Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος.
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι,
προσκυνήσομεν Άγιον, Κύριον,
Ιησούν
τον μόνον αναμάρτητον.
Τον Σταυρόν Σου Χριστέ προσκυνούμεν
και την Αγίαν σου Ανάστασην
υμνούμεν και δοξάζωμεν
Συ γαρ ει ο Θεός ημών,
εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν,
το όνομά Σου ονομάζομεν.
Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν
την του Χριστού Αγίαν Ανάστασην.
Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού
χαρά εν όλω τω κόσμω.
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον,
υμνούμεν την Ανάστασην Αυτού.
Σταυρόν γαρ υπομείνας δι' ημάς,
θανάτω, θάνατον ώλεσεν.
Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου καθώς προείπεν,
Έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.
ΜΕΡΙΜΝΑ, ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ
ΕΓΩΙΣΜΟΣ: ΟΙ ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στην πνευματική πορεία, ο άνθρωπος συχνά
παγιδεύεται από το βάρος των προβλημάτων του και αναζητεί ανακούφιση σε
αδιάκριτους συνομιλητές. Όμως, κατά την πατερική σοφία, η απερίσκεπτη
κοινολόγηση των θλίψεων όχι μόνο δεν προσφέρει λύση, αλλά μπορεί να καταστεί
αιτία λύπης ή και εμπαιγμού. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος μας προτρέπει να
εναποθέτουμε τον πόνο της καρδίας μας στον Χριστό η στον πνευματικό οδηγό και
όχι στους κοσμικούς: «Όσα εν τω οίκω σου γίνονται, εν τω ταμιείω της ψυχής σου
φύλαττε, και μόνον εις τον Θεόν και εις τον πνευματικόν αποκαλύπτε» (Λόγος ΝΘ').
Η μέριμνα του κόσμου τούτου, κατά τον λόγο
του Κυρίου, «συμπνίγει τον λόγον» (Ματθ. 13,22). Πρόκειται για την πιο ύπουλη
παγίδα, διότι μεταμφιέζεται σε ευθύνη και πρόνοια, ενώ στην πραγματικότητα
αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από την αιώνια κλήση του. Όπως παρατηρεί ο Άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Μέριμνα λέγεται το πάθος εκείνο το οποίον, ενώ φαίνεται
φυσικόν και χρήσιμον, εν τούτοις καθίσταται αιτία πτώσεως» (πγ 62, 338).
Η φροντίδα για τον πλούτο, για τα υλικά
πράγματα, ακόμη και για την ανθρώπινη δόξα, κλείνει τους πόρους του πνεύματος. Όπως
το τσιγάρο φράσσει τους φυσικούς πόρους του σώματος, έτσι και η προσκόλληση στη
μέριμνα φράσσει τη δεκτικότητα του ανθρώπου στη χάρη. Ο εγωισμός —που είναι η
βαθύτερη ρίζα όλων των μεριμνών— καθιστά τον άνθρωπο πνευματικά κουφό και τυφλό.
Εξάλλου ένα Gallo που έγινε το 80 τοις 100 των ανθρώπων χαίρονται με τα
προβλήματα σου το 19 τοις 100 δεν τους ενδιαφέρουν τα προβλήματα σου. Και το
ένα τοις 100 θα είναι αναγεννημένοι άνθρωποι αυτοί που θα προσευχηθούν για σένα.
Ο διάβολος, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον
Ομολογητή, έχει τρία κύρια όπλα: την κρίση, τη ζήλια και το ψεύδος·
και κέντρο του θρόνου του είναι ο εγωισμός. Όποιος κρίνει και κατακρίνει,
ήδη έχει γίνει όργανο εκείνου που εναντιώνεται στην αλήθεια. Ο Χριστός, ενώ
εδείκνυε παγκόσμια εξουσία, «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ
ηπείλει» (Α’ Πέτρ. 2,23), και μακαρίζει τους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» (Ματθ.
5,10).
Ο εγωιστής άνθρωπος όχι μόνο σκανδαλίζει, επειδή
στερείται της σοφίας του Θεού, αλλά και σκανδαλίζεται εύκολα, διότι δεν έχει
ρίζες ταπεινώσεως.
Η ταπεινοφροσύνη, λέγει ο Άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος, είναι η στολή της Θεότητας. Η υπερηφάνεια, αντιθέτως, αλλοιώνει
ακόμη και τη φυσιογνωμία του ανθρώπου, τον καθιστά υπεροπτικό, απότομο, εσωστρεφή.
Ο εγωιστής ομοιάζει με τον πετεινό, που φωνάζει μεγαλόφωνα, δίχως να
αντιλαμβάνεται πως έλκει την αλεπού — δηλαδή την πτώση.
Η πραγματική γνώση του εαυτού μας είναι η
απαρχή της καθάρσεως. Όσο γνωρίζουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, τόσο στρέφουμε το
βλέμμα μας προς την ουράνια πατρίδα. Όπως μας λέγει ο Άγιος Συμεών ο Νέος
Θεολόγος: «Εάν ο άνθρωπος δεν αποκτήσει επίγνωση της ασθένειάς του, δεν θα
προστρέξει στον ιατρό Χριστό».
