευχαριστία ως στάση ζωής προς γονείς και Θεό

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει:

«Εὐγνωμοσύνην ἔχειν, τῆς ἀρετῆς ἀρχή» (PG 62, 264).
Δηλαδή
, η ευγνωμοσύνη είναι η αρχή κάθε αρετής.

Το να είμαστε μέρα και νύχτα κοντά στους γονείς και στον Θεό δεν είναι απλώς ηθική υποχρέωση, αλλά υπαρξιακή πράξη δικαιοσύνης και σωτηρίας. Όποιος τιμά την αρχή της ζωής του –δηλαδή τον Θεό και τους γονείς του– αναγνωρίζει το θαύμα της υπάρξεως και συμπορεύεται με το θέλημα του Θεού.

Η ζωή δεν είναι δική μας κατάκτηση, αλλά δωρεά. Το να αγαπούμε, να τιμούμε και να υπηρετούμε τους γονείς και τον Θεό είναι η φυσική και πνευματική απάντηση σε αυτή τη δωρεά. Η ύπαρξή μας, η σωτηρία μας και το νόημα του βίου μας βρίσκονται μέσα σε αυτόν τον διπλό άξονα σχέσης: προς τον Θεό και προς τους γονείς μας. Τότε μόνο η οικογένειά μας και ο κόσμος μας θα γίνουν χώρος ζωής και ευλογίας. Αμήν.

Η χαρά ως θεολογική και βιολογική αναγκαιότητα: Το θαύμα του ανθρώπινου προσώπου

Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για τη λύπη, τον φόβο ή την υπαρξιακή αγωνία, αλλά για τη χαρά. Η χαρά δεν είναι απλώς ένα ψυχικό συναίσθημα· είναι θεολογική κατάσταση, κατάσταση πνευματικής υγείας και φυσιολογικής λειτουργίας της ανθρώπινης φύσεως, όπως εκπορεύεται από τη χάρη του Θεού. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι, μεταξύ άλλων, «χαρὰ» (Γαλ. 5,22), διότι εκείνος που έχει κοινωνία με τον Θεό εισέρχεται σε κατάσταση ζωής.

 

1. Η χαρά του Θεού ως κινητήριος δύναμη του σώματος

Η σύγχρονη επιστήμη αποκαλύπτει ότι η χαρά δεν είναι μόνο πνευματική, αλλά και βιολογική δύναμη. Η παραγωγή ενδορφινών, των φυσικών νευροδιαβιβαστών της ευχαρίστησης και της εσωτερικής ευεξίας, επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος να χαίρεται. Οι ειδικοί επισημαίνουν πως η παραμονή ενός ανθρώπου σε κατάσταση εσωτερικής χαράς για μία έως δύο ώρες, μπορεί να προκαλέσει παραγωγή 10 μικρογραμμαρίων ενδορφίνης, ποσότητα που αποτιμάται σε δέκα χιλιάδες δολάρια. Αυτή η επιστημονική παρατήρηση καταδεικνύει ότι η πνευματική κατάσταση επηρεάζει άμεσα τη βιοσωματική λειτουργία του ανθρώπου.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος σημειώνει με διαύγεια:

«Χαρὰ γὰρ τοῖς ταπεινοῖς ἡ ἁγιότης τοῦ Κυρίου» (Κλίμαξ, Λόγος 25, περί ταπεινοφροσύνης).

Η χαρά, όταν δεν είναι πρόσκαιρη ή εξωτερική, αλλά θεμελιώνεται στην παρουσία του Θεού, λειτουργεί ως ψυχοσωματική ευλογία, ενισχύοντας τον εγκέφαλο, την καρδιά, τον νου και το σώμα ολόκληρο.

2. Η πνευματική φτώχεια του ανθρώπου και η απώλεια της χαράς.

Παρά την πλούσια εσωτερική κληρονομιά που μας έχει δοθεί, ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει πνευματική φτώχεια. Αν και φέρει μέσα του τα «ανεκτίμητα δώρα» του Δημιουργού, ζει μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, τον ανταγωνισμό, την πλεονεξία. Οι σκέψεις του περιστρέφονται διαρκώς γύρω από την επιβίωση, το κέρδος, την επικράτηση έναντι του άλλου.

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αναφωνεί:

«Οὗτος ὁ κόσμος λύπης καὶ ἀγωνίας πλήρης ἐστίν· ἡ χαρὰ εὑρίσκεται μόνον ἐν τῇ ἐλπίδι τῆς μέλλουσας ζωῆς» (Λόγος 48).

Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου δεν είναι ο άλλος, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός, διότι βρίσκεται σε αντιπαλότητα με το είναι του. Η επιβολή, ο εξαναγκασμός, ο εσωτερικός καταναγκασμός οδηγούν στην πνευματική και σωματική εξάντληση. Αντί να λειτουργούμε σε ενότητα προς τον Θεό και τους αδελφούς μας, λειτουργούμε με αντίθεση και διάσπαση.

3. Η ενότητα του σώματος ως εικόνα της εν Χριστῷ αγάπης

Η σοφία του Θεού αποκαλύπτεται και στην υποδειγματική λειτουργία του σώματος, το οποίο μας διδάσκει την αγάπη, την αλληλοστήριξη και την ταπείνωση. Όταν ένα μέλος κινδυνεύει, όλα τα υπόλοιπα προστρέχουν στη βοήθειά του. Όταν κάποιος σκοντάψει, τα χέρια, τα πόδια, το σώμα ολόκληρο κινητοποιούνται για να απορροφήσουν την πτώση. Αυτή η βιολογική αλήθεια δεν είναι τίποτε άλλο από μαρτυρία του "κατ’ εἰκόνα", της αλληλεγγύης και της ενότητας του ανθρώπινου είναι.

Ο απόστολος Παύλος, μιλώντας για την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λέγει:

«Καὶ ἐὰν πάσχῃ ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη· ἢ δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη» (Α΄ Κορ. 12,26).

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει:

«Ὡς ἐν ἀνθρώπῳ οἱ λόγοι τῶν μελῶν ἐν ἀλλήλοις ἀναπαύονται, οὕτως καὶ ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας τὰ μέλη τῆς χάριτος εἰρηνεύουσιν» (Ambigua, πγ 91, 1129C).

Η θεία αγάπη λειτουργεί κατά το πρότυπο της σωτηριολογικής αναλογίας: όπως το σώμα μάχεται για το σύνολο, έτσι και η Εκκλησία –και κάθε άνθρωπος– καλείται να λειτουργεί μέσα στην ενότητα, την προσφορά και την ταπείνωση.

Επίλογος

Η χαρά δεν είναι πολυτέλεια. Είναι θεϊκή αναγκαιότητα για να λειτουργήσει ο άνθρωπος κατά φύσιν, εν αρμονία με τον Δημιουργό, τον εαυτό του και τους αδελφούς του. Όταν ζούμε εν Χριστῷ, δεν καταπιεζόμαστε, δεν φοβόμαστε· ανασαίνουμε την αλήθεια του Θεού, ο οποίος «ἤλθεν ἵνα ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν» (Ιω. 10,10). Και τότε, μέσα στην πνευματική χαρά και τη μυστική εσωτερική αγαλλίαση, ανακαλύπτουμε πόσο πλούσιοι είμαστε εν τῷ Θεῷ, και πόσο φτωχοί γινόμαστε όταν τον απαρνούμαστε για τα σκύβαλα του κόσμου τούτου.

Τι σημαίνει αγάπη στον Χριστό;

Η αγάπη προς τον Χριστό δεν είναι μια απλή συναισθηματική προσκόλληση, ούτε μια αφηρημένη έννοια φιλανθρωπίας. Είναι υπαρξιακή στάση, είναι ολόκληρος τρόπος υπάρξεως. Ο Ίδιος ο Χριστός μάς διδάσκει: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει» (Ἰω. 14,23). Η αγάπη προς Αυτόν φανερώνεται στην υπακοή στο θέλημά Του, στην καθημερινή σταυρική πορεία του ανθρώπου προς την αλήθεια και την ζωή που είναι ο Ίδιος (Ἰω. 14,6). Δεν πρόκειται απλώς για ένα συναίσθημα· πρόκειται για απόφαση ζωής.

Για να φωτίσουμε το μυστήριο αυτής της αγάπης, μπορούμε να ανατρέξουμε σε ένα παράδειγμα από την ίδια την κτίση. Στη Μεσόγειο ζει ένα είδος θαλάσσιας χελώνας που, για να γεννήσει, διασχίζει τον Ατλαντικό ωκεανό και φτάνει στις θερμές αμμώδεις ακτές, αφήνοντας τα αυγά της στο φως του ήλιου και επιστρέφοντας κατόπιν στη θάλασσα. Όταν έλθει ο καιρός και εκκολαφθούν τα χελωνάκια, δίχως κανείς να τα διδάξει, δίχως χάρτες ή φωνή, ακολουθούν το ένστικτο και ρίχνονται στη θάλασσα, βαδίζοντας ενστικτωδώς μια απέραντη απόσταση για να συναντήσουν την πηγή της ζωής τους, τη μητέρα τους.

