Περί κτιστού και ακτίστου



Ο θεούμενος άνθρωπος λέγεται «ὁ τοιαύτης δόξης γενόμενος θεατής».


Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, μέσα από τον Λόγο του λέει, ότι όταν ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με αυτόν. Έτσι, η δόξα του Θεού θα γίνει και δόξα των δικαίων, με την διαφορά ότι η δόξα του Θεού είναι κατά φύσιν, ενώ των ανθρώπων θα είναι κατά Χάριν, δωρεά του Θεού. Στην Βασιλεία του Θεού θα καταργηθούν «οι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων». Ο άνθρωπος που αρχίζει να ζει την βασιλεία του Θεού, σταματά να διδάσκει και να διδάσκεται· ο λόγος; Διότι γνώρισε τον Θεό.


Περί κτιστού και ακτίστου


Το άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Το άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας. Ο Θεός όμως θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελειώσει κάποτε. Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Δεν έχουν τίποτα κοινό. Το μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου, είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, στο πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με όλους εμάς, αλλά θα χρειαστεί ζώσα πίστη και πνευματική δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο θα συντελεστεί ανακαίνιση των σωμάτων, με την ανάπλαση της κτίσεως. Όπως τα σώματα, δια της αναστάσεως θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αυτή πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Και όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ' ημών της εκείθεν λαμπρότητας»14. Όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξει της λαμπρότητας του Θεού. Βέβαια, αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενέργειας του Θεού. Η κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί. Ο προφήτης Ησαΐας, αναφέρει και προφητεύει για την αφθαρτοποίηση του κόσμου και της ύλης τα εξής, «θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και θα στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και η σελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον»21. Όταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού. Όταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Χάρη του Θεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση της κτίσεως. Όλα του φαίνονται ωραία. Για τον άνθρωπο του Θεού τα πάντα συνεργούν στο αγαθό.


Νεότερη Παλαιότερη