Ο αγώνας λοιπόν κατά του έτερου, πτωτικού
εαυτού είναι ο μόνος νόμιμος και θεάρεστος πόλεμος. Κάθε άλλη μάχη είναι είτε
ματαιότητα είτε παραπλάνηση.
Η σύγχρονη εποχή, εν μέσω πνευματικής
συγχύσεως και υλιστικής αλλοτριώσεως, προβάλλει ενώπιόν μας την ανάγκη μιας
νέας πνευματικής μαρτυρίας. Κατά την πρόνοια του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας
σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4), ανοίγονται στους
ανθρώπους θύραι σοφίας και αποκαλύψεως, αι οποίαι για αιώνες παρέμεναν
κεκλεισμέναι λόγω της ανθρώπινης ημιμάθειας και του ελλείμματος παιδαγωγίας. Η
αποκάλυψη αυτή, καρπός του πληρώματος του χρόνου (Γαλ. 4,4), δηλώνει ότι
εισερχόμεθα σε έναν νέο σωτηριολογικό και εσχατολογικό κύκλο, εντός του οποίου
καλούμεθα να συνεισφέρουμε ενεργά στην πνευματική ανάπλαση του κόσμου.
Η πτώση του ανθρώπου επέφερε την ανατροπή της
σχέσεως πνεύματος και ύλης. Ενώ κατά την αρχική θεολογική τάξη το πνεύμα
προΐστατο της ύλης, σήμερα παρατηρείται η κυριαρχία της ύλης επί του πνεύματος.
Το αίτημα της αντιστροφής αυτής της τάξης είναι θεμελιώδες στην κλήση του
ανθρώπου προς τον αγιασμό: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί» (Α΄ Πέτρ. 1,16).
Η αποκατάσταση του πνεύματος προϋποθέτει καθαρισμό και άσκηση, δηλαδή μία
οντολογική μεταστροφή του ανθρώπου από την κοσμικότητα προς την εν Χριστώ ζωή.
Εν τω παρόντι κόσμῳ, η κοινωνική και
πνευματική κατάσταση φανερώνει την αναβίωση της Βαβέλ, όχι μόνο ως ιστορικό
γεγονός, αλλά ως πνευματικό φαινόμενο.
Η διάσπαση του ενιαίου φρονήματος μεταξύ των
ανθρώπων –ακόμη και εντός της Εκκλησίας– προέρχεται από τον ατομικισμό και την
απόλυτη εμπιστοσύνη στην υποκειμενική κρίση. Η θεολογική αλήθεια, όμως, δεν
δύναται να γίνει αντικείμενο ατομικής ερμηνείας ξένης προς το εκκλησιαστικό
σώμα, διότι τούτο οδηγεί στον διχασμό, στον φανατισμό και, τελικώς, στην
αποστασία: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7,1). Η κρίση, ως αυτονομημένη
λειτουργία του εγώ, λειτουργεί διαλυτικά εις βάρος της ενότητας της πίστεως και
της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
Ο άνθρωπος, καλούμενος να εισέλθει εν
μετανοία εις τον Λόγο του Θεού, οφείλει να μελετά και να εμβαθύνει στην Αγία
Γραφή και την Ιερά Παράδοση με διάθεση μαθητείας και υπακοής. Μόνον ο άνθρωπος
ο οποίος γνωρίζει τον εαυτό του («γνῶθι σεαυτόν») και την αξία του προσώπου εν
Χριστώ μπορεί να καταστεί «κληρονόμος Θεοῦ, συγκληρονόμος δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ.
8,17). Η συμμετοχή του πιστού στα μυστήρια, η ασκητική του ζωή και η υπακοή στο
θέλημα του Θεού τον καθιστούν συμμέτοχο της θείας δόξης.
Η φωνή του Θεού δεν έχει σιγήσει στην εποχή
μας αντιθέτως, καλεί τους «νέους μαθητές», ήτοι όλους όσοι έχουν λάβει την
κλήση της νέας ζωής εν Χριστώ, να αναλάβουν την ευθύνη του πνευματικού αγώνα. Ο
εσωτερικός πόλεμος προς την αμαρτία και το «μεσότοιχον του φραγμού» (Εφ. 2,14) είναι
πόλεμος προς κάθε μορφή διαίρεσης – είτε θρησκευτικής, είτε πολιτικής, είτε πολιτισμικής
– και στοχεύει στην αναίρεση κάθε δομής που αντιστρατεύεται την αγάπη του
Χριστού.
Η πνευματική αναγέννηση, ως καρπός ελευθέρας
βουλήσεως και συνέργειας με τη Χάρη, προϋποθέτει θυσία του εγώ, απόρριψη της
υλοφροσύνης και αφιέρωση στον Θεό. Ο χρόνος που καταναλώνεται για την απόκτηση
υλικών αγαθών, εάν δεν ενταχθεί στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού, γίνεται
«θάνατος ψυχής και σώματος». Ο υλισμός καταργεί τον πνευματικό χρόνο, εμποδίζει
την καλλιέργεια της υπαρξιακής αυτογνωσίας και αποστερεί τον άνθρωπο από την
εμπειρία του Θεού.