Αυτό είναι αγάπη. Αγάπη που δεν γνωρίζει εμπόδια, απόσταση, κίνδυνο. Αγάπη που είναι ταυτισμένη με την κλήση και τον προορισμό.

Έτσι και η αγάπη προς τον Χριστό γεννιέται μέσα στην καρδιά που αναγνωρίζει τον Δημιουργό της ως Πατέρα και πηγή ζωής. Είναι μια εσωτερική κίνηση υπέρβασης του φόβου, των λογισμών, των παθών, για να συναντήσει Εκείνον που πρώτος μας αγάπησε (Α΄ Ἰω. 4,19). Δεν είναι αρκετό να Τον θυμόμαστε όταν μας κατακλύζουν τα προβλήματα της ζωής· η αληθινή αγάπη ζητά διαρκή κοινωνία μαζί Του, αναζήτηση του προσώπου Του και υπακοή στο άγιο θέλημά Του.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει: «Ἐκείνος ὁποῖος ἀγαπᾷ ἀληθινά τὸν Χριστόν, δείχνει αὐτὴν τὴν ἀγάπην ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα» (PG 59, 379). Η αγάπη είναι ενεργητική, και εκφράζεται δια της πράξεως και της πνευματικής εργασίας.

Όταν αποφασίσει κανείς να αγαπήσει τον Θεό χωρίς προσποίηση, με ειλικρίνεια, με θυσιαστική διάθεση, τότε ενεργοποιούνται μέσα του όλες οι χαρισματικές δυνατότητες που του έχουν δοθεί κατά την κτίση του «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» (Γεν. 1,27). Η παρουσία του Θεού δεν είναι εξωτερική δύναμη· γίνεται εσωτερική φλόγα, θεία παρουσία, καρδιακή ζωή. Και η ζωή αυτή δεν είναι πρόσκαιρη· είναι «ζωὴ αἰώνιος» (Ἰω. 17,3).

Η απόφαση να αγαπήσουμε αληθινά τον Χριστό σημαίνει να αρνηθούμε το ψέμα και την υποκρισία, να υπερβούμε τον εαυτό μας, και να ενωθούμε με Εκείνον που είναι «ἡ Ὀδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή» (Ἰω. 14,6). Σημαίνει να αναγνωρίσουμε πως η ζωή μας βρίσκεται εις χείρας ημών – όχι ως αυτάρκεια, αλλά ως ελευθερία επιλογής προς την κοινωνία με τον Αιώνιο Θεό.

 

Η φθορά και ο θάνατος δεν είναι θέλημα του Θεού

Η φθορά και ο θάνατος, όπως παρουσιάζονται στη βιβλική και πατερική παράδοση, δεν συνιστούν το πρωταρχικό θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, ούτε την αυθεντική και φυσιολογική του κατάσταση. Ο άνθρωπος, πλασμένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. 1,26), δημιουργήθηκε για να ζει εν κοινωνίᾳ με τον Ζωοδότη Θεό, στη ζωή και όχι στον θάνατο· στην αφθαρσία και όχι στη φθορά. Ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο ως αποτέλεσμα της παρακοής και όχι ως ουσιώδες συστατικό της δημιουργίας: «Διὰ τὴν ἁμαρτίαν ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5,12).

Ο Μέγας Αθανάσιος, στο έργο του Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου, τονίζει ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος ήλθε ως φυσική συνέπεια της απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Η ανθρώπινη αμαρτία —είτε ως άγνοια του θείου θελήματος είτε ως ενεργός απομάκρυνση από αυτό— ενεργοποιεί τις δυνάμεις της φθοράς και εισάγει τον θάνατο όχι μόνον ως βιολογική παύση, αλλά και ως υπαρξιακή διάσπαση και αλλοτρίωση.

Παρ’ όλα αυτά, δια μέσου των αιώνων, το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου περιορίστηκε συχνά στη σφαίρα της ψυχής, ενώ παραγνωρίστηκε η ανάσταση και η σωτηρία του σώματος. Κι όμως, η χριστιανική πίστη είναι βαθύτατα σωματική: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα «ἵνα τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσῃται ἀφθαρσίαν» (Α΄ Κορ. 15,53). Ο Χριστός ετόνισε: «τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν» (Ιω. 6,63), και σε αυτό το ζωοποιό Πνεύμα καλείται να ενωθεί κάθε πιστός, ώστε να μετέχει στην αφθαρσία και την αιώνια ζωή.

Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε προφητικές εικόνες που προτυπώνουν τη δύναμη της Βασιλείας του Θεού. Σε ένα από αυτά τα οράματα, προφητεύεται ένα καχεκτικό δένδρο (σύμβολο του λαού του Θεού), το οποίο αντιστέκεται στους ανέμους του κόσμου (τις πλάνες και τις δυνάμεις της αμαρτίας), μέχρις ότου λαμβάνει θεία εντολή να αυξηθεί και να αναπτυχθεί υπερφυσικά, καθιστάμενο εμφανές σε όλη την οικουμένη. Αυτό παραπέμπει άμεσα στην παραβολή του Χριστού περί του κόκκου σινάπεως (Ματθ. 13,31-32), που από μικρό σπόρο γίνεται δένδρο μεγάλο, ώστε «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔρχεται καὶ κατασκηνοῖ ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ».

Η Βασιλεία του Θεού δεν επιβάλλεται εξωτερικά, αλλά εμβολιάζεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου· και όταν αυτή η καρδιά δεχθεί τον σπόρο του Χριστού, τότε ξεκινά μια εσωτερική πνευματική μεταμόρφωση. Ο άνθρωπος αναγεννάται, γίνεται «καίνης κτίσις» (Β΄ Κορ. 5,17), και η παρουσία του Λόγου εσωτερικά τον καθιστά φως και σημείο αναφοράς: «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. 5,14). Αυτή η εσωτερική κρίση, η οποία γεννά την αληθινή μετάνοια και αλλαγή νοός, καθιστά τον άνθρωπο όντως φορέα της ζωής και μαρτυρία της Βασιλείας του Θεού.

Ο Χριστός προσκαλεί τον άνθρωπο να επιζητεί πρώτιστα αυτή τη Βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Θεού (Ματθ. 6,33), υποσχόμενος ότι όλα τα άλλα θα προστεθούν. Η φθορά και ο θάνατος, ενώπιον της ενεργείας της Χάριτος και της ζωοποιού δύναμης του Θεού, παύουν να είναι αδιέξοδα· καθίστανται πεδία εσχατολογικής νίκης και ανακαινίσεως. Η εν Χριστῷ ζωή είναι πορεία προς την αφθαρσία.

Το σώμα ως εικόνα και τόπος Χριστού – Η ενσάρκωση ως θεμέλιο

Εισαγωγή

Στην Ορθόδοξη θεολογία, το σώμα δεν είναι απλά ένα βιολογικό ή υλικό κέλυφος, αλλά φορέας εικόνας Θεού (Γεν. 1:27). Η ανθρώπινη φύση, ενωμένη με την ψυχή, δημιουργήθηκε για να είναι κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και να αντανακλά την θεϊκή δόξα. Η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού είναι το κεντρικό γεγονός που εδραιώνει την ιερότητα και την αξία του σώματος ως τόπου παρουσίας του Θεού.

Η σημασία της Ενανθρώπησης

Όπως διατυπώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «Ὁ Θεός ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον διὰ τὸν ἄνθρωπον» — δηλαδή ο Θεός ενσάρκωσε τον Λόγο, ώστε να ανακαινίσει την ανθρώπινη φύση από μέσα, μέσω του ίδιου του σώματος. Η Ενανθρώπηση είναι όχι μόνο θεολογική αλήθεια αλλά και θεμέλιο για την αποκατάσταση και αγιοποίηση του σώματος. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να αγιάσει το υλικό και να αναβαπτίσει το σώμα στη ζωή του Αγίου Πνεύματος.

Το σώμα ως τόπος Χριστού

Ο Άγιος Παύλος τονίζει: «οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6:19), υπογραμμίζοντας την οικειότητα του Θεού με το ανθρώπινο σώμα. Η ενσάρκωση επιβεβαιώνει ότι το σώμα δεν είναι κάτι δευτερεύον ή κατώτερο, αλλά είναι τόπος όπου κατοικεί ο Θεός. Το σώμα του πιστού γίνεται ναός και κατοικητήριο της θείας χάριτος.

Πατερική ανθρωπολογία για το σώμα

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι «ἐικόνα Θεοῦ» όχι μόνο λόγω της ψυχής αλλά ολόκληρος, σώμα και ψυχή, καθώς ο Θεός δημιούργησε το ανθρώπινο ον ως ενιαίο σύνολο. Η διχοτόμηση σώματος και ψυχής, που προέρχεται από ελληνορωμαϊκές φιλοσοφίες, απορρίπτεται ως ασυμβίβαστη με την ορθόδοξη πίστη.

