Όταν δε προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε




«Όταν δε προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε».

Η βαττολογία φανερώνει ακαλλιέργητο εγκέφαλο ο οποίος προσεύχεται ουχί κατ’ επίγνωση. Ομοιάζει αυτός που βαττολογεί σαν τον μαθητή της πρώτης δημοτικού που έμαθε το ποίημα, αλλά δεν ξέρει την έννοιά του. Γι’ αυτό όσοι βαττολογούν μένουν ακαλλιέργητοι. Για να προσεγγίσουμε τον Θεό δεν χρειάζεται βαττολογία. Στον Θεό χρειάζονται δύο ιδιότητες, η μια να λέμε αυτό που νιώθουμε απλά, και η δεύτερη να κάνουμε αυτό που μάς λέει απλά, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό ότι αυτός συμμετέχει, ακούει την προσευχή μας και η υπακοή μας θα μάς οδηγήσει στο να μάς ελευθερώσει.
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε μίμοι, έχουμε μιμηθεί την πατρίδα μας, την θρησκεία μας, το δόγμα μας, τους γονείς μας, τους φίλους μας και καθώς μεγαλώνουμε ανάλογα το κράτος, την χώρα που βρίσκονται οι άνθρωποι μέσα από την σοφία αυτή που υπάρχει στα χέρια τους μιμούνται και άλλες καταστάσεις άλλων ανθρώπων οι οποίοι έκαναν υπέρβαση. Ήρθε η ώρα τώρα όλοι εμείς να μην θέλουμε να μοιάσουμε στον σαρκικό μας πατέρα, αλλά να μοιάσουμε στον Θεό, στον Πατέρα όλων, να μοιάσουμε στον Κύριό μας και Θεό μας, να μοιάσουμε στον Χριστό. Ο πατέρας μας, η μητέρα μας παίξανε κάποιο ρόλο στο να διαμορφώσουμε τον χαρακτήρα μας, να μάς μεγαλώσουν, να μάς βοηθήσουν, κοντά σ’ αυτούς μάθαμε τα πρώτα βήματα της αγάπης. Δεν είναι η τέλεια αγάπη αφού πολλές φορές βλέπουμε και τους γονείς μεταξύ τους και τα παιδιά να έχουν αντιπαλότητες, να χωρίζονται, χίλια δυο συμβαίνουν. Η αγάπη αυτή του κόσμου έχει κάποια όρια, δεν είναι μεγάλη. Γι’ αυτό λοιπόν να επιλέγουμε στην ζωή μας πάντοτε πιο ανώτερα πράγματα. Γι’ αυτό χρειάζεται να βάλουμε την αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού δεν έχει αδυναμία, δεν αγαπά μόνο τα οικεία πρόσωπα, αλλά αγαπά ακόμη και τους εχθρούς. Άρα χρειάζεται να μιμηθούμε άλλα πρόσωπα και ποτέ να μην θεωρούμε για τον εαυτό μας ότι κάτι ξέρει. Τίποτα δεν ξέρουμε. Συνέχεια σπουδάζουμε, συνέχεια μαθαίνουμε (και γι’ αυτό λέμε συνέχεια, εδώ στην παρέα μας, ότι δεν δογματίζουμε τα λόγια μας).
Επομένως, αυτά τα δυο να κάνουμε. Το ένα είναι να λέμε αυτό που νιώθουμε απλά στον Θεό. Δεν θέλει ο Θεός να διαμορφώσουμε κάτι για να το πούμε στην προσευχή, αλλά απλά να πούμε ό,τι θέλουμε, οτιδήποτε είναι αυτό, ο Θεός ακούει και ανάλογα δίνει. Ένα παιδί π.χ. όταν είναι μικρό λέει στον μπαμπά του «θέλω μια καραμέλα», ας πούμε. Δεν του λέει ο πατέρας του «καραμέλα θέλεις;», αλλά πηγαίνει και του την παίρνει, αυτή έχει ανάγκη. Έτσι και ο καθένας μας, ανάλογα το πνευματικό του επίπεδο ας λέει, ας ζητάει αυτό που θέλει απ’ τον Θεό, να είναι όμως ειλικρινής. Και το δεύτερο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κάνουμε αυτό που μάς λέει απλά. Π.χ. λέει ο Λόγος του Θεού μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε. Αφού το λέει ο Χριστός κάτι ξέρει, δεν θα κρίνουμε, πάει και τελείωσε. Μα, θα υποστούμε συνέπειες. Δεν πειράζει, ας υποστούμε ό,τι θέλει ο Θεός. Το θέμα είναι να εφαρμόσουμε την εντολή Του. Η εντολή αυτή έχει βραβείο, έχει ευλογία και ο άνθρωπος καταλήγει στο να μην κρίνει διότι καταλαβαίνει πολύ απλά ότι ο κόσμος αυτός ζει μέσα στην ημιμάθεια, στην άγνοια. Ξέρουμε ότι οι άνθρωποι δεν στηρίζονται στον Θεό αλλά στα χρήματα και στα φάρμακα, αν εκλείψουν αυτά από την ζωή τους, ο κόσμος αυτός θα μετατραπεί σε ένα απέραντο τρελοκομείο. Άρα, λοιπόν, χρειάζεται να στηρίξουμε την ζωή μας στον Χριστό.                 
Νεότερη Παλαιότερη