Ο αληθινός μαθητής του Χριστού καλείται να
ζήσει εν πνεύματι και αληθεία, να σηκώσει το φως του Ευαγγελίου στην κοινωνία
του, να καταδείξει εν τω βίῳ του ότι «ζῇ Κύριος» και ότι «οὐκέτι ἐγὼ ζῶ, ἀλλ᾿ ἐν
ἐμοὶ Χριστὸς ζῇ» (Γαλ. 2,20). Η πνευματική αυτή μαρτυρία δεν περιορίζεται σε
λόγους, αλλά απαιτεί συνέπεια ζωής, κοινωνική ευαισθησία και αγαπητική προσφορά.
Ο πειρασμός της απογοήτευσης και της
δαιμονικής διαβολής αποτελεί συστατικό στοιχείο της πνευματικής πορείας. Η πρώτη
ενθουσιώδης πίστη οφείλει να ενισχύεται διαρκώς με την προσευχή, τη νηστεία, τη
συμμετοχή στη θεία λατρεία και την αδιάλειπτη αναφορά στον Θεό. Ο διάβολος
επιδιώκει να οδηγήσει τον άνθρωπο πίσω «στὰς αὐλὰς τῆς ἁμαρτίας», όμως η πίστη,
όταν είναι ζώσα και εμπιστευτική, δεν κάμπτεται: «Ὅστις πιστεύει εἰς ἐμέ, ἔχει
ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται» (Ιω. 5,24).
Η θεολογία των εσχάτων δεν περιορίζεται σε
μελλοντολογικές προβολές· είναι κάλεσμα για ζωή αιώνια ήδη από το παρόν. Η εν
Χριστώ αναγέννηση δεν είναι ιδεολογία αλλά μεταμόρφωση του προσώπου. Η Βασιλεία
του Θεού αρχίζει «ἐντός ὑμῶν» (Λουκ. 17,21), και οι νέοι μαθητές καλούνται να
γίνουν φορείς αυτής της Βασιλείας μέσα στον κόσμο.
Η αδυναμία κατανόησης του θελήματος του Θεού. και η
αναγκαιότητα ζώσας πίστεως
Είναι φανερό πως, σε γενικές γραμμές, οι
χριστιανοί όλων των δογμάτων δεν έχουν κατανοήσει σε βάθος το έργο του Θεού επί
της γης, και συγκεκριμένα το έργο του στους ανθρώπους που τον ακολουθούν
ενσυνείδητα. Θα μπορούσε κανείς να προβάλλει ως δικαιολογία τις ιστορικές ή
κοινωνικές αντιξοότητες· και είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιόδους οι συνθήκες
δεν ήταν ευνοϊκές για την άνθηση της πίστεως. Ωστόσο, σήμερα, σε μια εποχή
σχετικής ειρήνης και ευημερίας, θα ανέμενε κανείς διαφορετικά αποτελέσματα, ιδίως
σε έναν λαό που αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανικός.
Η Ελλάδα, ως έθνος με βαθειά χριστιανική
παράδοση, θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για τα άλλα έθνη, όχι μόνο σε επίπεδο
πολιτισμού ή ιστορίας, αλλά κυρίως ως κοινωνία μαρτυρίας του ευαγγελικού ήθους.
Εφόσον ο λαός μας αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανικός, θα έπρεπε η κοινωνική και
προσωπική ζωή να είναι διαποτισμένη από τα χαρίσματα της ενότητας, της αγάπης
και της δικαιοσύνης. Δεν αρκεί η προσδοκία της αιωνίου ζωής· χρειάζεται μέριμνα
και για τη ζωή την παρούσα, ώστε η χάρη του Θεού να καθαγιάζει την
καθημερινότητα και να ευλογεί την ύπαρξη του ανθρώπου.
Ο Θεός, κατά την αποστολική διδασκαλία, «κατήργησε
τὸν θάνατον καὶ ἔφερε ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου» (Β΄ Τιμ. 1,10). Η
εν Χριστώ ζωή δεν είναι μόνο μελλοντική υπόσχεση, αλλά παρόν βίωμα. Καλείται ο
άνθρωπος να ζήσει από τώρα την αιωνιότητα, να δεχθεί τη ζωή ως δώρο και την
αφθαρσία ως κλήση που αρχίζει από τον παρόντα αιώνα. Αυτή η θεώρηση αποκαθιστά
τον άνθρωπο ως πρόσωπο σχέσης με τον Θεό και τον πλησίον, και όχι απλώς ως
μονάδα σε κοινωνικό ή οικονομικό σύστημα.
Δυστυχώς, ακόμη και εντός του χριστιανικού
κόσμου, παρατηρείται συχνά έλλειψη ενότητας, πνευματικής ζωντάνιας και
εμπιστοσύνης στην πρόνοια του Θεού. Η πίστη γίνεται τύπος και παράδοση χωρίς
εσωτερική φλόγα, χωρίς ζώσα παρουσία του Πνεύματος.
Αντί η ζωή μας να θεμελιώνεται στην ελπίδα
και στη χάρη, καταφεύγουμε στην εξάρτηση από τα χρήματα και την ιατρική
επιστήμη — όχι ως ευλογίες του Θεού, αλλά ως υποκατάστατα της πίστεως.
