Παράγοντας στην εμπειρία του ανθρώπου.

 


Παράγοντας στην εμπειρία του ανθρώπου.

 

Η εμπειρία και η θεολογική κατανόηση του Θεού στην ιστορία της Χριστιανικής πίστης δείχνουν ότι ο Θεός δεν εμφανίζεται με τρόπο επιτακτικό και ορατό, αλλά μάλλον με κρυμμένο και αινιγματικό τρόπο, ώστε η σχέση του ανθρώπου μαζί Του να βασίζεται στην ελεύθερη βούληση και στην εσωτερική αναζήτηση. Η αόρατη παρουσία του Θεού δεν είναι σύμπτωμα απουσίας, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως προϋπόθεση για την αυτονομία και την ελευθερία του ανθρώπου.

 

Αν ο Θεός ήταν ορατός σε σταθερή, αναλλοίωτη και εμφανή μορφή, όπως μια συνεχής παρουσία στον ουρανό, θα προκαλούσε εκ των πραγμάτων φόβο και τρόμο στον άνθρωπο. Η παρουσία ενός τέτοιου θεϊκού «παρατηρητή» θα εξανάγκαζε τους ανθρώπους σε μια στάση φόβου και αναγκαστικής υπακοής, καταργώντας την αυθεντικότητα της πίστης και της αγάπης, η οποία πρέπει να προέρχεται ελεύθερα και εκουσίως. Η πίστη που βασίζεται αποκλειστικά στον φόβο δεν είναι πραγματική σχέση με τον Θεό, αλλά μια μορφή υποταγής που στερεί την ελευθερία και την προσωπική ευθύνη.

 

Η Παλαιά Διαθήκη δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εμπειρίας: όταν ο Θεός αποκάλυπτε την παρουσία Του στον λαό του Ισραήλ, ο φόβος και ο τρόμος ήταν τόσο έντονοι ώστε οι άνθρωποι προτιμούσαν να μη βλέπουν τον Θεό άμεσα παρά να βιώνουν αυτήν την άμεση παρουσία (Έξοδος 20:19). Η συνάντηση με τον Θεό μέσω του Μωυσή αποτελούσε μια μεσολάβηση απαραίτητη για να μην καταρρεύσουν από τον φόβο.

 

Στην Καινή Διαθήκη, ο Θεός «φαίνεται» με διαφορετικό τρόπο, μέσω της ενσάρκωσης του Ιησού Χριστού. Ωστόσο, η παρουσία Του ήταν ταπεινή, σιωπηλή και όχι επιτακτική· η αγάπη εκδηλώθηκε μέσα από τη θυσία και την ταπείνωση, παρά μέσα από την επιβολή ή τον φόβο. Παρά τα θαύματα και την διδασκαλία Του, ο Χριστός δεν έγινε αποδεκτός από όλους, γεγονός που υπογραμμίζει την ελευθερία της ανθρώπινης επιλογής. Η αποδοχή ή η απόρριψη του Θεού είναι μια προσωπική και ελεύθερη πράξη, και ο Θεός σέβεται αυτήν την ελευθερία.

 

Η παρουσία του Θεού στην ιστορία και στη ζωή μας γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσα από το καλό και το κακό, ως ηθικούς πόλους που δεν μπορούν να αρνηθούν ούτε οι πλέον αδιάφοροι απέναντι στη θρησκευτική πίστη. Η ύπαρξη του καλού και του κακού μαρτυρεί την ύπαρξη του Θεού ως πηγής του αγαθού και της δικαιοσύνης, ενώ το κακό συνδέεται με την εναντίωση και την απομάκρυνση από Αυτόν. Η πνευματική αναγέννηση, η μετάνοια και η ζωή σύμφωνα με τις ηθικές αρχές του Ευαγγελίου οδηγούν στην εμπειρία του Θεού ως ζωντανής παρουσίας μέσα μας, η οποία μεταμορφώνει όχι μόνο το πνεύμα αλλά και το σώμα (Ρωμαίους 12:2).

 

Η θυσία του Χριστού στο σταυρό αποτελεί κορύφωση αυτής της θεϊκής οικονομίας, όπου το θέλημα του Πατέρα και του Υιού ταυτίζονται σε μια εκούσια προσφορά αγάπης προς τον άνθρωπο, δίνοντας το υπόδειγμα για την πνευματική ζωή και την ελεύθερη αποδοχή του Θεού. Η αγάπη και η ελευθερία συνδέονται άρρηκτα, και ο Θεός αποκαλύπτεται εκεί όπου ο άνθρωπος την ελευθερία του την επιλέγει ως δρόμο ζωής.

 

Στην εποχή μας, η έντονη παρουσία της τεχνολογίας και της παγκόσμιας παρακολούθησης, παρότι έχει θετικές εφαρμογές, φέρνει στο προσκήνιο τον κίνδυνο μιας «δικτατορίας» της πληροφορίας, που ενδέχεται να γίνει εργαλείο καταπίεσης και ελέγχου. Αυτή η πραγματικότητα παραλληλίζεται με τις προφητείες για την έλευση του Αντιχρίστου και την κατάχρηση εξουσίας μέσω της τεχνολογίας, γεγονός που μας καλεί σε πνευματική εγρήγορση και υπακοή στο θέλημα του Θεού μέσα από την ελεύθερη βούληση και την αγάπη.

 

Συμπερασματικά, ο Θεός δεν είναι ορατός με την έννοια της απλής φυσικής εμφάνισης, διότι αυτό θα κατέλυε την ελευθερία και την αυθεντική σχέση μαζί Του. Αντίθετα, ο Θεός παραμένει αόρατος αλλά υπαρκτός, καλώντας τον άνθρωπο να Τον αναζητήσει και να Τον αγαπήσει μέσα από την ελεύθερη βούληση, τη μετάνοια και την πνευματική αναγέννηση, η οποία οδηγεί στην αποκάλυψη και την εμπειρία Του ως ζωοποιού και μεταμορφωτικής πραγματικότητας.

Νεότερη Παλαιότερη