Θεώρηση και μεταμόρφωση του σώματος

Η σωτηρία στην Ορθοδοξία δεν περιορίζεται στην ψυχή, αλλά αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο. Το σώμα, μέσα από τη χάρη, γίνεται φορέας της θεώσεως (θέωσης), μεταμορφώνεται και συμμετέχει στη δόξα του Θεού. Η ένωση με τον Χριστό φέρνει μεταμόρφωση, όχι απλώς ηθική βελτίωση, αλλά πραγματική αλλαγή στην ουσία και φύση του σώματος.

 

Το πιο σοβαρό κακό που κάνουμε καθημερινά στο DNA μας

Η σύγχρονη επιστήμη αναδεικνύει το DNA ως θεμελιώδη μοριακή βάση της ζωής. Όμως η παραδοσιακή πνευματική εμπειρία και η Ορθόδοξη θεολογία υπερβαίνουν την απλή βιολογία, αναγνωρίζοντας στο ανθρώπινο σώμα και το DNA μια πνευματική διάσταση. Το σώμα, και συνεπώς τα κύτταρα και το DNA μας, δεν είναι απρόσωπα βιοχημικά μόρια· έχουν σύνδεση με την ψυχή και το πνεύμα, καθώς «ἐστιν τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6:19).

Συναισθηματικό στρες ως πνευματική φθορά του DNA

Η καθημερινή ζωή μας, ο τρόπος που ζούμε, επιδρά αρνητικά στο DNA μέσω του «συναισθηματικού στρες», δηλαδή των αρνητικών ψυχικών καταστάσεων: άγχος, θυμός, ζήλια, απογοήτευση, φόβος και άλλα. Αυτά τα συναισθήματα, που παράγονται στον εγκέφαλο και αντανακλώνται σε όλο το σώμα, δημιουργούν «παράλογες ρίζες οξυγόνου» (free radicals), που φθείρουν τα κύτταρα και το DNA, οδηγώντας σε φθορά και πρόωρη γήρανση.

Στην πνευματική γλώσσα, αυτή η αρνητική κατάσταση είναι αμαρτία, που δεν είναι απλά ηθικό λάθος, αλλά πραγματική νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος. Ο ιερός Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι η αμαρτία είναι «καταστροφή της ζωής», γιατί απομακρύνει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής, τον Θεό.

Ο ρόλος του Παρακλήτου και ο αγιασμός

Η Ορθόδοξη πίστη διδάσκει ότι ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, επεμβαίνει θεραπευτικά και αναζωογονητικά στην ανθρώπινη φύση. Ο Θεός, διά του Αγίου Πνεύματος, φέρνει το φως της γνώσης και της αγάπης, απαραίτητα στοιχεία για την αποκατάσταση της αρνητικής λειτουργίας του DNA και των κυττάρων.

Ο αγιασμός, δηλαδή η θεία χάρη που μεταβάλλει το ανθρώπινο ον, καθαρίζει από τα ψυχικά και σωματικά νοσήματα που προκαλεί η αμαρτία και το συναισθηματικό στρες. Έτσι, η πνευματική ζωή και η αληθινή μετάνοια γίνονται θεραπευτικά μέσα που επηρεάζουν και την υγεία του σώματος.

Ο Λόγος του Θεού ως υπέρτατη επιστήμη ζωής

Το Ευαγγέλιο και ο Λόγος του Θεού αποτελούν την υπέρτατη «επιστήμη», που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη γνώση, καθώς έχουν τη δύναμη να σωθούν και να ανακαινίσουν ψυχή και σώμα. Η προσκόλληση στον Θεό, η ζώσα πίστη, η αγάπη και η υποταγή στο θέλημα Του δεν είναι απλά πνευματικά ιδανικά, αλλά πρακτικοί παράγοντες ζωής που ανανεώνουν το όλον ανθρώπινο ον, έως το βιολογικό επίπεδο.

Προσωπική εμπειρία και κάλεσμα για ζωή

Η μετάνοια, η αναγέννηση και η σχέση με τον Χριστό αλλάζουν την εσωτερική μας κατάσταση και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή. Η επιλογή της ζωής, που έρχεται μέσα από τη χάρη του Χριστού, υπερβαίνει την επιθυμία του θανάτου ή της απελπισίας. Η πνευματική ζωή οδηγεί σε «μονόδρομο ζωής», που προκύπτει όχι από ανθρώπινη θέληση μόνο, αλλά από τη θεία πρόνοια και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Ο καθένας καλείται να γίνει «Άνθρωπος με Α κεφαλαίο», αναγεννημένος και ζωντανός, με σώμα και ψυχή ανακαινισμένα, συμμετέχοντας στην αιώνια ζωή που προσφέρει ο Θεός.

Νεότερη Παλαιότερη