Δεν κατακρίνεται η χρήση αυτών των μέσων, αλλά
η θεοποίησή τους. Όταν ο άνθρωπος παύει να εμπιστεύεται τον Θεό και εξαρτά τη
ζωή του αποκλειστικά από τις ανθρώπινες δυνάμεις, τότε η πίστη καθίσταται
αδρανής, νεκρή· και η Εκκλησία, αντί να είναι σώμα Χριστού, καταντά απλός
πολιτιστικός θεσμός.
Επομένως, το ζητούμενο είναι η αναζωπύρωση
της πίστεως, η αποκατάσταση της ενότητας και η συνειδητοποίηση ότι το ευαγγέλιο
δεν είναι μόνο μήνυμα σωτηρίας για το μέλλον, αλλά δύναμη ζωής για το παρόν.
Σκέψεις
πάνω στην Εσχατολογία και το Μυστήριο της Κτίσεως
Κατά πρώτον, τα γεγραμμένα
θα εκπληρωθούν, καθώς τούτο το Ευαγγέλιο της Βασιλείας πρέπει πρώτα να κηρυχθεί
"ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ".
Ο Κύριος είπε: «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω· ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐ μὴ ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰω. 16:7). Και όταν Εκείνος έλθει, «ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας, περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως·... ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (Ἰω. 16:8–11).
Θα ήθελα να καταθέσω τρεις
βασικές σκέψεις, οι οποίες θεωρώ ότι θα αποκαλυφθούν με σαφήνεια στο άμεσο
μέλλον.
1.
Το Μυστήριο της Κτίσης και ο Άνθρωπος ως Κεφαλή της Δημιουργίας
Ο Απόστολος Παύλος μιλά για
την εμπειρία της αρπαγής στον τρίτο ουρανό, όπου είδε και άκουσε πράγματα που
δεν είναι δυνατόν να εκφραστούν με ανθρώπινο λόγο (βλ. Β΄ Κορ. 12:1–4). Πιστεύω
ότι σήμερα, καθώς πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου, μπορούμε δειλά να
στοχαστούμε γύρω από το τι μπορεί να ήταν αυτά τα άρρητα μυστήρια. Δεν
δογματίζουμε τα λόγια μας, απλώς ακούμε, ερευνούμε και αφήνουμε τον Θεό και τον
χρόνο να αποκαλύψουν.
Εκφράζω την άποψη ότι η
κτίση στο σύνολό της, αν μπορούσε να ιδωθεί έξωθεν, φέρει ένα "ανθρωπόμορφο" σχήμα. Ο άνθρωπος είναι η εικόνα του
Θεού (Γεν. 1:27), και η δημιουργία –όντας «ἐν τῷ Θεῷ»– αντανακλά αυτή τη θεία
μορφή. Ο Απ Παύλος στην Πνύκα είπε: «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν»
(Πράξ. 17:28). Η κοσμολογία, λοιπόν, μπορεί να ιδωθεί όχι μόνο ως φυσική
επιστήμη αλλά ως θεολογία της παρουσίας του Θεού παντού. Είμαστε μέσα σε Αυτόν
και όμως τον αναζητούμε έξωθεν.
2.
Ο Αντίχριστος και η Πλάνη της ψευδο-Αθανασίας
Πολλοί σήμερα κινδυνολογούν
γύρω από τον αριθμό του Θηρίου, την τεχνολογία, το ΑΜΚΑ, τις ταυτότητες. Όμως
το σημαντικό δεν είναι το εξωτερικό σημείο αλλά η εσωτερική αποδοχή ενός άλλου
θεού – του ανθρώπου ως "σωτήρα".
Ο αντίχριστος δεν θα έρθει
με βία, αλλά «ἐν παντὶ δυνάμει καὶ σημείοις καὶ τέρασι ψεύδους» (Β΄ Θεσ. 2:9). Θα
υποσχεθεί αφθαρσία, ίαση όλων των ασθενειών, ακόμη και κατάργηση του θανάτου –
όχι όμως μέσω της χάριτος, αλλά δια της τεχνολογίας, μέσω της νανοτεχνολογίας. Έτσι
όμως, η κόλαση θα είναι ένας κόσμος όπου δεν υπάρχει ταπείνωση, μετάνοια, δικαιοσύνη,
αλλά ένας "αιώνιος βίος" μέσα στην αμαρτία, έναντι του "αιωνίου φωτός" των αγίων.
Ο Χριστός προσφέρει αφθαρσία
και αθανασία δια του αγιασμού. Ο Αντίχριστος επιθυμεί να διατηρήσει την αμαρτία
αιώνια, καθιστώντας τον άνθρωπο αθάνατο χωρίς μετάνοια. Το σώμα επισκευάζεται, όχι
όμως και η ψυχή. Και όταν αυτή η εξουσία περάσει στα χέρια του αντίχριστου, τότε,
όπως λέει η Αποκάλυψη, οι άνθρωποι «ζητήσουσιν τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρῶσιν αὐτόν»
(Απ. 9:6).
3.
Η Εκτενής κτίση και το Κήρυγμα σε Όλην την Κτίση
Η κτίση κατοικείται, σύμφωνα
με την εσχατολογική θεολογία, από λογικά όντα τα οποία διψούν για τον Θεό αλλά
δεν έχουν γνώση του Τριαδικού Θεού. Ζουν «κατὰ φύσιν», με τον νόμο της
συνείδησης, αλλά όχι με την ενέργεια της χάριτος. Η εντολή του Χριστού, λοιπόν,
αποκτά βαθύτερο νόημα: «Ὑπάγετε εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον
εἰς ὅλην τὴν κτίσιν» (Μάρκ. 16:15). Η ελπίδα είναι καθολική, και το κήρυγμα της
σωτηρίας απευθύνεται σε όλη τη δημιουργία – ακόμη και πέρα από τα όρια που
γνωρίζουμε.
Όλα αυτά αποτελούν απόηχο
εκείνων που «οὐκ ὀφθαλμὸς εἶδεν, καὶ οὐ οὖς ἤκουσεν, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ
ἀνέβη» – τα οποία ο Θεός έχει ετοιμάσει για εκείνους που τον αγαπούν (Α΄ Κορ.
2:9).
Σκέψεις
πάνω στην Εσχατολογία και το Μυστήριο της Κτίσεως
(Με βάση την Αγία Γραφή και
τους Πατέρες της Εκκλησίας)
1.
Το Μυστήριο της κτίσης και η Θεολογία του Χώρου
Ο Απόστολος Παύλος μίλησε
για την αρπαγή του στον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. 12:2), όπου είδε και άκουσε «ἄρρητα
ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Δεν εξήγησε τι ακριβώς είδε, όμως η εμπειρία
του ήταν αποκάλυψη των μυστηρίων της θείας οικονομίας.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας
την αναζήτηση του Θεού, γράφει:
«Ὅσον τις ἀναβαίνει, τόσον
βλέπει καὶ ὅσον βλέπει, τόσον ἐπιποθεῖ τὴν ἀνάβασιν» (Περί Μωυσέως).
Ο Θεός είναι άπειρος, και
η γνώση Του δεν έχει πέρας. Η δημιουργία Του, επομένως, δεν είναι μόνο φυσική
πραγματικότητα αλλά και θεολογικό πεδίο αποκάλυψης.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής,
μιλώντας για τη σχέση κτίσεως και ανθρώπου, λέει:
«Ὁ Θεός ἔκτισεν τὸν ἄνθρωπον
μικρὸν κόσμον, καὶ τὸν κόσμον μέγαν ἄνθρωπον» (Ambigua, πγ 91).
Δηλαδή, υπάρχει μια αμοιβαία
αναλογία: η κτίση είναι μία "ανθρωπομορφία" του θείου σχεδίου, και ο άνθρωπος είναι
μία μικρογραφία του σύμπαντος.
2.
Η Έλευση του Αντίχριστου και η Πλάνη της Ψευδο-Αθανασίας πγ
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων
διδάσκει στις Κατηχήσεις του για τον Αντίχριστο:
«Θα έλθει με σημεῖα καὶ
τέρατα ψευδῆ, ὥστε καὶ αὐτοὺς τοὺς ἐκλεκτοὺς πλανῆσαι» (Κατήχηση 15η, πγ 33).
Ο αντίχριστος θα παρουσιαστεί ως αγαθοποιός, θεραπευτής, ακόμα και ως "θεάνθρωπος", αλλά χωρίς σταυρό, χωρίς
ταπείνωση, χωρίς αγάπη.
Ο
άγιος Εφραίμ ο Σύρος προφητεύει:
«Θέλει το πονηρὸν πνεῦμα εἰσέλθειν
εἰς ἄνθρωπον, καὶ δώσει αὐτῷ δύναμιν ψεύδους· καὶ θα ἀπατήσῃ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους...»
(Ερμηνεία στην Αποκάλυψη, παλαιό
χειρόγραφο). Η πλάνη θα είναι πνευματική και επιστημονική: οι άνθρωποι θα
νομίζουν πως αποκτούν αθανασία, ενώ στην πραγματικότητα θα χάσουν την αιώνια
ζωή.
Ο
άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημειώνει:
«Ο Χριστός προσφέρει την
αφθαρσία δια του Σταυρού· ο αντίχριστος θα υποσχεθεί αφθαρσία δια της επιστήμης
και της τεχνολογίας» (Αντιχριστολογία, τόμος 2).
3.
Η Καθολικότητα του Ευαγγελίου και η Σωτηρία της Κτίσεως
Ο Χριστός είπε: «Πορευθέντες
εἰς ὅλον τὸν κόσμον κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον εἰς πᾶσαν τὴν κτίσιν» (Μάρκ. 16:15).
Ο λόγος του Χριστού αφορά όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και την ίδια την κτίση,
που «συστενάζει καὶ συνωδίνει» (Ρωμ. 8:22) αναμένοντας την απολύτρωση.
Ο
άγιος Ειρηναίος Λυώνος διδάσκει:
«Ἡ κτίσις θα μεταμορφωθῇ ὅταν
ὁ ἄνθρωπος μετανοήσῃ· διότι ὁ κόσμος κρεμᾶται ἀπὸ τὴν ἠθική τοῦ ἀνθρώπου» (Κατά
Αἱρέσεων, 5,36).
Ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προσθέτει:
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεσίτης
κτίσεως καὶ Θεοῦ· ἂν ἀγιασθῇ, σώζεται ἡ κτίσις δι’ αὐτοῦ» (Λόγος 38, Εἰς τὰ
Θεοφάνια).
Έτσι, η ευθύνη του
χριστιανού δεν είναι απλώς ατομική, αλλά και οικουμενική, καθώς
συνδέεται με τη σωτηρία όλης της δημιουργίας.
Το Χάρισμα του
Λόγου της Διδαχής και η Ευθύνη του Κηρύγματος
1. Το χάρισμα του
λόγου της διδαχής
Το χάρισμα της διδαχής είναι από τα
σπουδαιότερα χαρίσματα που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς προς οικοδομή
της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος γράφει:
«Ὃς διδάσκει, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ» (Ρωμ. 12:7),
υποδεικνύοντας ότι η διδαχή δεν είναι ανθρώπινη εφευρετικότητα, αλλά διακονία μέσα στο σώμα του Χριστού.
Ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος υπογραμμίζει:
«Οὐδεὶς διδάσκαλος γεννάται, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ποιεῖ
διδασκάλους» (πγ 62, 382),
εννοώντας ότι ο αληθινός διδάσκαλος είναι αυτός που διακατέχεται από τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Για να είναι το κήρυγμα σωστό και αληθινό,
πρέπει να συνοδεύεται από:
•
Προφητεία (διάκριση των καιρών και των αναγκών),
•
Σοφία (γνώση μυστηρίων και θεολογική σύνθεση),
•
Ταπείνωση (καρπός Πνεύματος και εγγύηση θείας ενεργείας).
Χωρίς αυτά, το κήρυγμα δεν είναι φορέας του
λόγου του Θεού αλλά έκφραση εγωισμού και φιλοδοξίας.
2. Η αποστολή του
Κηρύγματος
Η αποστολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»
(Ματθ. 28:19) δεν είναι μία αυθαίρετη δράση αλλά μία θεοσύστατη αποστολή
που απαιτεί αποστολικό ήθος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει:
«Μὴ ἐκ τοῦ ἰδίου κινήματος ἁρξώμεθα τὸν λόγον,
ἀλλ’ ἐξ ἐπιταγῆς τοῦ Θεοῦ»,
αναδεικνύοντας την ανάγκη να έχει κανείς σαφή θεία αποστολή για να κηρύττει.
Όταν κάποιος «φυτεύεται εκεί όπου δεν τον
έσπειρε ο Θεός», η αποστολή του είναι όχι μόνο μάταιη αλλά και επικίνδυνη.
Το περιστατικό των υιών του Σκευά στις
Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 19:13-16), οι οποίοι προσπάθησαν να επικαλεστούν
το όνομα του Χριστού χωρίς να έχουν κοινωνία μαζί Του, δείχνει ότι:
•
Το όνομα του
Χριστού δεν είναι μαγική φόρμουλα.
•
Το κήρυγμα χωρίς
Χριστό και Πνεύμα Άγιο οδηγεί σε εξευτελισμό.
Ο άγιος Γρηγόριος
Νύσσης λέει:
«Ὁ μὴ καθαρθεὶς τὴν καρδίαν, πὡς δύναται τὸν ἄλλον
εἰς ἁγιότητα ἀνάγειν;»
δηλαδή, όποιος δεν έχει καθαρθεί εσωτερικά, δεν
μπορεί να οδηγήσει άλλους στον Χριστό.
3. Η σύγχρονη μορφή
του πνευματικού πολέμου
Σήμερα ο εχθρός δεν ενεργεί φανερά όπως στο
περιστατικό των Σκευαίων. Αντιθέτως, δρα υπούλως: διαβάλλει, συκοφαντεί,
σπείρει τη διχόνοια, απομονώνει όσους λένε την αλήθεια. Όπως λέει ο
Μέγας Βασίλειος:
«Ὅπου Πνεῦμα Ἅγιον, ἐκεῖ κοινωνία, ἐκεῖ ἀλήθεια·
ὅπου διχόνοια καὶ συκοφαντία, ἐκεῖ διάβολος» (πγ 32, 192).
Έτσι, αντί να φαίνεται η δαιμονική ενέργεια
με κραυγές και εκρήξεις, εκδηλώνεται με «ευσεβείς» μάσκες, με απομόνωση των
εργατών του Θεού και με φίμωση της αλήθειας.
4. Ευχή για τους
χαρισματούχους διδασκάλους
Η Εκκλησία σήμερα έχει ανάγκη χαρισματούχους
διδασκάλους, ανθρώπους με ευαγγελικό φρόνημα, με ταπείνωση, αγάπη και φλόγα
για την αλήθεια του Χριστού. Χρειάζεται εκείνους που, κατά τον άγιο Ισαάκ τον
Σύρο,
«ὁμιλοῦσιν τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλὰ ὡς ὁμιλοῦντες
Θεῷ» (Λόγος 72).
Εύχομαι όλοι μας να πληρωθούμε από Πνεύμα
Άγιο, να αποκτήσουμε λόγο «ἐν δυνάμει καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Θεσ. 1:5), ώστε
το κήρυγμά μας να μην είναι κενολογία αλλά λόγος σωτηρίας.
Γένοιτο. Ἀμήν.
Η σύγχρονη απόρριψη
της ευαγγελικής ουσίας και η υποκατάστασή της με τύπους
Στις ημέρες μας, ο άνθρωπος δείχνει συχνά μια
τάση να δημιουργεί σχήματα εξωτερικής θρησκευτικότητας — εκκλησιαστικές
δομές, θρησκευτικές ομολογίες, τελετουργικές μορφές, ποιμένες και ποίμνια —
αντί να επιδιώκει την προσωπική ένωση με τον Ιησού Χριστό, που αποτελεί
τον πυρήνα της σωτηρίας.
Αυτή η παραμόρφωση της πίστης δεν είναι
ζήτημα θεσμικής κρίσεως, αλλά πνευματικής ανεπάρκειας, καθώς ο άνθρωπος
αποφεύγει να εφαρμόσει τις δύο μεγάλες εντολές της αγάπης, όπως διατυπώθηκαν
από τον ίδιο τον Κύριο:
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Ματθ.
22:37), «Καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22:39).
Αυτές οι δύο εντολές, κατά τον Χριστό, «ἐν
ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος κρέμαται καὶ οἱ προφῆται» (Ματθ.
22:40), άρα είναι το θεμέλιο ολόκληρης της θείας Οικονομίας.
1. Η αποφυγή της
αγάπης προς τον Θεό
Ο σύγχρονος άνθρωπος αποφεύγει να αγαπήσει
τον Θεό όχι γιατί αδυνατεί, αλλά γιατί αρνείται να αναγνωρίσει ότι η ύπαρξή
του, η λογική του, και η ικανότητα να δημιουργεί και να εξελίσσεται είναι δωρεά
του Δημιουργού. Το ότι ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα» και προορίζεται «καθ’
ομοίωσιν» (Γεν. 1:26), σημαίνει ότι είναι πλασμένος για την αγάπη, όχι
για την αυτάρκεια.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει:
«Ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, οὐδὲ δύναται ἀγαπῆσαι ἀληθῶς
τὸν πλησίον» (Κεφάλαια ἀγάπης 1, 15), υποδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση
ανάμεσα στην αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον.
2. Η άρνηση της
αγάπης προς τον πλησίον
Η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον δεν
είναι μόνο ηθική οδηγία, αλλά προϋπόθεση της κοινωνίας με τον Θεό. Ο άγιος
Ιωάννης ο Θεολόγος είναι απόλυτος: «Εἴ τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν» (Α΄ Ιω. 4:20).
Η έλλειψη αγάπης για τον πλησίον είναι
πνευματική τύφλωση· ο άνθρωπος δεν κατανοεί ότι είναι προς το συμφέρον του
να ενωθεί με τους άλλους εν Χριστώ. Η ενότητα των ανθρώπων που ζουν κατά το
θέλημα του Θεού δημιουργεί θαυμαστή ενέργεια μέσα στον κόσμο: γίνεται
φανέρωση της Βασιλείας.
Ο Χριστός δεν ήρθε να κτίσει θεσμούς, αλλά να
καλέσει τον άνθρωπο σε μία υπαρξιακή μεταμόρφωση εν αγάπῃ. Γι’ αυτό και
προσεύχεται στον Πατέρα Του:
«Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν· καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ
κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν» (Ἰω. 17:21).
Η εν Χριστῷ ενότητα είναι το θεμέλιο
της Εκκλησίας· όχι η ομοιομορφία, αλλά η ελευθερία εν αγάπῃ, η κοινωνία
εν Αληθείᾳ.
3. Η προοπτική της
θεανθρώπινης κοινωνίας
Ένας άνθρωπος που ζει το θέλημα του Θεού
μεταμορφώνει την ιστορία και τα έργα του διαλάμπουν στους αιώνες. Όπως λέει ο
άγιος Ισαάκ ο Σύρος:
«Ὁ ἕνας ἄνθρωπος ὁ ἐναρετῶς βιώσας, ὡς ἄστρον
λάμπει ἐν τῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας» (Λόγος 45).
Τι θα συμβεί λοιπόν όταν πολλοί ενώσουν
τις δυνάμεις τους στην ίδια πίστη και στο ίδιο φρόνημα; Τότε, κατά τον άγιο
Συμεών τον Νέο Θεολόγο, η Εκκλησία φανερώνεται ως σώμα Θεανθρώπινο και
ενεργεί σωτηριολογικά σε ολόκληρη την κτίση.
Συμπέρασμα:
Η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινη σύλληψη· είναι θεανθρώπινη κοινωνία. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος μετανοήσει και αγαπήσει Θεό και
τον πλησίον του τότε δεν θα χρειάζεται να δημιουργεί θρησκείες και τύπους, αλλά
θα ζει την ίδια τη Βασιλεία των Ουρανών εντός του (Λουκ. 17:21). Μόνον
τότε, το «ἵνα ἓν ὦσι» του Χριστού θα γίνει πραγματικότητα στην ιστορία.
ΤΙΤΛΟΣ:
Να πολεμώ συνεχώς μόνο τον έτερο κακό εαυτό μου
Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε από τον κήπο της
Εδέμ, όταν ο άνθρωπος παρέβη την εντολή του Θεού και στράφηκε μακριά από τον
Δημιουργό του. Από τότε, ένας ακήρυχτος, μα σφοδρός πόλεμος μαίνεται: ο πόλεμος
εναντίον του συνανθρώπου μας, ο οποίος δεν είναι παρά αντανάκλαση του πολέμου
εντός μας. Οι μορφές του πολέμου είναι τέσσερις:
1.
ο πόλεμος με τη
σκέψη,
2.
ο πόλεμος δια του
λόγου,
3.
ο πόλεμος με τα
έργα και
4.
ο πόλεμος με τα
όπλα.
Αυτός ο πόλεμος έχει ως πηγή τον κακό, πτωτικό
εαυτό μας. Στην ιστορία του Κάιν και του Άβελ βλέπουμε αυτή τη σταδιακή
εσωτερική έκπτωση: από τον φθόνο στη σκέψη, στην κατάκριση με λόγια, στην πράξη
και τελικά στον φόνο. Έτσι, καλούμαστε να στραφούμε εντός μας, ώστε να
πολεμήσουμε τον «έτερον κακόν εαυτόν» πριν αυτός στραφεί εναντίον μας και μας
απολέσει.
Η εντολή του Κυρίου είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον
τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου... και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ.
22, 37-39). Ο πόλεμος αυτός που γίνεται κατά του εσωτερικού εχθρού —της
αμαρτίας, των παθών, του εγωισμού— είναι και ο μόνος νόμιμος και σωτήριος
πόλεμος.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει: «Ο
άνθρωπος δια της παρακοής διχάσθηκε. Ο πόλεμος είναι μεταξύ του νου και της
σαρκός». (Κεφάλαια περί αγάπης, 2.43). Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είναι ακόμη πιο
άμεσος: «Ο εχθρός σου δεν είναι έξω, αλλά εντός σου. Εάν τον νικήσεις, δεν έχεις
να φοβηθείς τίποτε». (Λόγος ΚΒ’)
Η Εκκλησία μάς παραδίδει αυτόν τον δρόμο μέσα
από την άσκηση, τη μετάνοια και την ταπείνωση. Ο Ιωάννης της Κλίμακος λέγει: «Αρχή
καθάρσεως η της αισθήσεως γνώσις, μέση δε η του εαυτού κατηγορία, τέλος δε η
ταπείνωσις η τελεία» (Κλίμαξ, Λόγος Ε’). Ο πόλεμος αυτός εναντίον του κακού μας
εαυτού είναι σκληρός και διαρκής, αλλά είναι ο μόνος που οδηγεί στη σωτηρία. Ο
Αββάς Δωρόθεος τονίζει: «Πάντοτε να ψάχνουμε το δικό μας σφάλμα και να μη
κατηγορούμε τον πλησίον. Αυτό είναι το πιο μεγάλο έργο.»
Ο Απόστολος Παύλος, πριν γνωρίσει τον Χριστό,
πολεμούσε τους έξωθεν. Μετά τη συνάντηση με τον Αναστημένο Κύριο, ομολογεί: «Βλέπω
δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου... Ταλαιπωρος
εγώ άνθρωπος, τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; Ευχαριστώ τω
Θεώ δια Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 7, 23-25).
Στην προς Γαλάτας επιστολή, ο Παύλος
κατονομάζει τα έργα της σαρκός: «μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία,
φαρμακεία, έχθραι, έριδες, ζηλοτυπίες, θυμοί, μάχαι, διχοστασίες, αιρέσεις, φθόνοι,
φόνοι, μέθαι, κώμοι…» (Γαλ. 5, 19-21). Αυτά είναι τα όπλα του έτερου εαυτού που
πρέπει να αποβάλουμε.
Για να φέρουμε σε πέρας αυτόν τον αγώνα, χρειαζόμαστε
συμμάχους. Πρώτος είναι η κρυφή προσευχή. Ο Χριστός είπε: «Είσελθε εις
το ταμείον σου… και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω
φανερώ» (Ματθ. 6,6). Δεύτερος σύμμαχος είναι ο Λόγος του Θεού, η Αγία
Γραφή. Τρίτον τα πνευματικά αδέλφια:
«Όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι εν τω ονόματί μου, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ.
18,20).
Όταν πάψουμε να πολεμάμε τους άλλους και
στραφούμε στον αγώνα κατά του εαυτού μας, τότε θα έρθει ο Χριστός και οι
εξωτερικοί πόλεμοι θα χάσουν τη δύναμή τους. Όπως λέει ο απ Παύλος: «Έχοντες
ταύτας τας επαγγελίας, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και
πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’ Κορ. 7,1).
Γένοιτο. Γένοιτο. Αμήν.